Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1823. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1823. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 9 Μαΐου 2017

1823: Η σφαγή του Προμυρίου

Στις 8 Μαΐου 1823 έγινε η πυρπόληση και η σφαγή από τους Τούρκους του Προμυρίου. Ο προμυριώτης βουλευτής Βόλου Γεώργιος Νικ. Φιλάρετος έγραψε στα 1895 τα γεγονότα στο περιοδικό ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ, που μετά ανατυπώθηκε στο παρακάτω φυλλάδιο. 
Διαβάστε το ιστορικό εδώ:

http://data.axmag.com/data/201609/20160903/U134322_F398627/FLASH/index.html?page=1 

ή κατεβάστε το από εδώ:

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Ο Αλιό-πασάς στο Πήλιο στα 1823

Ένα κείμενο (εδώ αντιγραφή) από «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΚΗΣ», του Βαγγέλη Σκουβαρά, Βόλος 1959. Αναφέρεται στην καταστροφή της Συκής κλπ από τον τουρκαλβανό Αλιόπασα, αλλά και στον αγώνα των συμπατριωτών μας στα 1823. 
Σ' αυτά τα γεγονότα εντάσσεται κι η μάχη της Γατζέας (19-5-1823) (ΕΔΩ) που σκοτώθηκε ο "αιμοβόρος και θηριωδέστατος" όπως τον χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του "χρονικού" παπα-Γιώργης Ριματισόπουλος- (Ρηματισίδης).

[ Δεν είχε κλείσει ο χρόνος που είχαν κάπως ησυχάσει και ξεθαρρέψει οι Συκιώτες, όταν πλάκωσε στη Μαγνησία, ένας άλλος διοικητής ο Αλιό πασάς. Εγκαταστάθηκε κι αυτός στα Λεχώνια. 
Μόλις έμαθαν οι Συκιώτες τον ερχομό του, έστειλαν τους κοτζαμπάσηδες του χωριού γερο-Μανόλη και γερο-Διονύση να τον προσκυνήσουν και να ζητήσουν να επικυρώση και ν’ αναγνωρίση κι αυτός το μπουγιουρντί του Δράμαλη. 
Ο Αλιό-πασάς δέχτηκε τους πρωτόγερους καλομίλητα και γλυκά. Τους περιποιήθηκε με μια υποκριτική ευγένεια και τους είπε όπως γράφει το χρονικό: 

«Κύριοι, κοτσιαμπάσηδες της Συκής γνωρίσατε καλώς, ότι εγώ ήλθα να ειρηνεύσω τον κόσμον, διότι τοιούτον είναι το θέλημα του κυρίου μου. Σεις δε οι κοτσιαμπασήδες πρέπει να πηγαίνετε εις το χωρίον σας και αμέσως να συνάξετε εντός του χωρίου όλους, μικρούς τε και μεγάλους, άνδρας και γυναίκας και πάντα τα κινητά σας πράγματα, επειδή ο στρατός μου μέλει να περιέλθη όλα τα χωρία. Και όσοι άνθρωποι ευρεθώσι έξω των χωρίων σας ή πράγματα, θα τα πάρουν οι στρατιώται μου, τους δε ανθρώπους θα τους εννοήσωμεν ως κλέπτας και θα τους κόψωμεν όλους. Προσέχετε λοιπόν να μην αφήσετε τι να εξέλθη του χωρίου, διότι θα πάθουν και θα τους έχετε εις τον λαιμόν σας. Και διά περισσοτέραν ασφάλειάν σας, ιδού επικυρώνω καγώ το έγγραφον του Μαχμούτ πασιά, και αναγνωρίζω την υποταγήν σας, ραϊλίκι σας. Και πηγαίνετε να κοιτάξετε την δουλειά σας και μην φοβείσθε παντελώς. Πάρετε και μερικήν τροφήν να δώσετε εις τους πτωχούς και ησυχάσατε». 
Έτσι αποκοίμισε και τους Συκιώτες όπως και άλλους πηλιορείτες. Ο Αλιό -πασάς ήταν πετρόκαρδος και κρυφονούσης. Ύπουλος σαν το τσακάλι. «Αιμοβόρον και θηριωδέστατον» τον λέει ο χρονογράφος. Μπροστά του ο Δράμαλης φαινόταν άγιος.
Στις 2 του Μάη 1822, μέρα Δευτέρα, βγήκε ο πασάς παγάνα ν’ αφανίση τα χωριά. Πρωί-πρωί μπήκε στη Μπιστινίκα και την έκαψε. Το μεσημέρι έφτασε στη Συκή. Αλαλητό των εσκερλήδων, ποδοβολητό των αλόγων, βλαστήμιες και φωνές. Γιόμισαν οι ρούγες αγριόθωρες φάτσες και σαρίκια. Μάζεψαν όλους τους χωρικούς γυναίκες και παιδιά, στην εκκλησία και τους έζωσαν φυλάγοντάς τους. Άλλοι στρατιώτες ξεχύθηκαν στα σπίτια και τα λεηλάτησαν. Ήταν τόση η αρπαχτική τους μανία που δεν άφησαν τίποτε «…έλαβον οι αχρείοι Οθωμανοί όλα των τα υπάρχοντα, όχι μόνον τα άξια λόγου πράγματα, αλλά και τα πλέον ευτελέστερα πράγματα επήραν οι ασεβέστατοι, καθώς πυροστίας, ξύστρας κλπ.» 
Μια κόλαση φρίκης είχε απλωθή σ’ όλο το χωριό. Οι μαζωμένοι φώναζαν γοερά, τα παιδιά έκλαιγαν, οι γυναίκες λιποθυμούσαν. Κι οι τουρκαλάδες τους χτυπούσαν με τί κοντάκια των καριοφιλιών και τους κλωτσούσαν ασυμπόνετα. Μέσα στο σπίτι τού χρονογράφου -ο πατέρας του έλειπε απ’ το χωριό- γίνηκε μια άλλη τραγική σκηνή. Μια από τις αδερφάδες του η Ελένη, μαζί με τέσσερις άλλες γειτόνισσες κι ένα μικρό παιδί, δε βγήκαν να πάνε στη σύναξη. Κρύφτηκαν μέσα σε μια τεράστια κάδη. Από κει μέσα, πεθαμένες σχεδόν, άκουαν το κακό πού γινόταν έξω στο χωριό. Μια-δυο φορές μπήκαν τούρκοι μέσα στο σπίτι για να πλιατσικολογήσουν και προσπάθησαν ν’ αναποδογυρίσουν την κάδη. Δεν το κατάφεραν. Και καθώς ήσαν βιαστικοί την παράτησαν: 

«... η πρόνοια του Υψίστου δεν άφησαν, ώστε να φανώσι αι αθώαι εκείναι έξ ψυχαί, αι οποίαι από τον μέγαν φόβον όπου συνέλαβον ήτον σχεδόν νενεκρωμέναι». 
Όταν τέλειωσε η λεηλασία, άρχισε η μεγαλύτερη συμφορά. Οι Τούρκοι τα μοίρασαν μεταξύ τους Συκιώτας και τους πήραν σκλάβους. Σαν τα πρόβατα τούς ξεχώριζαν και τους ξεδιάλεγαν ανάλογα με την ηλικία τους, τη σωματική τους διάπλαση, την ομορφιά τους. Όσο καλύτεροι ήσαν τόσο μεγαλύτερη τιμή θα είχαν όταν θα τους πουλούσαν. Μέσα σ’ ανείπωτες σκηνές αλλοφροσύνης αποχωρίζονταν δικοί και συγγενείς. Κλωτσούσαν τα παιδιά για ν’ αφήσουν τα χέρια τού πατέρα που τα κρατούσαν μ’ απόγνωση, σέρνονταν απ’ τις κοτσίδες των κοπέλλες και κοπελλούδες για να ξεκολλήσουν από τον κόρφο της μάννας: 

«Τότε λοιπόν εξέβαλον τους υπό την διατήρησίν των (=φρούρηση) Συκιώτας, και τους διεμοίραζον ανάμεσόν τους, φευ, ως κτήνη. Φρικτόν θέαμα! Τότε εχωρίζετο πατήρ από τα τέκνα του και η μήτηρ ομοίως, αδελφός υπ’ αδελφού και φίλος από φίλον, γυνή από τον άνδρα της και ανήρ από την σύζυγόν του! Μέγας θρήνος έγινε την ημέραν εκείνην... Φρίξον ήλιε! Στέναξον, στέναξον η γη ..»
Τριακόσιες είκοσι τέσσερις ψυχές σκλαβώθηκαν και είκοσι τρεις σκοτώθηκαν. […]
Αφού τέλειωσε η μοιρασιά, τους σαλάγησαν μπροστά σαν κοπάδι οι Τούρκοι και τράβηξαν για την Αργαλαστή. Και για ν’ αποσώση ο χαλασμός, η οπισθοφυλακή τους έβαλε φωτιά στα σπίτια του χωριού. Οι φλόγες έγλειφαν τα πάντα. Μαύρος καπνός υψωνόταν και το θλιβερό μοιρολόι τού κοπαδιού των σκλάβων αναέριζε κι απλωνόταν στις πλαγιές. Στο δρόμο που τους πήγαιναν, είκοσι τρείς νομάτοι, πες οι πιο θαρραλέοι, πες οι πιο απελπισμένοι, ρίχτηκαν στα ρουμάνια και στις ρεματιές και γλύτωσαν. Με την ψυχή στα δόντια έφτασαν στο χωριό. Σίμωσαν στα σπίτια τους και προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά.
---------------------------------------------------
Στο μεταξύ ο πόλεμος συνεχιζόταν. Η αντίσταση βέβαια είχε λυγίσει σ’ όλα τα πηλιορείτικα χωριά, μα στο Τρίκερι τα επαναστατικά στρατεύματα βαστούσαν ακόμα. Οι καπεταναίοι Καρατάσος, Αγγελής Γάτζος, Μήτρος Λιακόπουλος, Μήτρος Μπασδέκης, όχι μονάχα δεν παραδίνονταν, μα πολεμούσαν με πείσμα. Σε πολλές μάχες οι απώλειες των τούρκων σε σκοτωμένους, λαβωμένους, αιχμάλωτους και πολεμοφόδια ήσαν σημαντικές. Ο Αλιόπασας είχε κυριολεκτικά λυσσάξει. Στάλθηκε για να υποτάξη τη Θεσσαλομαγνησία και δεν τόχε καταφέρει. Η βραχόσπαρτη άκρη της, το Τρίκερι, έμενε ανυπόταχτη. Τη στεριανή της πλευρά την κρατούσαν πηλιορείτες, μακεδόνες και κασσαντρινοί επαναστάτες. Απ’ τη μεριά της θάλασσας ήταν δύσκολο να πατηθή. 
Ο Αλιό-πασάς δεν είχε στόλο στη διάθεσή του. Ο Σουλτάνος στην Πόλη περίμενε αποτέλεσμα κι ο Αλιό-πασάς περνούσε τον καιρό του με το φόβο της ένοχής και το βραχνά της τιμωρίας. Όλη η μανία του ξεσπούσε στα πηλιορείτικα χωριά και στ’ ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδά τους. Στο χέρι του ήταν να καίη, να σφάζη και νά σκλαβώνη. Είχε πάρει μια τρομερή απόφαση: Να ξεκληρίση όλον τον πηλιορείτικο πληθυσμό. Μα δεν πρόφτασε. 
Μια νύχτα ένα μπουλούκι του Καρατάσου ρίχτηκε ξαφνικά πάνω στο λόφο της Γατζέας, που είχε στρατοπεδέψει πασάς. Με ξεγυμνωμένα τα σπαθιά οι κλέφτες χύθηκαν μέσα στις σκηνές αλαλάζοντας και σφάζοντας. Ήταν ένα από τα πιο παράτολμα ρεσάλτα που έγιναν στη διάρκεια του πηλιορείτικου ξεσηκωμού. Αρκετοί τούρκοι σφάχτηκαν κι ο ίδιος ο Αλιόπασας δέχτηκε δυο-τρεις σπαθιές. Βαριά λαβωμένο τον κουβάλησαν το πρωί στο Κάστρο του Γόλου. Εκεί πέθανε. 
«Ο δε αιμοβόρος και των θηρίων ανημερώτερος Αλιό-πασάς… ο αλιτήριος… εις το κάστρον του Βώλου απέρριψε την μιαράν του και αχρειεστάτην ψυχήν.Ούτος ο πασιάς, ως λέγεται, αν δεν ήθελε φονευθή, όλα τα είκοσι τέσσαρα χωρία χωρία του Βώλου ήθελε εξ αποφάσεως τα χαλάσει. Αλλ’ έφθασεν η οργή του θεού εις την μιαράν του κεφαλή και εψόφησε χωρίς να βάλη εις πράξιν απόφασίν του. Και ούτως ελευθερώθησαν τα δυστυχή 24 χωριά από τον αναπόφευκτον κίνδυνον». […]

«Λόγος επικήδειος στον συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά»
από τον καθηγητή Φιλίππο Ιωάννου.
(εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ, Αθήναι 27-7-1871)

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Η σφαγή του Προμυρίου

 Στα 1823 οι Τούρκοι περνώντας απ' όλα τα χωριά του Κεντρικού Πηλίου και φτάνοντας στο Νότιο, αντιμετωπίστηκαν απ' τους επαναστάτες που ανασυντάχτηκαν πολεμώντας τους στις περιοχές αυτές.  Στις 8 Μαΐου κατέστρεψαν το χωριό του Προμυρίου, αλλά και τα χωριά Λαύκου και της Αργαλαστής σε μικρότερη έκταση. 
Η σφαγή του Προμυρίου είναι μια θλιβερή ιστορία, που έμεινε στην Ιστορία σαν την μεγαλύτερη θηριωδία των Τούρκων στο Πήλιο. 
Προχθές λοιπόν, ήταν η θλιβερή επέτειος της καθολικής καταστροφής του Προμυρίου. Ο Νικ. Ι. Δάμτσας- μαθ. Γυμνασίου, έγραψε το παρακάτω ποίημα και δημοσιεύτηκε στο 
Περιοδικό (του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη) ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ, Βόλος, Μάιος 1896, έτος Η΄,αριθ.94  
(Εδώ αντιγραφή σε μονοτονικό)

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΥΡΙΟΥ ΤΩ  1823

Ω, του Μαΐου θλιβερά, ημέρα απαισία
μηνός ογδόη ανθηρού, καθ’ ην η πανδαισία,
Η στυγερά και απεχθής  των αρπαγών και φόνων
έλαβε χώραν εις μικρόν της Θεσσαλίας κλώνον,
Ημέρα καθ’ ην έρρευσε τόσον αθώον αίμα
και κατεστράφη άσπλαχνα αγνόν Πηλίου θρέμμα,
Ημέρα απηνής, σκληρά αιμόφυρτος αγρία,
καθ’ ην της Θέτιδος την γην, τα φοβερά θηρία,
Οι του Μωάμεθ οπαδοί και του αισχρού λαβάρου
επότισαν αίμα αγνόν τα τέκνα του βαρβάρου,
Ημέρα ερημώσεων πυρκαϊών αθλίων
καταστροφής ανηλεούς παρά χειρών δολίων,
Είθε να μη υπέφωσκε να μη υπήρχεν όλως
εις τον λαμπρόν ορίζοντα της άκρας, ένθα στόλος,
Πέρσου πλουσίου ισχυρού κ’ ενδόξου βασιλέως
κοινής Ελλάδος  ποτ’ εχθρού απώλετο τελέως,
Είθε να μην εφώτιζεν ο ήλιος εκτείνας 
τότε την χλοεράν ακτήν τας αργυράς ακτίνας,
Ότε πεντακισχίλιοι Τούρκοι απροσδοκήτως
εκύκλωσαν  ως φοβερόν την Σηπιάδαν κήτος,
Οι κάτοικοι δε ήρεμοι ηγείροντ’ ως συνήθως
αλλ’ έτριψαν τους οφθαλμούς ιδόντες τόσον πλήθος,
Το μεν  κακόν εννόησαν οι δυστυχείς αγρόται
αλλ’όμως τι ηδύναντο να κάμουν ούτοι τότε;
Εξήλθον εις απάντησιν των φοβερών θηρίων
και άσυλον τοις έδωκαν όλον των το χωρίον.
Οι άπιστοι Οθωμανοί τότε μετά φιλίας
διώρου προσεφέρθησαν υπούλου και δολίας,
Αλλά κρυφίως έβραζε δίψα πολλής σφαγής
αιχμαλωσίας, εμπρησμών, βίας και αρπαγής,
Όθεν δεν διετήρησαν πολύ αλωπεκήν
και ήρχισαν μ’ εκβιασμόν και απειλήν κακήν,
Να απαιτώσι χρήματα ειδ’ άλλως να τους σφάξουν
ή αιχμαλώτους στον Μαχμούτ όλους να τους απάξουν.
Αλλ’ ότε πλέον ο θυμός πλέον εκορυφώθη
σύνθημα γενικής σφαγής αμέσως τότ’ εδόθη,
Κ’ ευθύς αφού αντήχησαν τρεις τυφεκίου κρότοι
έγινε δε ο βιασμός και απειλή η πρώτη,
Εφώρμησαν ως άγριοι και λυσσαλέοι λύκοι
κατά αόπλων ατυχών, ω! ποία τότε φρίκη!
Ω! τότε πλέον φοβερός όλεθρος επετέθη
ο σίδηρος και πυρ ομού, ευρίσκοντο εν μέθη,
Η άσπλαγχνος η μυρμηγκιά  των τρομερών Βανδάλων
των του Χριστού ημών εχθρών, του κόσμου των σκανδάλων.
Αγρίως και ανηλεώς κατά απλών ανθρώπων
ερρίφθη κατασφάζουσα μετά αγρίων τρόπων,
Ενώπιον των οφθαλμών των τέκνων των συζύγων
αίτινες ως αιχμάλωτοι τρέμουσαι τότ’ εσίγων,
Εσφάζοντο ανηλεώς γονείς και σύζυγοί των
στου γείτονος δ’επέπλε το αίμα, άλλος γείτων.
Οικίαι αι καλλίτεραι και πτωχικαί συγχρόνως
παρά των Τούρκων των σκληρών εκαίοντο αφρόνως.
Σύζυγοι προσφιλών ανδρών μητέρες οιμωζόντων
τέκνων μικρών ηρπάζοντο, νεκροί μετά των ζώντων
Εις αίμα εκυλίοντο, και μη εις ηλικίαν 
παίδες, εισέτι νεαροί δι’ άπιστον θρησκείαν,
Προωρισμένοι του Ισλάμ ως άκακα αρνία
συνελαμβάνοντο αισχρώς. Ω! Τουρκική μανία! 
Ω! ποίος όλεθρος δεινός, καταστροφή μεγάλη!
των Κορανίου οπαδών αγρία παραζάλη!
Αθώων δυστυχών τινών ότε πλέον εμάνη
το στίφος το απάνθρωπον αχρείοι Μουσουλμάνοι,
Μη αρκεσθέντες ς’ των λοιπών τον βιασμόν και φόνον
υπολειφθέντων ζωντανών τριάκοντα και μόνον,
Απέκοψαντας κεφαλάς αυτών υπό τον όρον
να φέρωσιν εις τον Πασσάν θηριωδίας δώρον.
Ως δήθεν επαναστατών κατά του καθεστώτος
και την απελευθέρωσιν ζητούντες ανενδότως.
Οι Τούρκοι οι επίλοιποι ζηλεύσαντες τους άλλους
ήλθων προς λείαν και αυτοί εις ολεθρίους σάλους,
Και ούτω επεσφράγισαν το της σφαγής των τέλος
μεταβαλλόντες άπαντα εις αιματώδες έλος.
Οι ατυχείς δε κάτοικοι έξαφνα προ του δείπνου
ς’ τους κόλπους παρεδώθησαν του αιωνίου ύπνου.
Το δύστηνον Προμύριον ούτως απενθρακώθη
κ’ εις ερειπίων άμορφον σωρόν μεταμορφώθη,
Μόνον δε τεσσαράκοντα εξ όπλων ανοσίων
εκ των χιλίων αρχικώς  και των πεντακοσίων,
Διέφυγον τον θάνατον, εις δάση και κρυψώνας
κρυφθέντες, και εις φάραγγας βαθείας κ’ εις αυλώνας,
Έτι τινές αιχμάλωτοι δια πολλών χρημάτων
σωθέντες επανέθεσαν στον πλήρη εκ πτωμάτων,
Κατάκαυστον, αιμοβαφή χώρον του Προμυρίου,
μετ’ άλλων τα θεμέλια έπειτα του χωρίου.
Ω! ευκλεής επίσημος γωνία της Ελλάδος
Τρίτης μιας ο όλεθρος  ημέρας αποφράδος,
Σ’ ερήμωσεν ολοτελώς όλων των σων κατοίκων
ανδρών παιδίων γυναικών και καλυβών και οίκων,
Ω! άκρα περιώνυμος του ευκλεούς Πηλίου
παρηγκωνίσθης εκ παντός ιστορικού βιβλίου,
Πάντες την σην παρέλιπον ανδρείαν του αγώνος,
να περιγράψη τας σφαγάς  είς δεν ευρέθη μόνος.
Υπέμενας τα πάνδεινα, καταστροφήν κινδύνους,
μετά καρτερικότητος και ταύτην και εκείνους,
Οι άνδρες σου εσφάγησαν  και έπεσαν γενναίως
υπό μαχαίρας απηνούς του φοβερού φονέως,
Γυναίκες δε και τέκνα σου απήχθησαν ως λεία
και θύματα κατέστησεν αυτά αισχρά δουλεία.
Αλλά και σε Αλιό Πασσά η των ποινών εσχάτη
εις τέλος σ’ επερίμενε μάχαιρα αισχροτάτη.
Έπεσεν το Προμύριον, ναι, όλως κατεσφάγη
αλλ’ εις την ημισέληνον ουδόλως υπετάγη.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Προσφυγιά


Σὰν νά ᾽χαν ποτὲ τελειωμὸ

τὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.

(Παπαδιαμάντης-Το μοιρολόγι της φώκιας-1908)

Δεν υπάρχει σελίδα στην ελληνική Ιστορία που να μην έχει καταγράψει στις σελίδες της τέτοια προσφυγικά δράματα… Ψαρά, Μεσσολόγι, Πήλιο και ξανά Πήλιο, Ανατ. Ρωμυλία, Πόντος, Μ. Ασία, Κύπρος…
Σήμερα θα δούμε την προσφυγιά στον τόπο μας στην τουρκοκρατία:
1.   Στα 1823 μετά τον ερχομό του Κιουταχή στο Πήλιο και την καταστροφή και πυρπόληση των χωριών Αγίου Λαυρεντίου, Αγίου Γεωργίου, Πινακατών και Βυζίτσας.
Η Αγιολαυρεντίτισσα μάνα του Ζωσιμά λέει: […]  Απόψε θα φύγωμε, γιατί έρχονται οι Τούρκοι να μας κόψωνε  […] φόρτωσε πάλιν και πήγαμε στην Αγριά απάν’ στα ξημερώματα και εμπήκαμε στη βάρκα και τότες φάνηκαν οι Τούρκοι αποπέρα απ’ το μαγαζί του Χατσηρήγα και έτρεχαν και έρριχναν τουφέκια […] μπήκαμε στο καράβι κρυγιόσαμε […] και δεν ξέρω πούπήγαμε. Ύστερα από δυο μέρες βγήκαμε έξω στις Κόττες και εκάναμε πολύν καιρό εκεί και ήτανε ακρίβεια πολλή […]
(ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ, Μάιος 1896)
2.  Στα 1878 μετά την ήττα στη μάχη της Μακρινίτσας (το Μάρτιο σαν τέτοιες μέρες):

εφημερίδα ΩΡΑ, Αθήναι, 21 Μαρτίου 1878
[…] χιλιάδες γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά του Βόλου κατέβηκαν στα Λεχώνια, όπου εκτεθειμένα και πεινασμένα διατρέχουν τον τελευταίο κίνδυνο της σφαγής και της ατίμωσης  […]  Όχι μόνον τα Λεχώνια, αλλά και όλα τα παραλιακά  χωριά  της Μαγνησίας είναι γεμάτα έντρομων γυναικών και παιδιών που καρτερούν την εμφάνιση πλοίων των χριστιανικών δυνάμεων για τη σωτηρία τους […]

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Η μάχη της Γατζέας

 (19 Μαΐου 1823)
Ο Ρήγας Καμηλάρις στο βιβλίο του «ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑ, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΛΟΓΟΙ- ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ κλπ»  Εν Αθήναις 1897.Εκεί στη σελ. 34, γράφει για τα «άγνωστα» γεγονότα της Επανάστασης στο Πήλιο: 
Επίσης κι ο Χριστόφορος Περραιβός στα ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ: 
Ο γνωστός μας ιστοριοδίφης-συγγραφέας Κώστας Λιάπης, έγραψε ένα αναλυτικό κείμενο για την άγνωστη μάχη της Γατζέας. 
Παρακάτω αντίγραφο από το φετινό ημερολόγιο του Συλλόγου Ερασιτεχνών Αλιέων Κάτω Γατζέας: