Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Κήρυξη πολέμου -Εφημερίδες 1940

Οι εφημερίδες του Βόλου την 28η Οκτωβρίου 1940, δεν είχαν πρωτοσέλιδα την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς κι αυτό γιατί ως περιφερειακά φύλλα δεν πρόφτασαν την είδηση. Όμως στα πρωτοσέλιδα των φύλλων της επόμενης ημέρας 29 Οκτωβρίου ήταν η βασική είδηση στη "ΘΕΣΣΑΛΙΑ"  και στον "ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ". Η "ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ" που ήταν φίλα προσκείμενη στο μεταξικό καθεστώς, σχεδόν δεν αναφέρει το σπουδαίο αυτό γεγονός. 
Παρακάτω τα πρωτοσέλιδα:



Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ο απαγχονισμός των γυναικών στα Κάτω Λεχώνια

 Εκτός από την αγχόνη για τρεις πατριώτες στην κολόνα του ηλεκτρικού στα Άνω Λεχώνια στις 12 Μαΐου 1944 (ΕΔΩ), έχουμε και την αγχόνη για την Λουκία (μητέρα) και Σοφία (κόρη) Τοπάλη και τη Φιλίτσα Καλαβρού στις 7 Ιουνίου 1944, στην πλατεία του σταθμού των Κάτω Λεχωνίων, από τους Γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους, τα ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως.)
Η φωτογραφία του απαγχονισμού των τριών γυναικών
 στη μουριά της πλατείας στο σταθμό, στα Κ. Λεχώνια. 
Δεξιά: Λουκία Τοπάλη (60 ετ.), 
κέντρο: Σοφία Τοπάλη (38 ετ.), 
αριστερά: Φιλίτσα Καλαβρού (40 ετ.)
 (Αντίγραφο από το βιβλίο της δημοσιογράφου Νίτσας Κολιού 
«Άγνωστες πτυχές της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-44», 
Βόλος 1985, τόμοι Α’ & Β΄)
(Το κείμενο παρακάτω είναι ακριβής αντιγραφή)
 
Κρέμασαν τρεις γυναίκες 
οι γερμανοεασαδίτες στα Λεχώνια 
και λήστεψαν το πλούσιο Τοπαλέικο
Ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα των Γερμανών και των Εασαδιτών κατά την Κατοχή ήταν ο απαγχονισμός των τριών γυναικών σε μια μουριά του κεντρικού καφενείου στα Κάτω Λεχώνια. Η Λουκία Τοπάλη 60 ετών, η κόρη της Σοφία 38 και η Φιλίτσα Καλαβρού 40 ετών κρεμάστηκαν από τα όργανα της Γκεστάπο και των συνεργατών τους στις 7 Ιουνίου 1944.
Η Σοφία Τοπάλη ήταν οργανωμένη στο ΕΑΜ από τον προηγούμενο χρόνο, αλλά αυτό μόνο δεν αποτελούσε ίσως λόγο για να στηθεί η αγχόνη. Όλος ο πλη0υσμός στη συντριπτική του πλειοψηφία, ανήκε τότε στο ΕΑΜ. Ούτε η περιέργεια της Λουκίας Τοπάλη που συνήθιζε να ρωτάει πολλούς για διάφορα πράγματα μπορούσε να θεωρηθεί κατασκοπεία.
Υπήρχε ακόμη η κατηγορία ότι από το αρχοντικό Τοπάλη εφοδιάζονταν με τρόφιμα οι αντάρτες. Αλλά όλα αυτά θεωρήθηκαν μεταγενέστερα φθηνές δικαιολογίες για να επιτύχει η φοβερή λεηλασία του σπιτιού από ορισμένους πωρωμένους και αδίστακτους που φρόντιζαν να θησαυρίσουν στην άσχημη εποχή, έστω και αν αυτό εστοίχιζε τη ζωή συνανθρώπων τους. Γι' αυτό και η απάνθρωπη εκτέλεση των τριών γυναικών έγινε αφού τις εξανάγκασαν προηγούμενα να αποκαλύψουν μια κρύπτη στον τοίχο με τα πλέον πολύτιμα είδη. Μερικοί αναφέρουν ότι σε κάποιους «κυρίους.. της περιοχής περιήλθαν οι τοπαλέικοι θησαυροί.
Με τον απαγχονισμό της μάνας και κόρης συμπληρώ0ηκε η τραγική μοίρα της οικογένειας Τοπάλη, της οποίας όλα τα μέλη, όπως λέγει ο Άργης Φιλιππίδης, πήγαν από βίαιο θάνατο. Ο πατέρας Παναγιώτης Τοπάλης είχε πέσει από σκάλα και σκοτώθηκε. Ο γιος τον κάνοντας σκι στην Ελβετία σκοτώθηκε από χιονοστιβάδα. Και η γυναίκα του, ολλανδικής καταγωγής, με την κόρη βρήκαν βίαιο πάλι θάνατο και μάλιστα τον πιο φρικτό με την αγχόνη.
Οι οικογένειες Φιλιππίδη και Τοπάλη είχαν στενό δεσμό και ο Άργης θυμάται πόσο εντυπωσιαζόταν από τις συλλογές έργων τέχνης, από μεγάλους πίνακες Ολλανδών ζωγράφων, από αμέτρητα ασημικά και πορσελάνες και κινέζικα.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Υπολογίστηκε ότι οι Γκεσταπίτες και οι Εασαδίτες έκλεψαν από το τοπαλέικο χρεώγραφα δανείων σε χρυσό αξίας εξήντα χιλιάδων αγγλικών λιρών. Έκλεψαν επίσης δυο χιλιάδες κομμάτια χρυσές αγγλικές λίρες. Και ακόμη χρυσά κοσμήματα και πολύτιμες πέτρες αξίας 6-8 χιλιάδων χρυσών λιρών. Αυτά μαζί με τα πολύτιμα σερβίτσια και τα έπιπλα, τα χαλιά κλπ. Στη συνέχεια το σπίτι ρημάχθηκε και από άλλους και καθώς τα χρόνια περνούσαν αφαιρούνταν τα πάντα, ακόμη και τα πορτοπαράθυρα. Ρημαγμένο πια, ύστερα από λεηλασίες και εμπρησμούς, το ακίνητο Τοπάλη με το μεγάλο κτήμα πουλήθηκε από τους κληρονόμους της οικογένειας που έμεναν στην Αθήνα, στον Δ. Γαλανό, ο οποίος έκτισε και το μεγάλο σπίτι που βλέπουμε σήμερα.
Η οδός Τοπάλη που υπάρχει στον Βόλο δεν έχει σχέση με την οικογένεια των Λεχωνίων. Αυτή είναι αφιερωμένη στον παλιό πολιτικό Κ. Τοπάλη από τη Μακρινίτσα.
Ο Παναγιώτης Τοπάλης, σύζυγος της Λουκίας και πατέρας της Σοφίας, καταγόταν από την Ρουμανία. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε πριν από το 1900 και αγόρασε το τσιφλίκι Άκετσι του Αλμυρού. Όταν το τσιφλίκι αυτά απαλλοτριώθηκε, ο Toπάλης πήγε στα Λεχώνια και αγόρασε το μεγάλο κτήμα. Υπήρχαν εκεί ελιές, οπωροφόρα και ένα ελαιοτριβείο. Αλλά η σημαντικότερη περιουσία της οικογένειας (χρεώγραφα, λίρες κλπ.) βρίσκονταν μέσα στο μεγαλόπρεπο σπίτι.
Τα χρεώγραφα, αξίας εξήντα χιλιάδων λιρών, η Τοπάλαινα τα φύλαγε σε Τράπεζες του Βόλου. Λίγες όμως μέρες πριν από τη σύλληψή της τα είχε αποσύρει διότι ακρίβηναν τα φύλακτρα. Το γεγονός αυτά πληροφορήθηκαν οι Εασαδίτες, ο οποίοι γνωρίζοντας και τα άλλα πολύτιμα περιεχόμενα του μεγάρου φρόντισαν α m λεηλατήσουν αφού πρώτα έπιασαν τις δυο γυναίκες και τις έκλεισαν στις φυλακές. Και όταν τις έστησαν στην αγχόνη συμπλήρωσαν τη ρεμούλα. Οι ληστές ύστερα από τον απαγχονισμό των γυναικών. κουβάλησαν από το πλουσιόσπιτο των Τοπάληδων 5 γεμάτα αυτοκίνητα πλιάτσικα.
Η Σοφία Τοπάλη, η Σοφίκα όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι της, ήταν ξεχωριστός άνθρωπος με ευγένεια αισθημάτων.
Αγαπούσε τα βότανα και ήταν μανιώδης συλλέκτρια.
Αγαπούσε τα ζώα και ήταν πρόεδρος του Συλλόγου προστασίας ζώων. Με δική της δαπάνη είχε κατασκευάσει τη βρύση, κοντά στα παλιά ψαράδικα του Βόλου, για να ποτίζονται τα ζώα.
Αγαπούσε τους ανθρώπους και πρόσφερε πρόθυμα σε ιδρύματα και σε κοινωφελή έργα. Συμπληρώνοντας τη δωρεά του πατέρα της πρωτοστάτησε για να γίνει το ωραίο διδακτήριο του σχολείου Λεχωνίων αριστερά του δημόσιου δρόμου. Αυτό που βλέπουμε σήμερα, όχι και τόσο ωραίο είναι μετασεισμική ανακατασκευή.
Αγαπούσε όμως πάνω απ' όλα η Σοφία Τοπάλη την Ελευθερία και την Αξιοπρέπεια. Γι' αυτό δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί τους κατακτητές και τους χαμερπείς συνεργάτες τους και πέρασε από τους πρώτους στην εθνική Αντίσταση και στον απελευθερωτικό αγώνα. Την αγάπη της αυτή πλήρωσε με τη ζωή της αφήνωντας την τελευταία της πνοή στο βράχο του δέντρου.

Τρεις αποκαλυπτικές μαρτυρίες 
για τον τριπλό απαγχονισμό 
στα Κάτω Λεχώνια
Όταν τα ανθρωπόμορφα τέρατα, οι δολοφόνοι και οι ληστές και οι προδότες, κατακτητές και συνεργάτες τους, κρέμασαν τρεις γυναίκες στα Κάτω Λεχώνια, χρησιμοποίησαν για το αποτρόπαιο έγκλημά τους μια μουριά. Ένα κοινό δέντρο στην πλατεία του χωριού. Μετά το ανοσιούργημα το δέντρο αυτό έπρεπε να διατηρηθεί από τους μεταγενέστερους σαν μνημείο ιερό, που το καθαγίασαν με το αίμα τους τρεις μεγάλες πατριώτισσες. Μην το αναζητήσετε. Δεν πρόκειται να βρείτε ούτε ένα κλαράκι. Κάποιοι από τους μεταγενέστερους υπεύθυνους το ξερίζωσαν -εκτός πια και αν το δέντρο κάηκε από την κατάρα τον Παντοδύναμου- και στη θέση του δημιούργησαν μια στερνούλα, σαν μέρος ίσως κάποιου «εξωραϊστικού» προγράμματος.  Ύστερα ήλθαν και άλλοι υπεύθυνοι, και κοινοτάρχες, και μορφωτικοί σύλλογοι, και Κράτος Δικαίου και όμως κανένας δε σκέφτηκε στον τόπο της τριπλής αγχόνης να υψώσει μια απλή μαρμάρινη στήλη εις μνήμην... Δεν το σκέφτηκαν ούτε οι άνθρωποι της εκκλησίας του χωριού. Τα τρία πτώματα, ύστερα από κάμποσες ώρες, ξεκρεμάστηκαν από τους μιαρούς φονιάδες, οι οποίοι σβαρνίζοντας τα έσυραν ως το προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί, στην αυλή του ναού, έγινε ο ενταφιασμός υπό τη φρούρηση των εγκληματιών, αλλά όταν πέρασε το καθορισμένο χρονικό διάστημα ακολούθησε εκταφή και εξαφάνιση των πάντων. Ούτε ίχνος. Θα έπρεπε ασφαλώς να στηθεί ένα μεγαλοπρεπές μνήμα, έστω ένας σκέτος σταυρός με το τρία ονόματα.
Έρχονται αυτές οι σκέψεις και η πολλή θλίψη και η αγανάκτηση καθώς ο ερευνητής πασχίζει να φέρει σε φως όσες το δυνατό περισσότερες λεπτομέρειες για την τραγωδία, και γυρνοφέρνει εκεί ρωτώντας αριστερά και δεξιά. Κοντά στις άλλες μαρτυρίες, είναι χρήσιμες ακόμη τρεις. Η μια προέρχεται από τον Φώτη Χατζόπουλο, ο οποίος το Ι944 ήταν 12 ετών, αλλά θυμάται πολύ καλά τις γυναίκες τον μαρτυρίου. Ιδιαίτερα την κόρη του Τοπάλη, τη Σοφία, που τον αγαπούσε πολύ και ήθελε να τον κάνει και παπά. Η Σοφία είχε οργανώσει συσσίτια για τα παιδιά και ο Φώτης τη βοη0ούσε στο έργο της και μά0αινε ακόμη στα άλλα παιδιά προσευχές και τραγουδάκια. Ο Φώτης Χατζόπουλος αναφέρει ότι όταν οι εασαδίτες πήγαν να πιάσουν τις Τοπάλη, βρήκαν στο σπίτι, το μεγάλο αρχοντικό, τη μητέρα και τότε ο επικεφαλής, Μίμης Κυριαζής προσποιήθηκε τον αντάρτη και τη ρώτησε γιατί δεν έστειλαν τρόφιμα στον ΕΛΑΣ. Εκείνη απάντησε ότι χθες έστειλε και ακολούθησε άμεση σύλληψή της. Ύστερα έφθασε η Σοφία, γυρνώντας ευδιάθετη από κάποια διάσκεψη στο Πήλιο, και την έπιασαν αμέσως και εκείνη.
Όταν ύστερα από μερικές μέρες έγινε στη μουριά της πλατείας ο απαγχονισμός των δύο Τοπάλη και της Φιλίτσας Καλαβρού, ο μικρός Φώτης παρακολούθησε το δράμα από το κοντινό χασάπικο του Αλ. Μακρυγιάννη. Και θυμάται τη μητέρα Τοπάλη που ζητωκραύγασε υπέρ των αγωνιστών και έκανε τον σταυρό της πριν της περάσουν τη θηλιά. Και Θυμάται επίσης τη Σοφία Τοπάλη που καθώς την ανέβαζαν στο τραπέζι για την κρεμάλα, φώναξε: «Φώτη, τα παιδιά να προσέχεις», εννοώντας τα παιδιά του συσσιτίου. Ήταν πριν από το μεσημέρι όταν έγινε ο απαγχονισμός. Οι τρεις γυναίκες φαίνονταν σαν κούκλες κρεμασμένες στο δένδρο. Οι εασαδiτες κουβέντιαζαν και έπαιζαν με τα πιστόλια τους. Ύστερα πέταξαν τα πτώματα μπροστά στην εκκλησία».
Θυμάται ακόμη ο Χατζόπουλος τη λεηλασία του πλούσιου σπιτιού από τους εγκληματίες. «Όταν αργότερα πήγαμε εμείς ήταν όλα ρημαγμένα. Μόνο μερικά βιβλία βρήκαμε πεταμένα». Βλέπετε, τα βιβλία. για πολύν κόσμο ανήκουν στα πιο ευτελή και αζήτητα είδη...
Η δεύτερη μαρτυρία προέρχεται από τη Βασιλική Π. Αγραφιώτη, κόρη της Φιλίτσας Αντ. Καλαβρού, που εκτελέστηκε μαζί με τις Τοπάλη σε ηλικία 36 ετών. Δεν ήταν οικιακή βοηθός των Τοπάλη η Καλαβρού, όπως άλλοι έχουν πει. Ούτε συγγενής τους. Συνέπεσε μόνο ο απαγχονισμός να γίνει ταυτόχρονα. «Η μητέρα μου Φιλίτσα, είπε η κόρη της Βασιλική, κράτησε το μύλο του πατέρα μου, κοντά στην εκκλησία Μέγα Σωτήρα, όταν εκείνος έφυγε για αντάρτης. Έμενε μάλιστα στο μύλο. Ένα βράδυ εμφανίστηκαν στο μύλο άνδρες του ΕΑΣΑΔ μεταμφιεσμένοι σε αντάρτες και φορώντας καπέλα με τη λέξη ΕΛΑΣ! Είμαστε στο βουνά μαζί με τον Αντώνη της είπαν. Γιατί δεν στέλνεις τίποτε στον άνδρα σου; Και εκείνη απάντησε ότι έστειλε και ψωμί και φανέλες και κάλτσες. Είχε μάλιστα πλεκτομηχανή και έπλεκε. Δηλαδή, είσαι συναγωνίστρια; Ξαναρώτησαν οι εασαδίτες. Και βέβαια, απάντησε η μητέρα μου. Τότε θα μας δείξεις που είναι το σπίτι των Γερμανών και των ράλληδων. Η μητέρα τους χήρε και τους πήγε στο σπίτι του Μίμη Κυριαζή. Εκεί την έπιασαν. Ήταν το ίδιο βράδυ που είπαν πιάσει και τις Τοπάλη. Τις πήγαν στο Βόλο στις φυλακές Αλεξάνδρας, όπου τις κράτησαν οκτώ μέρες. Μια μέρα πέρασα εγώ έξω από τις φυλακές και άκουσα τη μητέρα μου να με φωνάζει από το παράθυρο. Είχε πολύ βασανιστεί. Αλλά δεν αρνήθηκε τίποτε και είπε στους βασανιστές: Και εγώ και το κορίτσι μου πλέκαμε για τους αντάρτες. Ύστερα τις έφεραν στα Λεχώνια δεμένες με καλώδια και τις κρέμασαν. Το πόδι της μητέρας μου ήταν δεμένο με πετσέτα γιατί είχε πληγιάσει από το πολύ ξύλο. Το μύλο και το σπίτι μας τα λεηλάτησαν φρικτά. Δεν άφησαν τίποτε!»
Η τρίτη μαρτυρία προέρχεται από την Ευθυμία Γ. Ζαρίδα, η οποία εργαζόταν κοντά στις Τοπάλη και είχε ένα σπιτάκι σε μικρή απόσταση από το μεγάλο. Θυμάται και τις δυο σαν πολύ καλές γυναίκες που βοηθούσαν τους πάντες. Και ιδρύματα και αρρώστους. «Εγώ τις είχα σαν μάνα μου και σαν αδελφή μου. Θυμάμαι που το αρχοντικό βογκούσε από πράγματα και είδη αξίας. Έπιπλα, πίνακες, γυαλικά, ασημικά, ρούχα, τρόφιμα. Σ’ αυτό το σπίτι είχαν κουβαλήσει πράγματα για φύλαξη και άλλοι Λεχωνίτες. Προίκες ολόκληρες. Είχα κι εγώ ένα μπαούλο. Και ο γιατρός Βλάντας φύλαγε εκεί τα εργαλεία του. Δεκατρία χρόνια είχα στο σπίτι τούς και πολύ τις πόνεσα. Όταν τις έπιασαν, ένας Γερμανός με ανέκρινε και ζητούσε να του πω που είχαν κρυμμένα χρήματα. Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να μου δώσει ωραία ρούχα της Τοπάλη για δικά μου. Αλλά εγώ δεν δέχτηκα και είπα δεν ξέρω τίποτε. Ύστερα άδειαζαν επί οκτώ μέρες το σπίτι. Το ρήμαξαν ολόκληρο.»


Κάποιοι κληρονόμοι των δυο γυναικών πούλησαν το ακίνητο και τα κτήματα. Πούλησαν ακόμη και ένα πιάνο. που άγνωστο πώς σώθηκε, στην Εξωραϊστική. Έτσι δεν έμεινε τίποτε.
Ούτε ένα μικρό τουλάχιστον μνημείο δεν στήθηκε που να θυμίζει τη θυσία.


(από το ΔΗΚΙ)

Η Λουκία Τοπάλη (Lucie van Schelle) ήταν Ολλανδέζα. Γεννήθηκε στις 20-1-1875 στο Solok της Ινδονησίας (τότε αποικία της Ολλανδίας).
Παντρεύτηκε τον Παναγίωτη Τοπάλη στις 29-4-1896 στην Χάγη, Ολλανδίας


(από το ΔΗΚΙ)












Η Σοφία ή Σοφίκα Τοπάλη (Βόλος 1906 - Κ. Λεχώνια 1944) Κόρη του Παναγιώτη ή Παναγή Τοπάλη και της Λουκίας





Το ηρώο "μουριά" 
προς τιμήν της Εθνικής Αντίστασης (σήμερα). 
Έργο του Μίμη Γκεντέκου.

Για την οικογένεια Τοπάλη δείτε (ΕΔΩ)

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

1944-Το κάψιμο του Αγ. Βλασίου

Ο Άγιος Βλάσης είναι ένα "μαρτυρικό" χωριό του Πηλίου που υπέφερε από τους κατακτητές Γερμανούς κατά την περίοδο της κατοχής. Η χωρίς λόγο πυρπόληση ολόκληρου σχεδόν του χωριού-που αλλοίωσε οριστικά και την όψη του- σημάδεψε για πάντα τις μνήμες και τους ανθρώπους του. 
Το κάψιμο των οικιών μαζί με τις εκτελέσεις των χωρικών, ήταν τα γεγονότα που βύθισαν στο πένθος και τη λύπη για πολλά χρόνια μετά, πολλές καραμπασιώτικες οικογένειες.

(Αντίγραφο από το δίτομο έργο της Νίτσας Κολιού 
"Άγνωστες πτυχές της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-44",  Βόλος 1985,
σελίδες 978-981)


Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η ζωγραφική στο Πήλιο

Η κοσμική ζωγραφική στην περιοχή του Πηλίου μετά το 18ο αιώνα 
(Αντίγραφο από "εν Βόλω", τεύχος 4ο, χειμώνας 2001)




Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Πηλιορείτικες παροιμίες και φράσεις (2)


Πηλιορείτικες παροιμίες και φράσεις (συνέχεια)
    J     Άδειου σακί δε στέκετι, γιουμάτου δε λυγάει. (Π)
J     Άλλους λέει του μακρύ τ’ κι άλλους του κουντό τ’. (Φ)
J     Άμα κάνανι ούλες οι μέλισσις μέλι, θα κάνανι κι οι αγρικουμπάνοι. (Π)
J     Αρριβώνιασι (ή παντρεύτ’κι, έφυγι κλπ) κι άκ’σα ‘γώ. (Φ)
J     Ας είν’ καλά του ινάτ’ σ’. (Φ)
J     Βάνου του νιρό στ’ αυλάκι. (Φ)
J     Βγήκι λάδ’! (Φ)
J     Βρήκι κι τα πιρνάει. (Φ)
J     Γέρους γάιδαρους, κινούργια πιρπατ’σιά. (Π)
J     Γίν’κι η νίλα τ’ Μουάμεθ. (Φ)
J     Γραιουτραμουντάνα, τέσσιρα πουδάρια αντάμα. (Π)
J     Γρέκιασις μες στου μαγαζί. (Φ)
J     Είνι καράβ’ τ’ς υπουμουνής. (Φ)
J     Έριξα άδγεια να πιάσου γιουμάτα. (Π)
J     Έφκιασι μια τρύπα στου νιρό. (Π)
J     Ζήτου απ’ καήκαμι. (Φ)
J     Θ’κό μ’ είνι του γουμάρ’ κι του κάνου ότ’ θέλου. (Φ)
J     Θέλει νόμου-τρόπου να γίν’ του θ’κό τ’. (Φ)
J     Ι Γιάνν’ς (ή Γιώργους, Θανά’ης, Λ’ιας κλπ) κι του γουμάρ’, θέλ’νε κι τα δυο σαμάρ’. (Π)
J     Ι λουλός λουλούδια κι ι παλαβός τραγούδια. (Π)
J     Κ’τσά στραβά, θα τα καταφέρου. (Φ)
J     Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φουβάτι. (Π)
J     Καλιβώνει ψύλλου τουν ανήφουρου. (Π)
J     Λύθ’κι στα γέλια. (Φ)
J     Μακριά τα ξηράδια σ’. (Φ)
J     Μάνε-μάνε σι κριμούν κουδούνια. (Φ)
J     Μαύρα μάτχια κάναμι να σι δούμι. (Φ)
J     Μη ρίχτεις λάδ’ στ’ φουτχιά! (Φ)
J     Μην αγαπάς Δρακιώτ’σσα μήτι Λαυρεντοπούλα, αγάπα Πορταρίτισσα νάχει τα νάζια ούλα! (Φ)
J     Μπούλουσ’ του καπάνι σ’.(Φ)
J     Ότ, τ’ φανεί τ’ Λουλουστιφανή. (Π)
J     Πήρι τ’ν κάτ’ βόλτα. (Φ)
J     Πιρίμινι μ’τζουρ’ να γιέν’νε τα μούρα. (Π)
J     Πχιάστ’κι ντιπ Κώτσιους! (Φ)
J     Σαπούνι - χαλβάς, τόφαγε ι αγάς! (Π)
J     Σάρα τα πουρτέλια. (Φ)
J     Στουν κόμπου κι στου στάχυ, γαμώ τη μάνα απ’ τάχει. (Π)
J     Σφίξ’τ’ τα λουργιά. (Φ)
J     Τ’ χάριζαν έναν γάιδαρου κι αυτός τουν κοίταζει στα δόντια. (Π)
J     Τα θ’κά σας είνι σύκα κι λιγών’νει, τα θ’κά μας καρύδια κι βρουντούνι. (Π)
J     Τα κιαρατά τ’ τα δίφουρα. (Φ)
J     Τέτοια χάδια Στεφανή μ’, δεν τα χάφτει το μ**νί μ’! (Φ)
J     Του Ρηνιώ τ’ Αντώνη του πιτρουχιλιδόνι, του γιέλασαν κι τ’ δώσανε τουν μπούφου κι του γκιώνη! (Φ)
J     Φ’λάξ’ απ’ τα πισινά τ’ γαϊδάρ’ κι απ’ τα μπρουστινά  τ’ς  γ’ναίκας. (Π)
J   Φουτιά απ’ σ’ έκαψι. (Φ)

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Μια εκδρομή...


Ένα ποίημα (σατιρικό) γραμμένο από το Συμβολαιογράφο Νηλείας Νικολάου Γ.  Κόντσα ή Κότζια, που τότε ήταν στο χωριό. Το γραφείο του όπως και η κατοικία του, ήταν στο αρχοντικό Κοντού. 
Περιγράφει μια εκδρομή στα χρόνια της Κατοχής από μια ομάδα νέων των Λεχωνίων στον Αη-Ταξιάρχη, στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου Νηλείας. Τα πρόσωπα όλα ήταν υπαρκτά. Σήμερα κανείς τους δεν υπάρχει στη ζωή..
Στα παλιότερα χρόνια, οι νεαροί πολύ συχνά οργάνωναν εκδρομές με μεζέδες και ζεύκια σε διάφορες κοντινές ειδυλλιακές τοποθεσίες της περιοχής. Μια τέτοια ήταν κι αυτή που περιγράφει ο ...ποιητής:

Από μια εκδρομή
-Είχαν καιρό που λέγανε μια εκδρομή να πάνε,
ένα αρνί να ψήσουνε, να κάτσουν να το φάνε.
-Σήμερα φύσαγε πολύ, την άλλη κάνει ζέστη,
την τρίτη δεν είναι καλά, αύριο μ’ αρέσει.
-Κάποτε συμφωνήσανε, διά την επομένη,
όλα  ετοιμαστήκανε και τίποτα δεν μένει.
-Κατάλογο διαβάσανε, δεν έλειπε κανένας,
έντεκα δε τον αριθμό κι ήταν ένας κι ένας.
-Μαυράκης ήταν πρόεδρος ως κι οι Μαστρογιανναίοι
και ο Θωμάς κι ο Ορφανός που είν’ στο φαΐ γενναίοι.
-Δεν έλειπε στον κύκλο τους και όλη η νεότης,
Αποστολάκης ο εκλεκτός κι ο Νίκος Αγραφιώτης.
-Είχαν ό,τι χρειάζεται, ως ήτανε επόμενο,
είχαν και φαρμακοποιό για κάθε ενδεχόμενο.
-Ο Κόντζιας προπορεύεται, καβάλα στο γομάρι,
το κοκορέτσι βάσταγε κι ήταν όλο καμάρι.
-Παρέλειψα να σας ειπώ, πως μ’ όλη αυτή την κρίση
είχαν και στην παρέα τους το φοβερό το Ζήση.
-Στό δρόμο που πηγαίνανε, ψιλή βροχή τους πιάνει,
ο Ορφανός εκρύωνε, φοβήθηκε, τα χάνει.
-Και ο Θωμάς τους έλεγε «παιδιά να σταματήσουμε»,
«ιδάλλως θα κρυώσουμε και πώς θα προχωρήσουμε;»
-Και ο Μαυράκης φώναξε που είχε τα πρωτεία,
«δεν τρώγεται αρνί ψητό χωρίς ψυχρολουσία».
-Κι ο Ζήσης που αισθάνθηκε, λιγούρα στο στομάχι,
φοβόταν και το κρύωμα, σκιαζόταν το συνάχι.
-Κι έλεγε «εδώ να κάτσουμε μέσα στο μοναστήρι»,
ενόμιζε πως θα ‘βρισκε και λίγο κολλητήρι.
-Επήγανε πολύ καλά, παρ’ όλον τον ανήφορο,
έφαγαν, ήπιαν, γλέντησαν και κάναν τον κατήφορο.
-Καθένας εις το σπίτι του, έλεγε πώς τα πέρασε,
πώς πήγε, και πώς γύρισε, πώς έφαγε, πώς γλέντησε.
-Αλλά μια απογοήτευση, περίμενε στο σπίτι,
απ’ όλη την παρέα μας, το φουκαρά το Ζήση.
-Γιατί, μέσα στο σάκο του, μαζί με όλα τ’ άλλα,
του έβαλε η παρέα του μία γερή κοκάλα.
-«Πώς, πέρασες Ζησάκο μου»  τον ρώταγαν στο σπίτι,
«κουράστηκες, κοπίασες, μη σου πονεί η μύτη»;
-Κι αυτός που στο σακίδιο, νόμιζε είχε κρέας,
που έφερε απ’ την εκδρομή εις βάρος της παρέας,
καμάρωνε και φούσκωνε κι έλεγε πώς περάσανε
χωρίς να ξέρει ο φουκαράς την μπόμπα που του σκάσανε. 
-«Σας έφερα κι εσάς μεζέ απ’ το ψητό τ’ αρνί μας,
να δείτε πώς περάσαμε, σ’ αυτή την εκδρομή μας».
-Ανοίγει το σακίδιο, μ’ όλην τη σοβαρότητα
και τους προσφέρει το μεζέ, Θεούλη μου χυλόπιτα!
- Κάτι ψωμιά βιδάνια, φλούδες και τόσα άλλα,
κι απ’ το χαρτί πετάχτηκε η φοβερή κοκάλα!
- Σ’ αφήνω αναγνώστη μου, να φανταστείς τι γίνηκε,
μετά τον κάζο το φρικτό ο Ζήσης πώς κοκκίνησε!
-«Τι τα ‘θελες Ζησάκο μου, τα γλέντια με μπεκιάρηδες,
εσύ παιδί ανέβγαλτο κι από τους κανακάρηδες;»
-«Κάτσε, Ζησάκο μου να φας, το φαγητό που ψήσαμε,
γιατί καθώς μου φαίνεται, χωρίς φαΐ σ’ αφήσανε!»
12 Αυγούστου 1942      Σ.Κ.


Το μοναστήρι παλιά

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Αρχαίος τάφος

Τα Άνω Λεχώνια με τη μακραίωνη ιστορία τους είναι ένας τόπος με πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, που ποτέ δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς. Διάσπαρτες ιστορικές και αρχαιολογικές μελέτες υπάρχουν βέβαια, αλλά εκτός από την ανασκαφή, καταγραφή και επικάλυψη των βυζαντινών μνημείων στα Πλατανίδια, κάτι ουσιαστικό για την αρχαία πόλη Μεθώνη στο λόφο Νεβεστίκι και στο Παλιόκαστρο δεν έγινε. 
Τώρα, σήμερα σε καιρούς δύσκολους θα ασχοληθεί η πατρίς με τα ιστορικά της μνημεία και αρχαία λείψανα; Όμως ο Μακρυγιάννης που είναι πάντα επίκαιρος, θα έλεγε: "γι΄αυτά πολεμήσανε οι παλιότεροι..." 


Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Όταν οι Λεχωνίτες...χόρευαν!

Πριν ογδόντα χρόνια...


Σημείωση: 
1. Χοροεσπερίδες  διοργανώνονταν συχνά και με κάθε ευκαιρία στα Λεχώνια, με τη συμμετοχή πλήθους συγχωριανών και ειδικά νέων και νεανίδων, που έβγαιναν στην "πρόβα"!
2. Οι χοροεσπερίδες τότε γινόντουσαν στα καφενεία "Αίγλη" του Κουτσουβέλη (Πουλακέικο) , στον κήπο Μουρογιάννη και στου Μακρυγιάννη ακριβώς απέναντι.
3. Οι Βακάτος και Τσουκάτος ήταν οι γνωστοί χοροδιδάσκαλοι του Βόλου, όπου μάθαιναν  μόνον ευρωπαϊκούς χορούς οι νέοι της περιοχής. Στα Λεχώνια έρχονταν οι ίδιοι χοροδιδάσκαλοι και παρέδιδαν μαθήματα.


4. Στον κατάλογο των παρευρισκόμενων και χορευτών βρίσκει κάποιος γνωστά πρόσωπα παλιών Λεχωνιτών κι όχι μόνο.


Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Εποχή και Μήνες

Καλό Μήνα! 

"Μετόπωρον" (Φθινόπωρο-μετά τις οπώρες)
Λαϊκός ζωγράφος Παγώνης
Τοιχογραφία, Άγιος Δημήτριος Νεοχωρίου