Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φρούτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φρούτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Βερύκοκο τι εστί;

Δεν γνωρίζω από πού προέρχεται η γνωστή φράση «τι εστί βερίκοκο», αλλά ούτε και ο Νικόλαος Πολίτης, πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας,  γνώριζε !
Ωστόσο παρακάτω θα δούμε τι γράφουν για την προέλευση του ονόματος και όχι μόνον, πρώτα ο  σπουδαίος Αγιολαυρεντίτης Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης στον ΠΡΟΜΗΘΕΑ του (Ιούνιος 1898, αριθ. 120, σελ. 249):
Η εξαιρετική αυτή φωτογραφία είναι
του καλού φίλου, γιατρού, κ. Θεόδωρου Γκαβαρδίνα.

(Τον ευχαριστώ!)
...και έπειτα ο Μένος Φιλήντας (*) στο «Γλωσσογνωσία και γλωσσογραφία ελληνική», τόμος Α΄, Εκδοτική Εταιρεία ΑΘΗΝΑ, Αθήνα,1924:
Στο Πήλιο και ειδικά στα Λεχώνια, τα «βρίκουκα», είναι ένα φρούτο που πάντα ήταν μέσα στην γκάμα παραγωγής. Μάλιστα ήταν απ' αυτά που ο ΣΠΟΛΚ (ΕΔΩ) χρησιμοποιούσε για την παραγωγή κομπόστας στα 1920!
Από το αρχείο του φίλου και συλλέκτη Λεχωνίτη Νίκου Μαστρογιάννη.
(Ευχαριστώ!)
Στα παλιότερα χρόνια υπήρχαν πολλές ποικιλίες που σήμερα δεν υπάρχουν αφού έχουν αντικατασταθεί με νέες. 
Μια ήταν τα νοστιμότατα και με μεγάλη παραγωγή «πικρά», μικρού μεγέθους με «πικρό» κουκούτσι (πικροπύρηνα). Τότε τρώγανε σαν ξηρό καρπό και το κουκούτσι! Σήμερα, το χρησιμοποιούν για την παρασκευή λικέρ και για σπέρμα αναπαραγωγής.
Υπήρχαν επίσης  οι «πλάκες», βερίκοκα πλακέ και μετρίου μεγέθους. Οι «κουτσ'πές» σαν τις «πλάκες» στρογγυλά, με γλυκό κουκούτσι που τρωγόταν σαν αμύγδαλο. Επίσης μια ποικιλία σχεδόν λευκόσαρκα, ήταν τα «τσαουλιά». Κάποια άλλη ήταν τα «καϊσιά». Γνωστά με λιγότερη εξάπλωση, ήταν και τα «Διαμαντοπούλου». Τέλος γνωστά ήταν και τα «σούμια ή σάμια ή σαμάκια» πολύ νόστιμα με γλυκό σπέρμα.
Τώρα πια, οι ποικιλίες όλες είναι ξενικές (μπεμπέκο, ζερβού κ.ά. που διαλέγετε και ...παίρνετε -ΕΔΩ-)

(*) Ο Μένος Φιλήντας (1870-1934) γεννήθηκε στην Αρτάκη Κυζίκου. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν τότε τουρκοκρατούμενη και εργάστηκε ως δάσκαλος σε διάφορες πόλεις της Τουρκίας. Από νωρίς εντάχτηκε στο δημοτικιστικό Αγώνα και το 1901 βραβεύτηκε σε γλωσσικό διαγωνισμό της εφημερίδας Άστυ, προκηρυγμένο από τον Ψυχάρη, με το έργο του Γραμματική της ρωμαίικης γλώσσας, το οποίο τυπώθηκε αργότερα σε δύο τόμους. Διώχτηκε και φυλακίστηκε για τη δράση του. Από το 1913 και ως το τέλος της ζωής του έζησε στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με τα περισσότερα αθηναϊκά περιοδικά, καθώς επίσης με έντυπα της Κωνσταντινούπολης, δημοσίευσε και εξέδωσε γλωσσολογικές μελέτες, πεζογραφήματα και την ποιητική συλλογή Οχτάβες. Συνεργάστηκε επίσης στη συγγραφή της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας των εκδόσεων Πυρσός.(Πηγή: ΕΚΕΒΙ)
                                                                                                   (27-5-2015)

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Ανοιξιάτικα φρούτα

Τέλος του Μάη (25-5-2015) και η περιοχή των Λεχωνίων βρίσκεται στην «καλύτερη ώρα» της ! 
Τα πρώτα φρούτα της περιοχής είναι «στου χαβά τ'ς» έχουν ήδη ωριμάσει και βγήκαν στις αγορές. Γι' αυτά έχουμε αναφερθεί και σε άλλες δημοσιεύσεις (ΕΔΩ)
Ας δούμε πρώτα σήμερα, τι λένε παλιότερα βιβλία για την πρωιμότητα και τις «εκ Λεχωνίων οπώρες»:
Κεράσια
-κεράσιον(το). Ο καρπός του κεράσου (της κερασηάς), το κεράσι.
 –κέρασος (ο και μεταγεν. η), δένδρ., η κερασηά.  (Λεξικό Σκαρλάτου)
-κεράσιον,το. Ο καρπός της κερασιάς. (Θεοφρ.) 
–κερασέα(η), κερασία(η). κέρασος (ο,η) το δένδρον η κερασιά. (Λεξικό Γαζή)
-κερασός δένδρον ό φύεται + εστραμμένοις . σχοινίον δε ποιεί ο φλοιός αυτού 
μεθ’ ού αντί νεύρων δεσμεύουσιν. (Λεξικό  Ησύχιου Αλεξ.)
Πριν εφευρεθούν τα ψυγεία, η συντήρηση των φρούτων και ειδικά των ευαίσθητων κερασιών ήταν προβληματική. Κάπως έτσι γινόταν μέχρι να φτάσουν στην κατανάλωση:
Λεξιλόγιο: θρύμβη=θρούμπι-είδος θυμαριού, καλαμόφυλλα= φύλλα καλαμιού
…όμως καταναλώνονται γρήγορα και δύσκολα «μένουν». 
Γι' αυτό, πάρτε από ένα!!
Τα κεράσια, τα μούσμουλα, τα τζάνερα και τα βερύκοκα είναι τα βασικά ανοιξιάτικα πρώιμα φρούτα που πάντα παράγει ο τόπος και που παλιότερα μαζί με τα λαχανικά ήταν ξακουστά και διοχετεύονταν στις αγορές της Ελλάδας και του εξωτερικού:  
Μούσμουλο (μέσπουλον ή μέσπιλον)
-μέσπιλον(το). Ο καρπός της μεσπίλης και αυτό το δένδρον. (Λεξικό Γαζή, Λεξικό Κωνσταντινίδη)
 -μέσπιλον(το). ο καρπός της μεσπίλης, το μούσμουλον. (Λεξικόν Σκαρλάτου)
-μεσπίλη>μεσπιλέα (Μένος Φιλήντας)
Για τα φρούτα και τις ιδιότητές τους, επίσης μια καταχώρηση εφημερίδας:
Τζάνερα ή κορόμηλα
-τζάνερα< διάνερα, τα βράβυλα- που είναι όλο ζουμί =όλο νερό  (Μένος Φιλήντας) 
-βράβυ(βη)λον, (το), οπωρ. κοιν. αβράμηλον  ή κορόμηλον και βράβυλος (η) δένδρον  
η αβραμηλιά-δαμασκηνή. (Λεξικό Σκαρλάτου)

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Τὸ Πήλιον ὡς φρουτιέρα !

Πάλι ο  «υφηγητής της Αρχαιολόγίας εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω» Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, απ' το βιβλίο ΑΚΤΙΝΕΣ ΕΚ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ -Εντυπώσεις ταξειδιώτου -1897, σε ένα εξαιρετικό κείμενο με πολύ όμορφες περιγραφές...(σελ. 7-8)

Τὸ Πήλιον ὡς φρουτιέρα ! [...]
[...] Εὐρισκόμεθα πρὸ τοῦ Βόλου. Τὰ θέαμα εἶνε ὄντως θαυμαστόν. Ὀλιγίστους λιμένας ἔχει νὰ ἐπιδείξη ἡ Ἑλλὰς ὁμοίου κάλλους, εὐρύτητος, κανονικότητος καὶ γραφικότητος. Ἰδίως τὸ ὄπισθεν ἄποπτον, τὸ ἐξέργον της εἰκόνος, τὸ φόντο, ὡς θὰ ἔλεγε ζωγράφος ἢ φωτογράφος, εἶνε ἐκ τῶν σπανιωτάτων, ἐξ ὧν δύναται νὰ ἴδη ὀφθαλμὸς περιηγητοῦ.
Κατὰ μῆκος πέρα-πέρα διήκει κατάφορτον ἀπὸ δένδρα, ἀπὸ θάμνους, ἀπὸ ρύακας καὶ χαράδρας τὸ Πήλιον, αὐτὴ ἡ φρουτιέρα τῆς Θεσσαλίας, αὐτὸ τὸ κάνιστρον, ὅπερ νομίζετε ὅτι κατεσκεύασε περιφανὴς ζαχαροπλάστης διὰ καμμίαν χοροεσπερίδα ἢ διὰ τινὰ ἑορτάζουσαν μὲ φλογερὰ ’μάτια Μαρίαν ἢ Καίτην! ... Καὶ ὄντως τί ὀπώρας ἐπιθυμεῖτε καὶ δὲν ἔχει! Ἂς καταθέσωσι τὰ κάνιστρα τῶν ὅλοι οἱ ὀπωροπῶλαι τῶν Ἀθηνῶν καὶ εὐθὺς τὸ Πήλιον θὰ τὰ ὑπερεκχειλίση μὲ κάστανα, μὲ μῆλα, μὲ κεράσια καὶ φράουλαις, μὲ μέσπιλα καὶ ἀχλάδας, μὲ ροδάκινα καὶ ρόδια. Ἀφίνω τὰς ἐλαίας, ὧν οὐκ ἐστιν ἀριθμός! Καὶ δὲν συνθλίβονται μὲν αὖται πάντοτε δὶ’ ἔλαιον, ἴσως διότι τὸ κάλλος αὐτῶν ἀναχαιτίζει τοὺς κτήτορας καὶ πωλητάς, ἀλλ’ ἂφ’ ἑτέρου οἶον ἔδεσμα καὶ οἶον παραφορητὸν ὀρεκτικόν! Πράσιναι, πράσιναι καὶ στρογγυλαὶ ἀναπολούσι τὴν ὑδρόγειον, ἑξαιρέσει ἐννοεῖται τῆς λευκῆς ἐκ πετρῶν καὶ κόνεως Ἑλλάδος... – καὶ ἐν γένει τὰς πολλάς γεωσφαίρας. Οὕτω μακρόθεν φαίνονται καὶ αὐταὶ συμπεπυκνωμέναι καὶ μικροσκοπικαὶ ὡς αἳ ἐλαῖαι...
Τῶν Καλαμῶν τουναντίον αἳ ἐλαῖαι εἶνε ἐπιμήκεις καὶ τορπιλλοειδεῖς. Ἔχουσιν ἐχθρικῶν βλημάτων σχῆμα καὶ νομίζετε ὅτι εἰσερχόμεναι εἰς τὸν στόμαχον θὰ τὸν διατρήσουν ὡς μύδροι ναρκοβόλων.
Ἡ Παλλὰς Ἀθηνᾶ ἠδύνατο ὑπὸ τῶν Πηλίων ἄριστα νὰ διεκδικηθῆ ὡς Πηλιᾶς Ἀθήνη μὲ δύο-τριῶν ψηφίων μεταλλαγήν, διότι ὁ ἐλαιῶν τοῦ Πηλίου εἶνε ἀπειράκις θαλερώτερος τοῦ τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐδῶ ἰσχύει τὸ τῆς παροιμίας: «Ἄλλοι ἔχουν τώνομα καὶ ἄλλοι τὴν χάρη»...
Ἡ ὁλικὴ ποσότης τῆς παραγωγῆς αὐτῆς ὑπολογίζεται εἰς 50,600,000 ὀκάδες ἐλαιῶν κατὰ διετίαν καὶ εἰς 6 ἑκατομμύρια ὀκὰδν ἐλαίου (ὑπολογιζομένων 7 ὀκάδων ἐλαιῶν διὰ 1 ὀκᾶν ἐλαίου). Ἡ δὲ ἐπαρχία εἰσπράττει ἐτησίως ἐκ τῶν ἐλαιῶν δραχμᾶς περίπου 3,500,000. Ἀλλ’ ἠδύνατο καὶ τριπλάσιον ν’ ἀποφέρη, ἐὰν ἡ ἀσθένεια δὲν παρέβλαπτε τὴν παραγωγήν, ὡς λέγει ὁ γνώστης πάντων τούτων κ. Τοπάλης ἐν τοῖς περὶ Θεσσαλίας πολυτίμοις αὐτοῦ ἄρθροις.
            Μῆλα παράγει περὶ τὸ 1 ἑκατομμύριον ὀκάδας κατὰ διετίαν. Πατάτας 1 ἑκατομμύριον ἐπίσης. Κάστανα 600,000. [...]

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Κυδώνια

Τα κυδώνια των Λεχωνίων
Ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης αναφερόμενος στο κτήμα
Παππαδόπουλων
(μετέπειτα Τοπάλη, σήμερα Γαλανού) έγραψε και για τις κυδωνιές.
Η κυδωνιά (κυδωνέα)
Είναι ένα καρποφόρο-οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των μηλοειδών. Το όνομά της στη βοτανολογία είναι για την ήμερη κυδωνιά: Cydonia maliformis και για την άγρια κυδωνιά: Styrax offisinalis. Ποικιλίες κυδωνιάς υπάρχουν αρκετές ανάλογα με το σχήμα και το μέγεθος. Πχ  πιο γνωστές στην Ελλάδα τα μηλοκύδωνα-ψωμοκύδωνα, τα αφράτα, τα μαμούθ κ.ά 
Το μπόι της κυδωνιάς φτάνει ως και έξι μέτρα, αλλά οι αγρότες δεν την αφήνουν κλαδεύοντάς την να ξεπεράσει τα τρία, για να είναι εύκολη η συγκομιδή των καρπών.
Επειδή φύεται γύρω στη Μεσόγειο, αρκετές περιοχές έχουν το όνομα του δέντρου «Κυδωνιές», όπως στην Κρήτη, στη Μ. Ασία, στο Κιλκίς, στα Γρεβενά κ.ά. Στην περιοχή του Πηλίου υπάρχουν οι Κυδωνιές της τοπικής Κοινότητας Μηλίνας - Δημοτικής Ενότητας Σηπιάδας. Ανήκουν στον δήμο Νοτίου Πηλίου.
Το δέντρο παράγει το γνωστό οπωρικό κυδώνι και φύεται πάντα κατά κόρον στα …Λεχώνια. (*)  
Ετικέτα από προϊόν του παλιού συνεταιρισμού ΣΠΟΛΚ (ΕΔΩ)
(Από αρχείο Ν. Μαστρογιάννη)
Μάλιστα τελευταία, υπάρχει και πρόταση να γίνεται στο χωριό κάθε Σεπτέμβρη, εκδήλωση «Γιορτή κυδωνιού» όπως κι αλλού για άλλες ντόπιες παραγωγές! 
Η παραγωγή κυδωνιού της περιοχής Λεχωνίων είναι αρκετά μεγάλη και βασικά σήμερα διοχετεύεται στις αγορές Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Η αναπαραγωγή των δέντρων κυδωνιάς σήμερα γίνεται στα φυτώρια, ενώ παλιότερα από μοσχεύματα και παραφυάφες που μετά τα εμβολίαζαν μόνοι τους οι αγρότες. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν σαν υποκείμενο ή βλαστάρι για δέντρο αχλαδιάς κυδωνιά, για να φτιάχνει μεγαλύτερους καρπούς ...σαν κυδώνια, όπως έλεγαν.
Ανθισμένες κυδωνιές (Πλατανίδια)
με λευκορόδινα μονήρη πενταπέταλα άνθη
Η καλλιέργεια της κυδωνιάς είναι απαιτητική όπως της μηλιάς και της αχλαδιάς. Όργωμα ή σκάψιμο, κλάδεμα, λίπανση ως την Άνοιξη, πότισμα και ψεκασμοί το Καλοκαίρι και συγκομιδή αρχές Φθινοπώρου, είναι οι βασικές καλλιεργητικές φροντίδες.
Εχθρούς οι κυδωνιές  και τα κυδώνια έχουν το «τρυπάνι» ξυλοφάγο σκουλήκι που κατατρώει τον κορμό, το βακτήριο, τη σήψη, την καρπόκαψα (ο χειρότερος εχθρός του καρπού) το ωίδιο, την ψώρα κ.ά.
εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, Βόλος, 23-6-1933
Τα κυδώνια (γαλλ. coing, pomme de Cydon, αγγλ. quince) 
Η συγκομιδή των κυδωνιών γίνεται στις αρχές του Φθινοπώρου κι όταν ο καρπός αρχίζει να κιτρινίζει. Μετά τη συγκομιδή αποθηκεύεται για μεσομακροπρόθεσμη κατανάλωση σε ψυγεία ή για άμεση σε αποθήκες. Η συσκευασία γίνεται σε τελάρα, αφού πρώτα «τριφτεί» ο καρπός για να φύγει το χνούδι. Σήμερα η δουλειά αυτή γίνεται με μηχανές-βούρτσες. Μετά η παραγωγή προωθείται στη λιανική πώληση.
Κυδώνια με χνούδι (άτριφτα)
Χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική (γλυκό τριφτό, ρετσέλια(=το αρχαίο μελίπηκτον), μπελτές(=πολτός) παστοκύδωνο ή κυδωνόπιτα(γαλλ. gotignac), κομπόστα, λικέρ, ψητά με κονιάκ και ζάχαρη κ.ά.) καθώς και στη μαγειρική (συνοδευτικά κρεατικών, ψητά). 
Επίσης οι θεραπευτικές ιδιότητες των κυδωνιών ήταν γνωστές στην αρχαιότητα. Τα κυδώνια τονώνουν την όρεξη, καταπραΰνουν το ερεθισμένο στομάχι και διευκολύνουν την ηπατική και νεφρική λειτουργία. 
Αφέψημα από βρασμένα φύλλα κυδωνιάς ή κουκούτσια σταματούν αμέσως τη διάρροια -όπως το τσάι λόγω της τανίνης. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και το ζουμί ή το σιρόπι από ψητά ή βρασμένα κυδώνια. Το αφέψημα από κουκούτσια κυδωνιάς είναι επίσης αντιβηχικό, αποχρεμπτικό και μαλακτικό (όπως το σαλέπι), καταπραΰνει τον πονόλαιμο και τη βραχνάδα, αλλά και αποτελεσματικό για τον πονοκέφαλο.

Επίσης παλιότερο «γιατροσόφι»: Μπορούσε κάποιος που τον πονούσε ο λαιμός να μασήσει κουκούτσια και να του περάσει. Γι' αυτό το λόγο κρατούσαν αποθηκευμένα τα κουκούτσια στα σπίτια τους, οι Πηλιορείτες. 

Το λικέρ από κυδώνι είναι κατάλληλο για τη δυσπεψία και την ξινίλα του στομαχιού και βοηθά στην αντιμετώπιση της αιμορραγίας των ούλων.

Και αν σήμερα έχουμε τα ψυγεία για τη συντήρησή τους, παλιότερα τα διατηρούσαν έτσι:
Τέλος, το κυδώνι θεωρείται αφροδισιακό για τις γυναίκες, λόγω της σχέσης του με τη θεά Αφροδίτη. 
Λεξιλόγιο:
-κυδώνιον  μέγα και αξιόλογον ή απατηλόν, δόλιον, λοίδορον και το μήλον.-Κυδωνία δε πόλις Κρήτης και φυτόν (Λεξικό Ησύχιου)
-κυδώνιον είδος οπώρας (Λεξικό Σουίδα)
-κυδωνιάω-ώ=έχω (είμαι φουσκωμένος εις) σχήμα κυδωνιού-κυδώνιος=όμοιος με κυδώνι -κυδωνίτης= οίνος κατασκευασμένος με ή από κυδώνια-κυδωνόμελι= μέλι εσκευασμένον με κυδώνια (Λεξικό Σκαρλάτου)
-μελίμηλον= κυδώνι>λατινικά melimelum>αγγλικά-γαλικά marmelad-e (μαρμελάδα) 

 (*) 1. Γνωστή είναι η φράση του περαστικού απ’ το χωριό αθίγγανου:«Πήγα στα Λι(ε)χώνια κι έφαγα μουσμόρια(=μούσμουλα), κυδώνια κι φούντουσαν τουν κώλο μ’ κι δεν μπουρώ να κέσου»
2. Να και το «ασεβές» στιχάκι:«Ι παπάς απ' τα Λι(ε)χώνια, έχει τ' αρχ@@@@ σαν κυδώνια»!!!!
3. Επίσης το ερωτικό δίστιχο: «Εσύ ‘σαι το κυδώνι κι εγώ η κυδωνιά,
δεν κάνει να παρθούμε, γιατί είμαστε γενιά.»


Υ.Γ. Ενώ είχα ετοιμάσει την ανάρτηση, διάβασα στη ΘΕΣΣΑΛΙΑ της 14ης Σεπτεμβρίου 2014 μια σχετική δημοσίευση του γνωστού βολιώτη & πλατανιδιώτη κ. Κυρ. Νησιώτη. 
Την παραθέτω: 

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Φρούτα Λεχωνίων (2)

Η παραγωγή φρούτων (*) ήταν ανέκαθεν μια υπόθεση που απασχολούσε εκτός απ’ τους άμεσα εμπλεκόμενους λεχωνίτες αγρότες-παραγωγούς, ντόπιους μεσίτες, εμπόρους και τα τότε μέσα ενημέρωσης που ήταν μόνον… οι εφημερίδες.Έτσι οποιαδήποτε είδηση σχετική με τα φρούτα, αλλά και τις ελιές, που ήταν οι μοναδικές πηγές βιοπορισμού του τόπου, ήταν στην πρώτη σελίδα. 
Βλέπουμε λοιπόν, την είδηση για την προσδοκώμενη παραγωγή -άρα και τα έσοδα- τις επισημάνσεις για τη διακίνηση και βασικά τις δυσκολίες διάθεσης και πώλησης.
Η παρακάτω δημοσίευση του 1927, είναι σχετική με τις εμπορικές συναλλαγές (εξαγωγές φρούτων) με την Αίγυπτο, μέσω του λιμανιού του Βόλου, αλλά και του λεχωνίτικου Συνεταιρισμού ΣΠΟΛΚ (ΕΔΩ)  μέσω της Πλατανιδιώτικης σκάλας:
Ειδικά, αυτή η τελευταία δημοσίευση είναι μια διαχρονική «πονεμένη ιστορία». Μια «ιστορία» του αγώνα και της αγωνίας του αγρότη-παραγωγού, γραμμένη από τον λεχωνίτη ανταποκριτή Μήτσο Παχιό, που δηλώνει και παραγωγός: 
(*) Πρέπει να ληφθεί υπόψη πως πανελλαδικά, η παραγωγή φρούτων εκείνα τα χρόνια ήταν μικρή και το Πήλιο με τα Λεχώνια κυρίως, ήταν η πρώτη περιοχή στην Ελλάδα γνωστή από την παραγωγή σε ποσότητα, ποιότητα, πρωιμότητα, εμπορευσιμότητα. 
Σήμερα παντού υπάρχουν οπωρώνες με μεγάλη παραγωγή και γίνονται κι εισαγωγές... Τα λίγα πια, λεχωνίτικα φρούτα παραμένουν απαράμιλλα σε γεύση και ποιότητα!

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Φρούτα Λεχωνίων (1)

Τώρα το Μάη  στα Λεχώνια είναι  «Μάγεμα ἡ φύσις κι ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη» ! (Διον. Σολωμός, Οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι-Σχεδίασμα Γ΄)
 Μαζί όμως με τ’ αμέτρητα λουλούδια υπάρχουν και  τα πρώτα ανοιξιάτικα φρούτα. Τζάνερα, μούσμουλα, κεράσια.

Κι αν η «Φρουτοπία» είναι η φανταστική χώρα των φρούτων, φαίνεται πως ο συγγραφέας της Ευγ. Τριβιζάς …δεν γνωρίζει πως τα Λεχώνια, είναι ένας πραγματικός φρουτότοπος !
Σήμερα λοιπόν, με το «γίνωμα» και το «καλωσκίρ’σμα»* των πρωτόβγαλτων φρούτων, θα δούμε ένα κομμάτι απ’ τον ΠΡΟΜΗΘΕΑ του Ζωσιμά για τα λεχωνίτικα κεράσια και τον τρόπο διάθεσής τους, στα 1900:
Συνεχίζοντας, ας απολαύσουμε και δυο «σχετικά» Δημοτικά τραγούδια, από τη συλλογή του Κ. Λιάπη «ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ  ΣΤΗ ΜΑΓΝΗΣΙΑ»:
Τα κορίτσια κλέβουν κεράσια
Α
Δίπλα στο νερό στ’αυλάκι, είχα ένα περιβολάκι
Είχα μέσα λεμονίτσες, κι όλο φραγκοκερασίτσες
Και το μάθαν τα κοράσια, πάν’ μου κλέψαν τα κεράσια
Φύλαξα ένα φεγγαράκι, πιάνω μια απ’ το ποδαράκι
Σκούζει βάζει μια φωνή: -Το ποδαράκι μου πονεί!
Άφησέ με παλικάρι, με πονάει το ποδάρι.
-Μες στον ξένονε τον κήπο, τι γυρεύεις να σ’ αφήσω; (Κεραμίδι Πηλίου)
Β
Στην απάνω γειτονίτσα φύτεψα μια κερασίτσα
Και πααίναν τα κοράσια και μου κλέβαν τα κεράσια
Φ’λάω νύχτα με σκοτάδι πιάνω μια απ’ το ποδάρι
Σκούζει βάζει τη φωνή το ποδάρι της πονεί!
-Αν πονεί κι αν δεν πονεί δέστε το με το πανί
-Δεν το θέλω το πανί, θέλω άντρα γιομιτζή**
Ν’ ανεβαίνει στο κατάρτι νάναι ο νους του στην αγάπη
Ν’ ανεβαίνει στην αντένα νάναι ο νους του μετά μένα
Ν’ ανεβαίνει στα πανάκια, νάναι ο νους του στα βυζάκια! (Σκιάθος)
* καλωσκίρ'σμα=καλωσκαίρισμα από το καλωσκ'ρίζου>καλωσκαιρίζω=γεύομαι έγκαιρα πρωτοεμφανιζόμενους καρπούς. 
**γιομιτζής=γεμιτζής , ναυτικός, βαρκάρης

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Αχλάδια κρυστάλλια!

Αχλάδια «κρυστάλλια» Λεχωνίων
Στη φωτογραφία διακρίνονται αρκετά από τα παρακάτω στοιχεία 
του τρόπου συσκευασίας των κρυσταλλιών
ΓΕΝΙΚΑ-ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ:
Ο μικρόκαμπος των Λεχωνίων είναι γνωστός οπωρώνας. Σήμερα βέβαια οικοπεδοποιήθηκε και οικοδομήθηκε, αλλά πριν τη δεκαετία του ΄90 ήταν ένας παράδεισος και μια πηγή βιοπορισμού, αλλά και πλουτισμού των αχλαδοπαραγωγών κι όχι μόνον!
Βασική παραγωγή ήταν τα αχλάδια και ειδικά η ποικιλία «κρυστάλλια» που συγκομιζόταν μέσα στο α΄ δεκαπενθήμερο του Αυγούστου και ήταν αρκετές χιλιάδες τόνοι. 
Εκτός από τα κρυστάλλια υπήρχαν και οι πρωιμότερες ποικιλίες αχλαδιών όπως τα βουτυράτα, τα αποστολιάτικα -που ωρίμαζαν περίπου με τη γιορτή των Αγίων Αποστόλων, τα ζαχαράτα, οι κοντούλες,  τα κόσια, οι μπέρμπες κ.ά. Όλες οι παραπάνω ποικιλίες «μαζεύονταν» όταν ωρίμαζαν, ενώ τα κρυστάλλια μόνον όταν «μαύριζε το κουκούτσι» και «βάζανε ζάχαρη», όπως έλεγαν παραγωγοί κι οι έμποροι. Δεν τρώγονταν όμως γιατί ήταν «ξύλα» (=άγουρα). Αυτό γινόταν γιατί μετά τη συγκομιδή έμπαιναν κατευθείαν στα ψυγεία και πουλιόνταν ως και τον χειμώνα, οπότε ωρίμαζαν αργά αργά. Είναι μια ποικιλία ανθεκτική στο τελάρο του μανάβη και πάρα πολύ γευστική.
Ανθισμένη αχλαδιά
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ:
Η αχλαδιά κρυσταλλιά, ήταν κι είναι ένα ανθεκτικό παραγωγικό οπωροφόρο δέντρο που ευδοκιμεί σ’ όλο σχεδόν το Πήλιο, αλλά περισσότερο σε πεδινές και υγρές περιοχές. Μαζί με τα Λεχώνια, περιοχές της Μαγνησίας με σχεδόν μονοκαλλιέργεια αχλαδιών, ήταν η Μπούφα, το Διμήνι (Καλύβια), η Αγριά και το Βελεστίνο. 
Το αρχικό φυτό-υποκείμενο πριν εμβολιαστεί κρυσταλλιά ή άλλης ποικιλίας αχλαδιά, ήταν από κυδωνιά. Αυτό γιατί ήταν ανθεκτικότερο, αλλά και έφτιαχνε χοντρότερα αχλάδια! 
Είναι απαιτητική και πολύ δαπανηρή καλλιέργεια (βλ. οργώματα-σκαψίματα, κλαδέματα, λίπανση, συνεχείς ψεκασμούς, σκότωμα σκουληκιών κορμού, συγκομιδή, συσκευασία-τυποποίηση, αποθήκευση σε ψυγεία και μεταφορές), γι’ αυτό και εγκαταλείφθηκε από τους παραγωγούς. Αρχίσανε λοιπόν οι παραγωγοί να «μπαίν΄νε μέσα», αφού τα «παρ’τ’κά» ήταν λιγότερα απ’ τα έξοδα κι η καλλιέργεια όχι συμφέρουσα. Οι αθρόες εισαγωγές φτηνών αχλαδιών, κατ’ ευφημισμόν κρυσταλλιών, έφεραν και το τέλος της. Σήμερα ελάχιστοι μπαχτσέδες έχουν κρυστάλλια, αλλά κι αυτοί γρήγορα εγκαταλείπονται για οικόπεδα, ελαιώνες ή …καυσόξυλα.
ΕΜΠΟΡΙΟ: 
Το εμπόριο των αχλαδιών άρχιζε από τους «μεσίτες» των χοντρέμπορων που ήταν συνήθως άνθρωποι «εκτιμητές», κάτοικοι της περιοχής και ειδήμονες. Αυτοί πήγαιναν στους παραγωγούς κι έκλειναν τις μεγάλες «παρτίδες» ή τα «λιγοτάρια». Οι ίδιοι καθόριζαν αναλόγως και τις τιμές από τα μισά περίπου του Ιουλίου, επισκεπτόμενοι τους οπωρώνες. Η αγορά γινόταν με τιμή κατά κιλό και ζύγισμα της παρτίδας στο τέλος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι έμποροι, να πετούν  «εβγάλματα»(=μη εμπορεύσιμα) μεγάλες ποσότητες χαμηλότερης ποιότητας, ξεκινώντας από συγκεκριμένο βάρος ανά τεμάχιο αχλαδιού. Αυτό ήταν και το σημείο τριβής εμπόρων-παραγωγών. Πολλές φορές «αγόραζαν» τα αχλάδια και «κουτράδα» (=κατ’ εκτίμηση) ή «ξεκοπής»(= με έξοδα συλλογής και συσκευασίας των ιδίων).
Αυτοί  οργάνωναν τα συνεργεία κλείνοντας συσκευάστριες, παιδιά, βοηθούς και δέτες καθώς και την ημερομηνία συλλογής-συσκευασίας κάθε παρτίδας. 
Πολλοί από τους παραγωγούς «έβαζαν μέσα» τα αχλάδια τους, δηλαδή έκαναν μόνοι τους μαζί με τη συγκομιδή και τη συσκευασία και μόνοι εμπορευόταν το προϊόν τους, χωρίς μεσάζοντες. Αυτοί ήταν συνήθως μικροπαραγωγοί, γιατί η συσκευασία και διατήρηση απαιτούσε αρκετά προκαταβολικά έξοδα, πράγμα που οι έμποροι είχαν δυνατότητα να κάνουν. Βεβαίως πολλές φορές κι αυτοί «έχαναν» αν το εμπόριο ή η αποθήκευση ήταν προβληματική.
ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ:
Η συγκομιδή «μάσ’μο ή μάζουμα» απ’ τους παραγωγούς και το «φτιάσ’μο» απ’ τους εμπόρους ήταν η ασχολία των ανθρώπων της περιοχής, είτε είχαν αχλαδιές είτε όχι. 
Υπήρχε δουλειά για πολλούς ανθρώπους όλων των ηλικιών, τουλάχιστον για ένα συνεχές δεκαπενθήμερο. 
Ήταν ένα πολύβουο μελίσσι στους μπαχτσέδες των Πλατανιδίων, της Μαμάτσας, του Λωτού, της Τερέμπασης, του Μαλακιού απ’ το πρωί ως το βράδυ με φωνές, γέλια, πειράγματα, τσακωμούς, γνωριμίες, έρωτες και …συνοικέσια! Η περιοχή του σταθμού στ’ Άνω Λεχώνια, κι η πλατεία, ήταν χώροι υπαίθριας διαμονής εργατών βασικά, αλλά και εργατριών για τη συγκομιδή, που προέρχονταν απ’ τη θεσσαλική ενδοχώρα. Πολλοί απ' αυτούς είναι Λεχωνίτες κάτοικοι πια, εκ Τρικάλων καταγόμενοι, που γνώρισαν το χωριό και κατοίκησαν μόνιμα. Πολλοί ήταν ακόμη κι οι βολιώτες μαθητές Γυμνασίου που δούλευαν  «στ’ αχλάδια» εκείνες τις εποχές για το χαρτζιλίκι τους.
Οι κοντοχωριανοί κάτοικοι καθημερινά κατέβαιναν το πρωί με τα ζώα, τις σούστες ή πεζοπορώντας ως τους μπαξέδες για εργασία και το βράδυ επέστρεφαν στα χωριά τους κατάκοποι. Το ωράριο εργασίας ήταν τότε ολοήμερο με δίωρη διακοπή το μεσημέρι, για φαγητό και ξεκούραση. Αργότερα τα λεωφορεία και τα αγροτικά αυτοκίνητα ανέλαβαν τη μεταφορά του εργατικού αυτού δυναμικού. 
Στα κτήματα οι άντρες μάζευαν τ’ αχλάδια χωρισμένοι σε ομάδες. Μια ομάδα ήταν αυτοί που σκαρφάλωναν -συνήθως οι νεότεροι- στα δέντρα, μια άλλη ομάδα έμπειρων μάζευε απ’ τα γύρω κλαδιά με τα «τρισκέλια»(=σκάλες με τρία πόδια για σίγουρη στήριξη και με διάφορα ύψη) και μια τελευταία κουβαλούσε τα γεμάτα, αρχικά κοφίνια-κούφες και μετέπειτα κουβάδες, ως τη θέση του «συνεργείου» συσκευασίας. Το κατέβασμα των γεμισμένων κοφινιών ή κουβάδων απ’ τα δέντρα γινόταν με τριχιές κι οι «κούφες» ήταν ντυμένες εσωτερικά με λινάτσα για να μην τραυματίζονται απ’ τα τοιχώματα και τα κοτσάνια οι καρποί, αφού έπρεπε να είναι ακέραιοι ώστε να μη σαπίσουν στα ψυγεία. Η εναπόθεση των αχλαδιών παλιότερα γινόταν σε σωρούς, αλλ' αργότερα σε ξύλινα καφάσια και κλούβες. 
Οι παραγωγοί συμφωνούσαν με τους «αργάτες μαζωχτές» και έψαχναν για τέτοιους έμπειρους ανάμεσα στους πολλούς. Κι αυτό γιατί το μάζεμα έπρεπε να είναι αποδοτικό και σωστό, αλλά και επειδή η απειρία ισοδυναμούσε με πτώση από τα δέντρα, με τραγικές πολλές φορές επιπτώσεις. 
Οι συνεχείς παραινέσεις των παραγωγών προς τους άντρες ήταν «προυσέξτε τα κουτσιάνια» ή «μην τσιγκιλώνετι τ’  αχλάδια» και των εμπόρων «μην κόβετε-μαζεύετε ψιλά»! 
Οι καλύτεροι παραγωγοί-αφεντικά ήταν αυτοί που δεν ήταν απαιτητικοί και κερνούσαν τσίπουρα κρασιά και γλυκά τους ανθρώπους. Η βασική ευχή των εργατών κι εργατριών ήταν: «Καλόνε φτούρο», «και του χρόνου πιρισσότερα» κι «φχαριστώ, γεια στα χέρια σας» των αφεντικών! Σπάνια, οι έμποροι κι οι μεσίτες κερνούσαν τα συνεργεία παγωτά από τους πλανόδιους βολιώτες παγωτατζήδες.
Μετά το τέλος της βασικής συγκομιδής «πάρσ’μο τ’ πρώτου χιριού» ανάλογα και με το αν η παραγωγή ήταν «δασιά» άρα κι ο καρπός μικρός, γινόταν μετά από δεκαήμερο και η συγκομιδή των υπόλοιπων καρπών «του δεύτιρου χέρ’» ή «τ’ απάχλαδα». Ήταν άκρως κοπιαστική δουλειά για τους άντρες-μαζευτές, αλλ’ εκείνα τα χρόνια αυτή ήταν η συνήθης πρακτική: να μην πετάμε τίποτα! Έτσι, πολλά ώριμα πια αχλάδια, πήγαιναν αμέσως «στ’ κατανάλουση» δηλαδή στους μανάβηδες κι ελάχιστες ποσότητες συσκευάζονταν για τα ψυγεία, που κι απ’ εκεί έβγαιναν πρώτα πρώτα στο λιανεμπόριο.
ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ:
Όταν οι καρποί μαζεύονταν, οδηγούνταν αμέσως στο «συνεργείο» συσκευασίας που βρισκόταν σε επιλεγμένη θέση του κάθε κτήματος πχ σκιερό μέρος, βολικό στη φόρτωση κ.ά. Το αποτελούσαν κυρίως γυναίκες συσκευάστριες, παιδιά για το τύλιγμα, κι ένας άντρας ειδικός στο δέσιμο των τελάρων. Πολλές φορές αν το συνεργείο συσκευαστριών ήταν μεγάλο σε αριθμό και ξεπερνούσε τις δέκα, υπήρχε και άλλος άντρας βοηθός του «δέτη» που κουβαλούσε τα απαραίτητα υλικά και τ’ αχλάδια, ανάμεσα στις συσκευάστριες και τα έτοιμα-γεμάτα ξύλινα τελάρα ως τον πάγκο του δέτη. (Τότε ανθούσε και στα ξυλουργεία η εργασία κατασκευής τελάρων φρούτων!)
Η συσκευασία γινόταν ως εξής: Μετά την επιλογή της θέσης του «στησίματος του συνεργείου» κάθε γυναίκα έπαιρνε κενά τελάρα κι έφτιαχνε τον πάγκο της και το κάθισμά της. Χαμηλότερο το κάθισμα, ψηλότερος ο πάγκος. Εκεί δούλευε ολημερίς καθιστή. Οι πάγκοι στήνονταν ημικυκλικά για εύκολη πρόσβαση από το δέτη ή το βοηθό, αλλά και κοντά κοντά για οικονομία δυνάμεων. Για να μην τους «τρώνε οι στράτες», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. 
Μια (ή και δυο) έμπειρη γυναίκα αναλόγως απ’ το σύνολο, αναλάμβανε το «διάλεμα»(=διαλογή κατά ποιότητα, μέγεθος, φθορά) του καρπού από το σωρό κι αργότερα κατευθείαν από τις κούφες ή τους κουβάδες που έρχονταν μπροστά της από τους άντρες. Αυτή τοποθετούσε με προσοχή τους επιλεγμένους καρπούς σε ανοιχτά γαλίκια ή καφάσια ή βαθιά τελάρα κι οι συσκευάστριες τους συσκεύαζαν με ορισμένο τρόπο σε σειρά στα «ντυμένα» τελάρα.
Το ντύσιμο του τελάρου, «μονόσειρου ή δίσειρου», γινόταν από παιδιά Δημοτικού, που τότε έπαιρναν συνήθως και το πρώτο τους …μεροκάματο-χαρτζιλίκι. Έβαζαν στις τέσσερις πλευρές του ορθογώνιου τελάρου «κόλλες» χαρτιού και από πάνω πάτο από χοντρότερο χαρτί το «στράτσο»  που τα κρατούσε. 
Το διαφορετικό χρώμα των χαρτιών υποδήλωνε και την ποιότητα των αχλαδιών που υπήρχαν στο κάθε τελάρο, όταν αυτά θα έβγαιναν απ’ τα ψυγεία για πώληση. Έτσι είχαν λευκό για την πρώτη διαλογή-ποιότητα , μπλε για τη δεύτερη, κόκκινο για την τρίτη κλπ. Τα αχλάδια της α΄ διαλογής ή EXTRA, συσκευάζονταν πάντα σε μονόσειρα τελάρα κι οι υπόλοιπες σε δίσειρα. Πάνω από το στράτσο του πάτου, έβαζαν «φρου-φρου»(=ψαλιδόχαρτο) σαν στρώμα των αχλαδιών. Το ίδιο φρου-φρου έβαζαν κι οι γυναίκες στο πάνω μέρος με το τελείωμα της συσκευασίας για να μην τραυματίζονται οι καρποί, αλλά και να κρατούν την υγρασία των ψυγείων συντήρησης. Τα παιδιά επίσης δίπλα στις συσκευάστριες «τύλιγαν» σε χαρτί περιτυλίγματος, τα προς συσκευασία αχλάδια, συνήθως τα πρώτης ποιότητας, επίσης για την αποφυγή τους σαπίσματος.
 Όταν ήταν έτοιμο και συσκευασμένο το τελάρο, ο δέτης το «έδενε» φέρνοντάς το στον πάγκο του, με μια ειδική κίνηση γύρω και με «τζίβα»(=λιναρόσπαγγος), αφού έβαζε το πάνω στράτσο που κρατούσε σφιχτή τη συσκευασία. Μετά το «ντάνιαζε» (=στίβαζε) για να μεταφερθεί αυθημερόν στα ψυγεία συντήρησης-ωρίμανσης. Ο ίδιος «μάρκαρε» και τα τελάρα για να γνωρίζουν οι μεταφορείς κι οι εργαζόμενοι των ψυγείων πια παρτίδα θα μεταφέρουν ή θα «βγάλουν» για πώληση.
Οι αμοιβές των εργαζομένων αντρών, γυναικών και παιδιών, ήταν ίδιες για κάθε κατηγορία δουλειάς. Αυτές τις καθόριζαν τις «έκοβαν» κάθε χρόνο οι παραγωγοί για τους «μαζευτάδες» κι οι έμποροι για τις συσκευάστριες και τους δέτες. Έτσι υπήρχαν διαφορετικά ημερομίσθια για κάθε εργασία, με μεγαλύτερο αυτό του δέτη. Κι αυτό γιατί ο ίδιος μπορούσε να δέσει και να φορτώσει την ημέρα, ως και χίλια τελάρα μονόσειρα! Τα παιδιά, απλά έπαιρναν μικρή αμοιβή. 
Τέλος, τα ψιλά(=ελλειποβαρή) αλλά και μη εμπορεύσιμα αχλάδια που δεν συσκευάζονταν, οι παραγωγοί δεν τα πετούσαν.  Τα έκαναν μαρμελάδες, πετιμέζι και κομπόστες. Μ' αυτά, αλλά και "τ'ς πεσιάδις"(=πεσμένα) τάϊζαν και τα ζώα τους κατσίκες, άλογα και γουρούνια που ήταν πολύ θρεπτικά καθότι είχαν φρουκτόζη και βιταμίνες...
Υ.Γ. (1) - 17-8-2013
Αρκετές μέρες μετά την εγγραφή, είπα να προσθέσω μια τωρινή φωτογραφία για να γνωρίσουν οι νεότεροι έστω κι εικονικά, τα κρυστάλλια!
 Όταν βρείτε στην αγορά αχλάδια σαν της φωτογραφίας να τα αγοράσετε! Έχουν "μουντζούρες", άρα είναι χωρίς ψεκασμούς κι επίσης είναι λίγο"μασουράτα" (μυτερά-μακρουλά στη μεριά του κοτσανιού) άρα, χωρίς καρποδετικές ή άλλες ορμόνες!!


Υ.Γ. (2) Τα στίγματα-μουντζούρες στ’ αχλάδια, προέρχονται από τον «τίγρη» ή από γδαρσίματα ή από μύκητες που δημιουργούν «ξεροβούλες και νταμκάδες*». 
*νταμκάδες=στίγματα, βούλες, κηλίδες. Μάλλον προέρχεται απ’ τη λέξη «δάμκα-ντάμκα». Η «δάμκα» ήταν σφραγίδα που σφράγιζαν τα  εισερχόμενα προϊόντα στις τοπικές αγορές στην τουρκοκρατία, για λόγους φορολογίας. Ντάμκα είναι και στα εβραϊκά η ντάμα, το επιτραπέζιο παιχνίδι.

Υ.Γ. (3) Φίλος αναγνώστης μας υπενθυμισε πως τα κρυστάλλια, είναι η πανελληνίως γνωστή ποικιλία «τσακώνικα» Τον ευχαριστώ για την παρατήρηση! «Ένα μυαλό χ'μώνα- καλουκαίρ'. Τι πιριμένεις;»!