Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Πρωτομαγιά (στα παλιότερα χρόνια)

Στα εγκαίνια (1905) του "ΚΉΠΟΥ" με τον ιδιοκτήτη Κώστα  
Μουρογιάννη δίπλα στην κρήνη.
    Κάθε Πρωτομαγιά, το τρενάκι, αυτός ο θρυλικός «Μουντζούρης» ντυνόταν γιορτινά με λουλούδια και μαγιάτικα στεφάνια. Έφερνε πλήθος κόσμου από το Βόλο στα Άνω Λεχώνια και στα υπόλοιπα χωριά της διαδρομής του, για να γιορτάσουν τη «Γιορτή των Λουλουδιών». Τα Λεχώνια εξάλλου φημιζόταν και φημίζονται πάντα για τους ανθόκηπους που αφθονούν. Κόσμος ερχόταν από το Βόλο και τα γύρω χωριά επίσης, με άμαξες και άλογα. (Δείτε κι άλλες αναρτήσεις για την Πρωτομαγιά) 
Ο «κήπος του Μουρογιάννη» είχε την τιμητική του, αφού εκεί μαζεύονταν όλοι οι αστοί και οι πλούσιοι του Βόλου. Οι άλλοι, απλώνονταν στα χωράφια, στη ρεματιά και στα Πλατανίδια. Την επόμενη, στις 2 Μαΐου, ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Αθανασίου, γινόταν το πρώτο πανηγύρι του χωριού. 
Είχε αρκετό κόσμο, γιατί αποβραδίς (1η Μαΐου) με την αγρυπνία, έρχονταν άνθρωποι που είχαν βγει για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς. Το γλέντι άρχιζε μετά τον εκκλησιασμό, ως τις πρώτες πρωινές ώρες.
Σήμερα αλλά και από χρόνια, αυτό το πανηγύρι δεν πραγματοποιείται.

Άνω Λεχώνια 1902

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Διάγραμμα Άνω Λεχωνίων

ΜΑΓΝΗΣΙΑ & ΠΗΛΙΟ (Γεωγραφία Νεωτερική)



ΜΑΓΝΗΣΙΑ & ΠΗΛΙΟ
Η χερσόνησος αυτή (Μαγνησία) είναι το Πήλιο όρος, το πολυθρύλλητο εις τους ποιητές, βουνό όχι τόσο υψηλό, μήτε κορυφούμενο κωνικώς εις ύψος, αμή εκτεταμένο κατά μάκρος ωσάν χτένι. Αι άκρες του είναι κατάπυκναις από δένδρα μεγάλα όλο οξειές. Παρακάτω είναι στολισμένο και με άλλα διάφορα δένδρα, μάλιστα με μεγάλους πλατάνους και καστανιές από ταις οποίες εις μερικά μέρη είναι δάση ολόκληρα. Πλειό παρακάτω είναι κατάφυτο από δένδρα διάφορα, κερασιές, μηλιές, απιδιές, δαμασκηνιές, καρυδιές, συκές, αμπέλια και άλλα, μάλιστα από συκαμινές. Μέσα εις αυτά τα κάρπιμα και επικερδή δάση φωλεύουν 24 χωριά. Τα χωριά αυτά είναι καθώς είπαμε 24 και μερικοί μαχαλάδες, χωριά κι αυτοί μικρότερα και υποκείμενα εις άλλα μεγαλύτερα. Αυτά τα χωριά διαιρούνται εις βακούφια και εις χάσια. Τα βακούφια είναι 14 χωρίς τους μαχαλάδες τους.
...Τα χάσια οπού είναι ολιγώτερα δεν  συστήνουν όλα ένα σώμα καθώς τα βακούφια.

       ...Τα εισοδήματα του τόπου πρώτα είναι το μετάξι και αι εληαίς και τα σύκα. Το πρώτο, γενικό εις όλα τα χωριά, τα άλλα δυο, αλλού ολίγα αλλού πολλά, αλλού δια την χρήσι τους μόνο. Είναι ακόμι και αμπέλια πολλά, και διάφορα κάρπιμα δένδρα. Γεννήματα γίνονται κι απ’ αυτά εις μερικά χωριά, αρκετά δια να μην αγοράζουν, εις τα περισσότερα όμως ολίγα. Μερικά χωριά έχουν και κήπους με πορτοκαλλιές, νερατζαίς, λεϊμονιαίς και τέτοια, εκεί οπού δεν παραείναι εληαίς και συκαίς. Επειδή οι άνθρωποι δεν ημπορούν να καλλιεργούν εν ταυτώ όλα. Γίνονται προς τούτοις και κεράσια διάφορα, απίδια πολλών λογιών, μήλα πολλά και πολλά είδη, καρύδια, καεσά, αμύγδαλα, δαμάσκηνα, ρόϊδα, κηδώνια και τα τέτοια. Όσπρια διάφορα, κουκιά, φασόλια, ρεβύθια, λιανοφάσουλα, λαθύρι, φάβα, φακή κ.τ.τ. Γίνεται και βαμπάκι και λινάρι. Θρέφει ο τόπος ακόμι και ζώα καθώς και πρόβατα και γίδια, εις μερικά χωριά αρκετά δια τη χρήσι τους, εις τα περισσότερα ολίγα. Αγέλαις βοδιών πολλά ολίγαις και τα περισσότερα βόδια οπού μεταχειρίζονται εις τη γεωργία, καθώς και όλα τα μουλάρια και άλογα και όνους, τα αγοράζουν εις τα πανηγύρια όπου γίνονται στην επίλοιπη Θεσσαλία. Πράγμα ευγαίνει από τον τόπο, πρώτο και επικερδέστερο είναι το μετάξι, ύστερα τα λάδια και αι εληαίς και τα σύκα αρμαθιασμένα και ξεαρμάθιαστα. Προς τούτοις και διάφορα οπωρικά, μάλιστα από τα Λεχώνια εις τα οποία είναι τα πρώτα της εισοδήματα.
        ...Κοντά εις τα φυσικά οπού ευγαίνουν από τον τόπο, ευγαίνουν ακόμι και πράγματα από τα εργόχειρά τους, από όλα τα ανατολικά χωριά ευγαίνουν σκουτιά πολλά, από την Πορταριά ζωνάρια, γαϊτάνια, μανδύλια, ιμπρισίμια και μεσίνια εξαίρετα αργασμένα.    

Γεωγραφία Νεωτερική - Δανιήλ Ιερομονάχου (Φιλιππίδη) και Γρηγορίου Ιεροδιακόνου (Κωνσταντά) των Δημητριέων, Βιέννη 1791 τόμος Α΄.

(Σημείωση Γιάννη Κορδάτου 1929: Βακούφια είταν τα αφιερωμένα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Χάσια είταν  τα χτήματα του στέμματος (βασιλικής οικογένειας). Δηλαδή ο Άνω Γόλος (Βόλος), Πορταριά, Κατωχώρι, Μηλιές, Νιοχώρι, Τζαγκαράδα, Ζαγορά, και Βακούφια η Μακρινίτσα, Δράκια, Αϊ Λαυρέντης, Καραμπάσι, Πινακάτες, Βυζίτσα, Αργαλαστή, Μπιρ, Μετόχι, Μπιστινίκα, Σική, Λαύκος, Προμμύρι, Ανήλι, Κισσός, Μούρεσι και Μακρυρράχη. Ο Βόλος και τα Λεχώνια, επειδής είχαν Τούρκους, αποτελούσαν ξεχωριστή διοίκηση και ούτε πλήρωναν φόρους. Όσο για το Τρίκκερι αυτό έμεινε έξω και υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Καπουτάν Πασά.)

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Αρχοντικό Κοντού

 (Πολλές από τις παλιές φωτογραφίες είναι του λεχωνίτη συλλέκτη Νίκου Μ.)

1935


 Το αρχοντικό στα 1910

Το αρχοντικό σήμερα

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Του Αϊ – Γιωργιού


 Αϊ –Γιώργης 


Ακούσατε τι γίνηκε σε τόπο ξακουσμένο;
Εκεί ήταν και φώλιαζε θεριό καταραμένο
και αν δεν του δίνανε φαΐ κάθε πουρνό και βράδυ
κανένανε δεν άφηνε νερό να πάει να πάρει.


Γι' αυτό ερίχνανε λαχνό και όποιον ήταν πέσει
θα 'στελνε το παιδάκι του στο δράκοντα πεσκέσι.
Έπεσε και στο βασιλιά και στη βασιλοπούλα
για να την φάει ο δράκοντας την όμορφη παιδούλα.


Ο βασιλιάς με κλάματα εφώναζε σταθείτε
όλο το βιος μου πάρτε το μα το παιδί μου αφήστε
και ο κόσμος αποκρίθηκε όλος με ένα στόμα
δώσε μας το κορίτσι σου η παίρνουμε εσένα.


Ο Αϊ-Γιώργης τ' άκουσε απ' την Καππαδοκία
στο γρήγορο του τ' άλογο ανέβηκε με βία.
Βαρεί βιτσιά τ' άλογου του στην βρύση κατεβαίνει
κι ήβρε την κόρη που ‘στέκε σαν ξύλο μαραμένη.


-Για φεύγα παλικάρι μου φεύγα μην φάει και εσένα
αυτό το άγριο θεριό που θε να φάει και εμένα.
-Ησύχασε κορίτσι μου και μην παραφοβάσαι
και του Κύριου το όνομα πάντα να το θυμάσαι.


Ξεπέζεψε και κάθισε ολίγο ν’ ακουμπήσει
ώσπου να έβγει το θεριό απ 'τη μεγάλη βρύση
Όταν αρχίνησε να βγει όλα τα όρη τρέμαν
και η κόρη από τον τρόμο της έμεινε δίχως αίμα.


-Ξύπνησε, σήκω κούτσικε και το νερό αφρίζει!
ευθύς πηδάει στ΄ άλογο με το κοντάρι τρέχει
και από το στόμα του θεριού βρύση το αίμα τρέχει.


-Κόρη μ' εσφάλη το θεριό πήγαινε στους γονείς σου
για να χαρούν οι φίλοι σου και όλοι οι συγγενείς σου.


-Για πες μου παλικάρι μου, πες μου το όνομά σου
για να τιμήσω χάρισμα  να πάει στην αφεντιά σου.


-Γεώργιο με κράζουνε εις την Καππαδοκία
κι αν θα μου στείλεις χάρισμα φτιάξε μιαν εκκλησία
και μες τη μέση ζωγραφιά να 'χει έναν καβαλάρη
να κονταρεύει το θεριό με ένα βαρύ κοντάρι.
                                                (Πήλιο λαϊκό)


Πύργος Κοκοσλή (Κουκουσλή - Κοκωσλή)

 Πύργος Κοκοσλή 1930
Πύργος Κοκοσλή 1960
 Πύργος Κοκοσλή, καρτ ποστάλ 1970
 Πύργος Κοκοσλή σήμερα

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Τα κανάρια


 Πηλιορείτικο τραγούδι - συρτός.

(Στίχοι του Θεοχάρη Παντίδη σε παραδοσιακή μουσική της Σμύρνης)



ΤΑ ΚΑΝΑΡΙΑ



Δυο κανάρια στο κλουβί μου

που στολίζουν την αυλή μου

που στολίζουν την αυλή μου
δυο κανάρια στο κλουβί μου
τα κανάρια μου.



Τάχω και τα καμαρώνω 

και ποτέ δεν τα μαλώνω

και ποτέ δεν τα μαλώνω
τάχω και τα καμαρώνω
τα κανάρια μου.



Είν' η μόνη συντροφιά μου

στη ζωή παρηγοριά μου,

και στερνή παρηγοριά μου
είν' η μόνη συντροφιά μου
τα κανάρια μου.

Καλό Πάσχα!!


"Ο" Ύμνος του Πηλίου !!!


Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Σταθμός Λεχωνίων (2)

   «Το μικρό τρένο που μας πάει από το Βόλο στις Μηλιές του Πηλίου δεν έχει το όμοιό του. Θυμίζει τις ταχυδρομικές άμαξες του παλιού καιρού. Δεν έχει την άκαμπτη ακρίβεια κι ούτε και την αλαζονεία εκείνη των μεγάλων εξπρές, που ξεκινάνε και σταματούν σαν ανυπόμονα θυμοειδή άλογα. Δεν έχει καν το ύφος ότι εκτελεί συγκοινωνία. Θεωρείται πως βγήκε σε περίπατο για τη δική του ευχαρίστηση, Πηγαίνει αργά αργά, σα για να χαρεί περισσότερο τη φύση και τον ανοιξιάτικο ήλιο. Σταματάει κατά το κέφι του σα για να θαυμάσει μια ωραία Θέα. Και στους μικρούς σταθμούς όπου ξαποσταίνει απʼ το άσθμα του, δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα οικεία και εγκάρδια».                                       Κώστας Ουράνης


Ο σταθμός του τρένου στα 1920

Ο σταθμός του τρένου σήμερα (ανακατασκευή)
-------------------------------------------------------------------------------
Τα Λεχώνια είναι γνωστά ...παντού!
Κάποτε κάποιος Πηλιορείτης ήταν στο Παρίσι και ήθελε να επιστρέψει. Πήγε στον εκεί σιδηροδρομικό σταθμό και ζήτησε ένα εισιτήριο για Ελλάδα. Τότε έγινε ο παρακάτω διάλογος:
-Πού πάτε ακριβώς στην Ελλάδα;
-Στα Λεχώνια! 
-Πάνω ή Κάτω Λεχώνια;                           

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Πηλιορείτικες Παροιμίες & Φράσεις (1)

      
§         Αγαπούσι η Μάρου του χουρό, πήρι άντρα ζουρνατζή. (ο ζουρνατζής=οργανοπαίχτη του ζουρνά-πίπιζας).
§         Άγνεστα κι αύφαντα στην τέμπλα κριμασμένα. (τέμπλα=απλώστρα)
§         Άγρια –ούρμα , τάμασει. (άγρια-ούρμα=ανώριμα-ώριμα)
§         Άι  παλ’κώσ’ ! (παλουκώνομαι= δε σαλεύω, μένωι στη θέση μου) 
§         Ακριβός στα πίτυρα κι φτ'νός σ' αλεύρ'
§         Άλλα λέει η θεια μ’, άλλα ακούν τ’ αυτιά μ’
§         Άλλα τα μάτια τ’ λαγού κι άλλα τ’ς κουκουιάβας
§         Άλλους έχ’ τ’ όνουμα κι άλλους τ’ χάρ’.
§         Άμα άκουε ι Θιός τα κουράκια θα ψοφούσαν ούλα τα γουμάρια.
§         Άμα δεν κλα΄ψ’ του πιδί , η μάνα τ’ β’ζί δεν τ’ δίνει.
§         Άμα στου Καραμπάσι γαμπρός θέλ’ς να γίν’ς πρέπ’ κουρόμπλα να λες κι τσίπ’ρου να πίνεις (κουρόμπλα=αερολογίες, πολλή φλυαρία, Καραμπάσι= Άγιος Βλάσης)
§         Άμα τσιάζ’ απού ψάργια, τρώει κι τ’ς τσέρουλις. (τσιάζου=επιθυμώ)
§         Ανύπαντρους προυξενητής για ελόγου του γυρεύει.
§         Απ’ τη ζέστα κι την πύρα, σ’ είδα αγάπη μ’ κι σι πήρα. (πύρα= κάψα)
§         Απόμ’νει πανί μι πανί (=είναι απένταρος)
§         Απού έξου μπέλα μπέλα κι απού μέσα κατσιβέλα. (μπέλα=άσπρη-ωραία, κατσιβέλα=μελαμψή- τσιγγάνα)
§         Απού του ντιπ τ’ ουλότιλα, καλή ν’ κι η Παναγιώτινα
§         Ας πάει κι του παλιάμπιλου.
§         Αυτός έχει γιρό πιπίνι. (=είναι καλλίφωνος)
§         Αυτός ζ΄γιάζ’ απ’ τσ’ αλαφριές. (=είναι ελαφρόμυαλος)
§         Αυτός σι πιρνάει άβριχουν απού πέρα
§         Αυτός σι πιρνάει άβριχουν στα Τρίκιρ’. (άβριχουν=άβρεχτον, Τρίκιρ’=Τρίκερι)
§         Αυτός του χαβά τ’.
§         Αυτού απ’ είσι ήμανε κι ιδώ απ’ είμι θάρθεις.
§         Βαράει του σαμάρ’ ν’ ακούσει του γουμάρ’.
§         Βγάν’ απ’ τη μύγα ξίγκι.
§         Βρήκι τουν όντο τσ’.  (όντος=το ταίρι)
§         Για ψάλτ’ τουν στείλαμι, ζουρνατζής βγήκι
§         Γίν΄κι η κ’λιά τ’ νταούλι.
§         Γίν’κι άσπρους σαν πανί. (=φοβήθηκε)
§         Γίν’κι παντζιάρ’ απ’ τ’ ντρουπή τ’. (=κοκκίνησε)
§         Γιος ι γαμπρός δε γίνιτι κι η νύφη θυγατέρα.
§         Γράψι κι κλάψι.
§         Δ’λειά δεν είχι ι διάουλους, γ*μ**σι τα πιδιά τ’.
§         Δε δίν’ νιρό στουν Άγγελό τ’.
§         Διάουλους να σι χουρέψ’.
§         Δώθι παν κι άλλοι.
§         Έβαλι του κιφάλ’ τ’ στου ντουρβά.
§         Έβαλι του λύκου να φ’λάξει τα πρόβατα.
§         Είδι ι σαλός του μιτσ’σμένον κι φουβήθκι. (σαλός=τρελός, μιτσ’σμένος=μεθυσμένος)       
§         Είδι τουν ουρανό σφουντύλι κι τ’ άστρα μακαρόνια.
§         Είμαστι πάτσι κι πόστα.
§         Είνι αλλ’νού παπά βαγγέλιο.
§         Είνι για τα παγγύρια.
§         Είνι για του γάιδαρου καβάλα.
§         Είνι για του διάουλου πισκέσι.
§         Είνι ντινικές ξιγάνουτους
§         Έκανι τ’ν τρίχα, τριχιά.
§         Έκανι του υνί σουβλί κι του ζουρνά καΐκι.
§         Εμ μαλάτα, εμ γαλάτα, εμ τ’ αρνί θηλ’κό
§         Εμ φτιξής, εμ μπασλής (φτιξής=φταίχτης, μπασλής=φωνακλάς)     
§         Έμαθα γδυτός κι ντρέπουμι ντυμένους.
§         Έμαθα να μπελονιάζου κι κατρώ (ή γ*μ*) του μάστορή μου. (μπελονιάζου=βελονιάζω)
§         Έπισι του νιρό στου ζάχαρη
§         Έφαγι τα λυσιακά τ’.
§         Έφαγι τουν αγλέουρα.
§         Έφκιασι του καλάμ’  τ’φέκι.
§         Έχ’ απλουμένουν τραχανά.
§         Έχ’ χισμένη τ’ φουλιά τ’.
§         Έχασι η Βινετιά βιλόνι    
§         Έχασι τ’ αυγά κι τα κουφίνια.
§         Έχι τα πόδια σου ζιστά την κιφαλή σου κρύα, γιατρού δεν έχεις χρεία.
§         Η αλπού ικατό χρονού, τ’ αλπόπλο ικατόν δέκα (αλπόπλο=αλεπόπουλο)
§         Η κυρά η Παπαντή μαζών’ τ’ς γιουρτές μες στου σακκί.
§         Ή τέτχιους, ή πάντγιους (υβριστικό)  (=ο ακατονόμαστος)
§         Η τιμή τιμή δεν έχ’ κι χαρά στουν που την έχ’.
§         Ήθελέ στα κι παθέ στα.
§         Ήλιους κι βρουχή, παντρεύουντι οι φτουχοί. Ήλιους κι χιόνι παντρεύουντι οι γειτόν’.
§         Θα μας ξιδουκ’μάσει η Θιός. ( ξιδουκ’μάσει-ξεδοκιμάσει =τιμηρήσει) 
§     Πάγει η κουλιγιά. (κολιγιά= συνεταιρισμός)
§         Θα σι λιανίσου.
§         Θα φάμι τα μ’στάκια μας.
§         Ι βασιλ΄κός κι αν μαραθεί τη μυρουδιά την έχει.
§         Ι γέρους είνι κλειδουνιά στου σπίτ’. (η κλειδουνιά=κλειδαριά)
§         Ι γέρους θα πάει ή απού πέσ’μου ή απού χέσ’μου.
§         Ι κ’φός τα ουντίζει. (κ’φός=κουφός, ουντίζι=ταιριάζει)
§         Ι καλός ι μύλους ούλα τ’ αλέθ’
§         Ι κόσμους το ’χει τούμπανου κι αυτός κρυφό καμάρι.
§         Ι λόγους σου μι χόρτασι κι του ψουμί σου φάτου.
§         Ι λύκους κι αν ηγέρασι κι άσπρισι του μαλλί τ’, μήτι τη γνώμη τ’ άλλαξι μήτι κι τ’ν κιφαλή τ’.
§         Ι μουφλούης άμα μουφλουέψ’, τα παλιά διφτέρια ανοίγει.(ο μουφλούζης= κακοπληρωτής, μουφλουζεύου=χρεωκοπώ)
§         Ι παθός είνι γιατρός (ή μαθός).
§         Ι παπάς πρώτα βλουγάει τα γένια τ’.
§         Ι παράς κι ι βήχας δεν κρύβουντι.
§         Ι ποίσιους κι ι δείξιους (υβριστικό) (=ακατονόμαστος)
§         Ι φόβους φ’λάει τα έρμα.
§         Ι χουρτάτους δεν π’στεύει τουν πεινασμένου.
§         Ιμείς μαζί δεν κάνουμι κι αχώργια δε μπουρύμι.
§         Κ’κιά έφαγι, κ’κιά μαρτράι. (κ’κιά=κουκιά)  
§         Κάηκι η γρια απ’ του κουρκούτ, τώρα φ’σάει κι του γιαούρτ’
§         Κάθ’ αμπόδιου για καλό. (αμπόδιου-εμπόδιο)
§         Καθ’ αρνάκ’ απ’ ν’ αγκούλα τ’ κρέμιτι . (αγκούλα= κλείδωση ποδιού,άτζα)
§         Κάθι χώρα κι ζακόνι , κάθι μαχαλάς κι τάξ’. (το ζακόνι=έθιμο, συνήθεια)
§         Κακό σκ’λί ψόφου δεν έχει.
§         Κάλιου πέντι κι στου χέρι παρά δέκα κι καρτέρει.
§         Καλόμαθι η γριά στα σύκα τρώει κι τα σκόφ’λλα. (σκόφ’λλα= φύλλα της συκιάς)
§         Καλόμοιρους απ’ τα πέρασι κι αλιά απ’ τα καρτεράει.
§         Κάν’ μνημόσυνου μι ξένα κόλυβα.
§         Κάνει του σκατό τ’ παξ’μάδ’.
§         Κάνι παγγύρ’ μι του μυαλό τ’. (το παγγύρ’= το πανηγύρι)     
§         Κατά μάνα κατά κύρη κατά γιο κι δυχατέρα.
§         Κατά τουν κιρό κι του χουρό.
§         Κάτσι στ’ αυγά σ’.
§         Κι ι φούρνους έχει αυτιά.
§         Κι τα καλά διχούμινα κι τα κακά
§         Κινούργιου κουσκινάκι μου κι πού να σι κριμάσου;
§         Μ’κροί -μιγάλοι στου μαγαζί.
§         Μαζί μιλάμι, αχώρια καταλαβαίνουμι.
§         Μαθ΄μένου του β΄νό απ’ τα χιόνια.
§         Ματαγύρσι  για ψόφου. (ματαγύρσι=συνήλθε-επέστρεψε, ψόφος=θάνατος)
§         Μάτχια απ’ δε βλέπουντι γλήγουρα λησμουνιούντι.
§         Μη ξυόσει μι τα χέρια σ’ κι πιρίμινι να σι ξύσνι άλλοι. 
§         Μη ξυόσι στ’ τσουμπάν’ τ’ν αγκλίτσα. (ξυόμ’ι=ξύνομαι)
§         Μι βγήκι του φαΐ ανά’λμα. (=ταράχτηκα)
§         Μι στραβό αν θα κοιμθείς του προυί θα γκαλιουρίζ’ς. (στραβός=τυφλός, γκαλιουρίζου=αλλοιθωρίζω)
§         Μι τ’ς πουρδές δε βάφτ’ς αυγά
§         Μι του στόμα μπάρα μπάρα, μι τα χέργια ξιραμάρα
§         Μπάτε σκύλοι κι αλέστι κι αλεστ’κά μη δώστι.
§         Μπρος στα κάλη τ’ είνι ι πόνους;
§         Να λείπ’ του δύσσινου (το δύσσινου=βύσσινο)
§         Να λιλί δο μ’ τσιτσί. (λιλί=χρήμα, τσιτσί=κρέας)
§         Να πιδιά μ’ από ν’ αυγό, δόμ’τι μ’ κι μένα απού μ’σό. (δόμ’τι μ’=δώστε μου)
§         Να του σκαμνί κι κάτσι, να κι του θρουνί κι ακούμπα.
§         Νηστ’κό αρκούδ’, δε χουρεύει.
§         Ξένου άλουγου καβαλ’κεύ’ς , μ’σουστρατίς θ’ απουμείν’ς
§         Ξηρακιανός γάιδαρους, ξιπατουμός σ’ ν αχυρώνα. (ξιπατουμός=αφανισμός)
§         Ξίκ’ να γιένει. (κατάρα) (ξίκι=λειψό)
§         Ξιπατουμός να σι μάσει (να σι μάσει=να σε μαζέψει)
§         Ό,τ’ δίνεις παίρν’ς.
§         Όλα τα ’χει η Μαριορή, ου φιριτζές τσ’ έλειπι.
§         Όμορφ’ στ’ γκούνια, άσχημην στ’ ρούγα. (ρούγα=αυλή)
§         Όντας ισύ πάηνες , ιγώ γύρ’ζα
§         Όποιους ανακατεύιτι μι τα πίτυρα, τουν τρων οι κότις.
§         Όποιους δεν έχει μυαλό έχει πουδάρια
§         Όποιους έχει τα γένια έχει κι τα χτένια
§         Όποιους τ’  νύχτις πιρπατεί λάσπις κι σκατά  πατεί
§         Όπους σι βαράν’ χουρεύεις.
§         Όσα ξέρει η νοικουκύρ’ς δεν τα ξέρ’ ου κόσμους όλους
§         Ούλα ιδώ πληρώνουντι.
§         Ούλοι γιαλούσανι μι τ’ ιμένα, έσκαζα κι γω στα γέλια.
§         Ούλοι οι καλόι χουράνε. Ένας στραβός όχ’.
§         Ούλου του βόι του φάγαμι σ’ν ουρά θα απουστάσουμι; (βόι=βόδι, αποσταίνω=κουράζομαι)
§         Ουχιά να σι φάει
§         Όχι Γιάν’ς, Γιαννάκ’ς.
§         Π’λεί τ’ς  κουλουφουτιές για φανάργια. (π’λώ=πουλώ, κουλουφουτιά= πυγολαμπίδα)     
§         Παπά πιδί διαόλ’ αγγόνι.
§         Παπίλα έβγαλι του στόμα τ,’ απ’ τ’ γκουβέντα. ( παπίλα=ασπρίλα, αφρούς από την πολυλογία)
§         Παραγίν’κι του κακό.
§         Παρηγουριά στουν άρρουστο, ώσπου να βγει η ψ’χή τ’.
§         Πάρτουν στου γάμου σ’, να σ’ πει κι του χρόνου.
§         Πέθανι να σ’ αγαπάου, ζήσι για να σ’ έχου αμάχ’. (η αμάχη=έχθρα)
§         Πέσι πίτα να σι φάου.
§         Πήγι σαν του σκ’λί στ’ αμπέλι.
§         Πήρι γ’ρούνι στου σακί
§         Πήρι γ’ρούνι στου σακί.
§         Πήρι τσ’ πίσους (= έχει αρνητική πορεία, πισωγυρίζει)
§         Πίτα, κότα του Γινάρ’ κι παπί τουν Αλουνάρ. (Γινάρης=Ιανουάριος, Αλουνάρης=Ιούλιος)
§         Πιτχιόσι ικεί απ’ δε σι σπέρνει (πιτχιόσι =πετάγεσαι)
§         Πνίγ’κι σι μια κουταλιά νιρό.
§         Πότι σ’ έλυσα Γιάννη μ’ κι σι βρήκα άχιστον;
§         Πουνέντ’ς κι γαρμπής, θα φέξει κι θα ιδείς. (πουνέντες= δυτικός άνεμος, γαρμπής=νοτιοδυτικός)
§         Πρώτα βγαίν’ η ψ’χή κι μιτά του χούι.
§         Σκ’λί απ’ γαβγίζει δε σι δακώνει
§         Σκουρδουκαΐλα μ’!
§         Σκουρπίσανι σαν του λαγού τα τέκνα
§         Σόι πάει του βασίλειου!
§         Στ’ βράσ’ κουλλάει του σίδηρου.
§         Στ’ν πουλλή τ’ν αναβρουχιά, καλό είν’ κι του χαλάζ’.
§         Στα γκισέμνια βάλνι τα κουδούνια. (το γκισέμ’= το πρώτο τραγί ή κριάρι  του κοπαδιού)
§         Στάσ’ αγά μ’ να γκουζουτίσου (γκουζουτίζω-ου=γεμίζω το όπλο)
§         Στέκιτι στου ζιγκί (ζιγκί= ο αναβολέας της σέλας)
§         Στου τέλους ξυρίζνει του γαμπρό
§         Στουλίστ'κι η νύφ’ κι απόμεινι
§         Στουν κόμπου κι στου στάχυ, γ*μ* τη μάνα απ’ τάχει.
§         Τ’ Αϊντωνιού τ’ Αϊθανασιού η καρδιά του χειμωνιού
§         Τ’ Αντριά αντρεύει η μέρα.
§         Τ’ Αντριά τα χιόνια σίδιρα, του Γιναργιού λιθάρια, του Φλιβαργιού κι του Μαρχτιού σάπια σαν κουλουκύθχια. (Αντριάς=Δεκέμβρης)
§         Τ’ αψύ του ξίδ’, χαλνάει τ’ αγγειό
§         Τ’ Βαγγιλισμού κι τ’ Βαϊού μπαίν’ ι δγιάουλους στου γιαλό
§         Τ’ γίνηκι ι κούκους αηδόνι!
§         Τ’ Μαρτιού οι δρίμις στα πανιά, τ’ Αυγούστ’ για τα ξύλα. (δρίμες= υπερφυσικές δυνάμεις)
§         Τ’ φτουχού τ’ εύρημα, καρφί ή πέταλου.
§         Τ’ς Αγια- Μαρίνας σύκου κι τ’ Αϊ Λια σταφύλ’ κι τ’ Αϊ Παντιλιήμονα κίνα μι του κουφίν’. (κουφίνι=κόφφα, καλάθι)
§         Τ’ς νύχτας τα καμώματα τα βλέπ’ η μέρα κι γιαλάει.
§         Τα ‘κανι ρόιδου.
§         Τα θ’κά μας είνι σύκα κι πατσιάζουντι. (θ’κά=δικά, πατσιάζουντι=πλακώνονται)
§         Τα κιερατά σ’ τα τράια!
§         Τα λέει στ’ν πιθιρά  να τ’ ακούσει η νύφ’ .
§         Τα μυαλά σ’ κι μια λίρα.
§         Τα ξιχαντρώματα τρών’ τ’ τσιουπάν’ τα πρόβατα. (ξιχάντρωμα =ξάνοιγμα του καιρού)
§         Τα σάβανα δεν έχ’νει τσέπις.
§         Τά 'χαμι μιργιά κι τα κάναμι φόρτουμα. (μεριά=πλευρά σαμαριού-μισό φορτίο, φόρτωμα=ολόκληρο φορτίο)      
§         Τ’ κώλου τα ιννιάμερα.
§         Ταμάμ κουλουκ’θόπ’τα.
§         Τι είνι η κάβ’ρας τι του ζμί τ’. (κάβ’ρας=κάβουρας)
§         Τι κάν’νι τα π’λιά σ’ κόρακα; Όσου πάνι κι μαυρίζ’νι!
§         Τι κάνις Γιάννη; Κ’κιά σπέρνου.
§         Τι πιτχιόσι σαν αλπουπουρδή; (αλπουπουρδή=είδος μανιταριού, πιτχιόσι =πετάγεσαι)
§         Του ‘παν πως καλά χουρεύ’, κάθιτι κι συγκαθάει. (συγκαθάει=κινέιται καθιστός στο ρυθμό)
§         Του γουδί του γουδουχέρι.
§         Του γύφτου κάναν βασιλιά κι ικειός κοίταζι τα ρείκια.
§         Του ινάτ’ βγάνι ματ’.
§         Του λύκου τουν κουρεύανι κι απού πίσου μάλλιαζι
§         Του μ’σιακό του κριές του τρώει του σκ’λί. (μ’σιακό= συνεταιρικό, κριές=κρέας)
§         Του πιδιού μου του πιδί, είνι δυο φουρές πιδί.
§         Του πουλύ το Κύργιε ελέησον του βαριέτι κι η Θιός
§         Του πουλύ του ταμάχι χαλνάει του στουμάχι. (το ταμάχι=πλεονεξία)
§         Του τσαπί  κι του θ’κέλλ’ η καρδιά μ’ δεν του θέλει. (θ’κέλλ’=δικέλλι –σκαπτικό εργαλείο)
§         Τουν έβγαλι στου γουμαρουπάζαρου.
§         Τουν κώλου σ’ βάνε μάγειρα, σκατά θα σ’ μαγειρέψ’.
§         Τουν χόριψει στου ταψί.
§         Τραβάτι μι κι ας κλαίου.
§         Τράκα τρούκα του πουρτέλι όπχοιος είν’ κι τι θέλει. (πουρτέλι= πόρτα αυλής)
§         Τράνιψι του γουμάρ’, μίκρυνι του σαμάρ’. (τρανεύω=μεγαλώνω)
§         Τσιράκια βγάν’ς, τα μάτχια σ’ βγάν’ς, (τα τσιράκια=μαθητευόμενοι)
§         Τώρα στα γιράματα, μάθι γέρου γράμματα..
§         Φάι λάδ’ κι έλα βράδ’
§         Φάι τραχανά, να μην πας π’θανά.  (π’θανά=πουθενά)
§         Φάνηκι ι κόλους τσ’ μαϊμούς
§         Φάτι μάτια ψάρια κι κοιλιά πιρίδρουμου.
§         Φέξανι τ’ αυτιά τ’.
§         Φυτρών’ ικεί απ’ δεν τουν σπέρνεις
§         Χέσ’κι η φουράδα στ’ αλώνι
§         Χουρεύ’ς  γειτόνισσα; Στα νύχια στέκουμι! 
§         Χουριό απ’ φαίνετι κουλαούζο δε θέλει
§         Ψοφ΄σι του γουμάρ’, πάει η κουλιγιά (κουλιγιά=συνεταιρισμός)
§         Ως ιδώ κι μη παρέκια.
§      Ό,τ' πιδουμαθαίνεις, δε γι(ε)ρουνταφήνεις!
§       Σαλβάρ' ή ντουβάρ' (=αναφέρεται στην επιλογή γαμπρού, όπου διακρίνεται η οικονομική επιφάνεια από τα ρούχα ή το σπίτι του)