Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Πάσχα 1941

Επειδή δεν ήταν όλες οι Πασχαλιές στον τόπο μας "ρόδινες", 
ας δούμε το Πάσχα του 1941 (μόλις μπήκαν οι κατακτητές Γερμανοί στον τόπο μας), από την αφήγηση του φωτογράφου Νίκου Στουρνάρα. 
Είναι αντιγραφή από το λεύκωμα "ΜΑΓΝΗΣΙΑ 1941-1942 Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ": 

[ Άνω – Λεχώνια.
Η φήμη ότι οι γερμανοί έρχονται έχει απλωθεί αστραπιαία, σ’ όλην την περιοχή!
Ανήσυχος ο κόσμος, περιφέρεται άσκοπα, προσπαθώντας -ο ένας με τον άλλο- να μάθει, να πληροφορηθεί, για την κατάσταση,  για την πόλη, για τους βομβαρδισμούς. Κι ακόμα, η απίστευτη διάδοση, που θα σκορπίσει πικρή μελαγχολία· για τρεις Άγγλους αξιωματικούς που φτάνοντας στο Βόλο «άρπαξαν» κυριολεκτικά το αυτοκίνητο της  Δημαρχίας και... χάθηκαν πανικόβλητοι!  
Όμως η πληροφορία αυτή θ’ αποδειχθεί σωστή! Το αυτοκίνητο ύστερα από μέρες, θα βρεθεί κατεστραμμένο, σ’ ένα χωριό της Λαμίας, στο «Γαρδίκι».
………………....................
« Όλοι οι κάτοικοι του Βόλου, βρίσκονται τώρα στα γύρω χωριά. Πολλά τα προβλήματα της μικρής αυτής προσφυγιάς. Δυσκολίες στη στέγαση, προβλήματα στη διατροφή. Οι φούρνοι και τα μπακάλικα κλειστά. Όλοι φοβούνται το αβέβαιο μέλλον και αποφεύγουν με χίλιες δύο δικαιολογίες, να δώσουν τρόφιμα και ψωμί. Κίνδυνος να μείνει ο κόσμος το Πάσχα, νηστικός!

»Πρέπει οπωσδήποτε να πάω στο Βόλο. Τουλάχιστον στο σπίτι, κάτι θα βρεθεί, για να περάσουν, οι δύσκολες αυτές μέρες«.

»Με ποδήλατο και πολιτικά, φεύγω για την πόλη. Στα «Κάτω Λεχώνια» και στην «Αγριά», ανήσυχος ο κόσμος, στις αυλές, στους κήπους, στα μονοπάτια, προσπαθούν να μάθουν, να πληροφορηθούν, για την κατάσταση. Φθάνω στα «Τσιμέντα» και ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόμο για τη «Γορίτσα» ένα αίσθημα αγωνίας και φόβου με περιβάλει. Δεν ξέρω, τι θα συναντήσω, μπαίνοντας στο Βόλο. Οι διαδόσεις, έχουν εξογκώσει, την πραγματικότητα, που παρουσιάζεται τώρα θεοσκότεινη. Στην πρώτη στροφή της «Γορίτσας» ένα θλιβερό θέαμα, με γεμίζει αγανάκτηση. Το μικρό επιβατικό αυτοκίνητο, της «Ναυτικής Διοικήσεως» βρίσκεται πεταμένο, στη γωνιά του δρόμου. Η θέση του οχήματος και τα τρυπημένα - με μεγάλες μαχαιριές - λάστιχα, προδίδουν τον πανικό των επιβαινόντων από την εσπευσμένη εγκατάλειψη της πόλης«.

»Αυτοί λοιπόν ήταν οι άρχοντες οι εκλεκτοί της «Κυβερνήσεως» που πριν τέσσερα χρόνια... ξεδίπλωσαν!... την ελληνική σημαία και κομπορρημονούσαν με πύρινους λόγους, για πατριωτική σημαία έξαρση και εθνική ανάταση;«

» Άναυρος», «Άγιος Κωνσταντίνος», «Εξωραϊστική»...  Έρημα τα πάντα. Στην οδό Δημητριάδος, μέχρι κάτω στο Δημοτικό Θέατρο, δεν υπάρχει ψυχή! Σπίτια κλειστά, καταστήματα κλειστά, παράθυρα θεόκλειστα. Δυο-τρεις γάτες, περιφέρονται στο δρόμο, σαν μοναδική ένδειξη ζωής, στη στατική αυτή εικόνα, στην έρημη και πένθιμη αυτή λεωφόρο!«

» Όμως, η απέραντη ορατότητα του δρόμου, με φοβίζει, Δεν ξέρω, τι μπορεί, από στιγμή σε στιγμή, να συμβεί. Οι γερμανοί - διαδίδεται - φθάσαν στο «Βελεστίνο». Για ασφαλέστερη μετακίνηση, ανεβαίνω τη «Φιλελλήνων» και ακολουθώ, την οδόν «Ερμού». Τουλάχιστον ο δρόμος αυτός, δεν έχει ευθεία ορατότητα, είναι στενότερος και αποτρέπει ενδεχόμενους κινδύνους, σε περίπτωση ανάγκης«.
»Ώρα 11 π.μ.... κάτω από το ρολόι του Αγίου Νικολάου, η καμπάνα σημαίνει την ώρα. Ένδεκα φορές θα χτυπήσει, για ν’ αντηχήσει στην ερημιά, ο μακάβριος τώρα, αυτός ήχος! Σαν να σημαίνει κίνδυνο, σαν να σημαίνει παράπονο, πένθος, Θανατικό!!«
»Φθάνω στην πατρική εστία, παίρνω γρήγορα, ότι βρίσκω πρόχειρο και ξεκινώ για την επιστροφή. Στην «Εξωραϊστική» τρεις - τέσσερες επιβάτες, περιμένουν τώρα το τραινάκι, για το Πήλιο. Η μικρή αυτή άγνωστη, αλλά παρήγορη συντροφιά, αιθριάζει για λίγο, την παγερή ατμόσφαιρα«.

»Σε λίγο κάτω, μακριά, στο Δημοτικό Θέατρο, ξαγνάντησε ο μικρός αυτός γραφικός συρμός, που τόσο είναι δεμένος, με την ιστορία του τόπου. Δεν σφυρίζει όμως, δεν χαλάει τον κόσμο, όπως τις «παληές καλές μέρες». Έρχεται σοβαρός, μελαγχολικός, με άδεια βαγόνια και πέντ’ έξι επιβάτες, που πήρε από το Σταθμό. Κυλάει αργά σαν να ‘χει πλήρη επίγνωση της τραγικότητας των στιγμών«.

» Και ενώ, βουβοί κι αμίλητοι, ανεβαίνουν στο τραίνο, οι λιγοστοί νέοι επιβάτες, οι σειρήνες αρχίζουν πάλι να στριγγλίζουν! Τρέχουμε όλοι μαζί στα ορύγματα του πάρκου για προστασία. Όμως τίποτα, δεν φαίνεται. Ο ολιγόλεπτος συναγερμός, θα λήξει, χωρίς περιπέτειες. Θα μας μείνει ο θαυμασμός για το θάρρος και τη στάση των σιδηροδρομικών, στις επάλξεις του καθήκοντος, που μόνον αυτοί, οι δημοσιογράφοι και οι χειρισταί των σειρήνων, θα μείνουν, μέχρι της τελευταίας στιγμής, στις θέσεις τους«. »Φεύγουμε παρέα -τραινάκι και... ποδήλατο! - για τα «Λεχώνια». Αφήνουμε τώρα πίσω μας, την αγωνία, το φόβο, τη μελαγχολία! Από τον «Άναυρο» και πέρα, η διαδρομή μας, δίπλα στη θάλασσα και η ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα, γεμάτη λουλούδια και μοσχοβολιές, που κατεβάζουν οι πηλιορείτικες πλαγιές, θα μας γεμίσουν νοσταλγία στη σκέψη, για την όμορφη και ξένοιαστη ζωή, που χάθηκε! ]

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Περί «βαΐων»


Βεβαίως και σήμερα (Κυριακή των Βαΐων) πήραμε τα «βάια» των «εντός του ενιαυτού νυμφευμένων»! 
Οι φοίνικες και τα βάια που μοιράστηκαν σήμερα στους ναούς, έχουν σχέση με το Ευαγγέλιο που λέει πως Τον υποδέχτηκαν μετά "βαΐων και κλάδων" (εννοείται φοινικιάς). 
Εδώ στην περιοχή μας παλιότερα φοίνικες δεν υπήρχαν. Υπήρχαν ανέκαθεν βαγιές. Μ’ αυτές έφτιαχναν τα μπουκετάκια οι "βαϊουν'φάδες"! Οι φοίνικες ήρθαν εδώ τέλος του 19ου αρχές του 20ου αιώνα από τους Αιγυπτιώτες (Πηλιορείτες στην Αίγυπτο) και μ' αυτά στόλισαν τα λεχωνίτικα κλπ αρχοντικά τους. Στο υπόλοιπο ανατολικό ή ορεινό Πήλιο δεν υπήρχαν, καθότι λόγω παγετών ξηραίνονταν. Σ’ όλη τη Μεσόγειο και στα νησιά του Αιγαίου ευδοκιμούσαν πάντα. Γι’ αυτό και τα πλεκτά σταυρουδάκια φοινικιάς στα νότια!
Ας δούμε κάποιες φράσεις που λέγονται εδώ στο Πήλιο: 
1. «Τα πήρι τα βάια τ’» (=για κάποιον/α που αντιμετωπίζεται ριζικά με λόγια, αποστομώνεται ή διώχνεται, τον/την ρούμπωσε, του/της τάριξε χοντρά. (Περιφραστικά στην πιο απλή εκδοχή: Κάποιοι παίζουν χαρτιά στο μαγαζί κι ο ένας νικά κατά κράτος. Ο ηττημένος το αμφισβητεί. Ο νικητής απαντά: «Αφού τα πήρι(ε)ς τα βάια σ', τι θέλ’ς τωραϊά;») 
2. «Δεν έχ’ καλά βάια» ή «Δεν τουνι γλιέπου να έχ' καλά βάια», εννοεί πως δε θα φτάσει ως των ...Βαΐων! Πιθανόν να εννοεί η φράση και πως δεν θα φτάσει κάποιος σε καιρό γάμου για να δέσει βάγια (θα τον προφτάσει ο θάνατος κι όχι ο γάμος).
Ίσως όμως ν’ άρχισε να λέγεται και για τους ανύπαντρους αδελφούς που γινόντουσαν «γι(ε)ρουντουπαλίκαρα», περιμένοντας όλες τις αδελφές να παντρευτούν πρώτα και στο τέλος οι ίδιοι, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο. Οπότε ούτε γαμπροί γινότανε ούτε και βάια δένανε!
3. «Ντιπ, βαϊά είνι» που σημαίνει πως τα ελαιόδεντρα είναι πλήρη ανθού- «μούκρου», όπως οι βαγιές που πάντα έχουν άφθονα άνθη που επίσης πάντα «τα δεν’νι(ε) ούλα», φτιάχνοντας άπειρα «βαγιοκούκουτσα» (καρπούς). Δηλαδή γονιμοποίηση και ευκαρπία (αφθονία καρπού). Συμβολικός παραλληλισμός και στα νιόπαντρα (γονιμότητα>ευτεκνία -πολυτεκνία), λοιπόν.

Αγ. Αθανάσιος- Ακολουθίες της Μ. Εβδομάδας - Πάσχα 2016

Καλό Πάσχα ! 
Το πρόγραμμα των Ακολουθιών της Μ. Εβδομάδας και του Πάσχα 2016 στον ενοριακό ναό μας:
(Για να το δείτε καθαρά πατήστε πάνω στο πρόγραμμα)

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Ο Αϊ-Γιάννης της Μακρινίτσας

Η νότια είσοδος του Αϊ-Γιάννη
Φωτογραφία του φίλτατου Θανάση Γέρμανου*.
Ο Αϊ-Γιάννης από ΒΑ.
Φωτογραφία του φίλτατου Θανάση Γέρμανου.
Πάσχα έρχεται κι ας δούμε και το όμορφο ναϊδριο του Αϊ-Γιάννη στη Μακρινίτσα!
Ημερολόγιον Η ΦΗΜΗ 1887
Ο ναός του Αϊ-Γιάννη που οικοδομήθηκε στα 1806 βρίσκεται «παρά την πλατείαν της αγοράς»
Στον ΠΡΟΜΗΘΕΑ του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη διαβάζουμε κάποια ποιήματα που βρέθηκαν γραμμένα στο νάρθηκα της εκκλησίας και αναφέρονται στον Αϊ-Γιάννη, αλλά και που δείχνουν την κατάστασή της. Τα έστειλε με επιστολή ο αρχαιολόγος Νικ. Γιαννόπουλος και αναφέρονται στο εκκλησάκι. Εδώ αυτά που αναφέρονται στο Ναό:

Εις Ιωάννην
(ηρωικόν)
Ένθαν έην ύδατα, κλυτός ένθ΄έην Ιωάννης
Δήμον απειρέσιον πλυνέεσκιν εις κατάγνωσιν.
Δέρκεο τόνδε μολούντα, όπου ρει νάματα κρήνης
Κηλίδας εκπλέειν, βοάντα τε δάκρυσιν αίσι.
[Μετάφραση** (από την ιωνική διάλεκτο): 
Εδώ υπάρχουν νερά ξακουστά, εδώ είναι ο Ιωάννης.
Άνθρωποι πολλοί (ξε)πλένονται (για εσωτερική γνώση) εσωτερικά.
Λαμπερό(καθαρό) αυτό έρχεται εδώ όπου τρέχουν τα νερά της βρύσης 
Απομακρύνει τους ρύπους και τα καυτερά δάκρυα (κραυγάζοντας) με βοή. ]

Ως από του ναού
Αν αγαπάς ω θεατά να μάθης τις και ποιος
Το πρότερον εις μήκος τε, πλάτος και ύψος οίος;
Μικρός ήμην και χαμηλος σχεδόν σπιθαμιαίος
Και λίαν ακαλλώπιστος και καταγελαστέος.
Έχων όμως τον Πρόδρομον , υιόν του Ζαχαρίου,
Των προφητών τον μέγιστον τον λύχνον του ηλίου,
Οικήτορα εν εμαυτώ δια τιμήν και κλέος,
Είχον ελπίδας αγαθάς και θάρρη μέχρι τέως.
Να ορθωθώ, μεγαλυνθώ, να αλλάξω πρώτον σχήμα, 
Και του Προδρόμου όπως ουν να γείνω άξιον κτήμα.
Διότι ουδέν έπρεπε να μείν’ ημελημένος,
Εν μέσω χώρας κείμενος και αφιερωμένος
Εις το πάντιμον όνομα Προδρόμου του μεγίστου
Του Βαπτιστού, του Ιησού υιού Θεού υψίστου.
Να φαίνωμαι ως χηραμός, ως τρώγλη ζωυφίων,
Τοις εγχωρίοις όνειδος, αισχύνη των τιμίων,
Όθεν σπουδή πολλή απλώς πάντες οι εν τη χώρα
Μάλιστα δε οι προύχοντες εν ταύτη γε τη ώρα.
Οι στίχοι αυτοί ήταν γραμμένοι στο νάρθηκα και από κάποιον παπα-Πολύζο
Ο παπα-Πολύζος ήταν Θεσσαλός λόγιος και ποιητής απ’ τα Τρίκαλα. Έζησε στη Μακρινίτσα, όπου απέκτησε κόρες και γιους. Ήταν ιερέας και οικονόμος Τρίκκης. Ο ίδιος όταν ήταν διάκος έγραψε το εισαγωγικό επίγραμμα στο βιβλίο του  Σκιαθίτη Επιφάνειου Δημητριάδη «Απανθίσματα» (Δείτε ΕΔΩ):
Ο Ν. Σάθας στην «Ελληνική Φιλολογία» του και στη σελ. 617 λέει: «Πολύζος ιεροδιάκονος, εποίησεν επίγραμμα εις τα του Δημητριάδου Απανθίσματα».
Στον ίδιο νάρθηκα υπάρχουν κι άλλοι στίχοι μαζί φτιαγμένοι από άλλους.
Για το εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη δεν θα μπορούσε να μην έχει γράψει κι ο γνωστός ερευνητής της Λαϊκής Τέχνης του Πηλίου, ο Κίτσος Μακρής
Στις δύο μελέτες του για τους ναούς που έφτιαξαν στο Πήλιο ο αρχιτέκτονας Δήμος Ζηπανιώτης και διακόσμησε ο γλύπτης Μίλιος γράφει:
 [...] Τον ίδιο χρόνο, στα 1796, καταργείται στο Πήλιο το προνόμιο να χτίζουν εκκλησίαις όταν θέλουν, «διά τίνα συμβάντα άτινα συνέβησαν εν τη Μακρυνίτση δια τον ναον του Προδρόμου, τον εν τη αγορά της Μακρυνίτσης».
[…] Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στη Μακρινίτσα -θαυμαστό πέτρινο κομψοτέχνημα — είναι κεντημένος με πλήθος από ανάγλυφα. Το ίδιο και η βρύση στην κεντρική πλατεία, και η βρύση στη θέση Μπράνη, στο ίδιο χωριό.[…]
[…] Στις 3 Αύγουστου 1806 ο Θεοδόσιος εκ Βράχας των Αγράφων σκαλίζει το ανάγλυφο που είναι εντοιχισμένο στον νότιο τοίχο της εκκλησίας του Προδρόμου στη Μακρινίτσα και παριστάνει την Ελισάβετ και το Ζαχαρία. Αυτό το ανά­γλυφο, καθώς και ο Λωτ, που είναι σκαλισμένος στην κεντρική κόγχη του ιερού, θυμίζουν την τεχνική της ξυλογλυπτικής, με τις κύριες επιφάνειες που σχηματί­ζουν μεταξύ τους γωνίες, χωρίς μαλακές μεταβάσεις από όγκο σε όγκο.[…]
(Κίτσου Μακρή - Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΜΠΑΣΔΕΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΜΙΛΙΟΣ- 2007 - γ΄ έκδοση)
Ο Αϊ-Γιάννης από ΑΝΑ με την κρήνη. 
Φωτογραφία: Θανάσης Γέρμανος.
[…] Οι μονόκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές έχουν μικρές διαστά­σεις και είναι συνήθως ξωκλήσια. Έχουν δίρριχτη σκεπή με πλάκες προπαντιώτικες […] Έχουν μια κόγχη ημικυκλική στον ανατολικό τοίχο (Αγ. Γεώργιος κοντά στον Κισσό) και σπανιότερα τρεις (Αγ. Ιωάννης Μακρυνίτσας). […] Είναι χτισμένες με πέτρα και δεν έχουν αξιόλογο γλυπτικό ή ζωγραφικό διάκοσμο. Εξαίρεση αποτελεί η μικρή εκκλησία του Αγίου Ιωάννου Μακρυνίτσας, στην κεντρική πλατεία του χωριού, που έχει επιμελημένη ισόδομη τοιχοποιία, χτιστό δυτικό και νότιο υπόστεγο (εξωνάρθηκα) και πλούσια γλυπτική διακόσμηση.[…]
 (Κίτσου Μακρή-Αρχιτέκτων Δήμος Ζηπανιώτης-Αθήνα 1957)
Φωτογραφία: Θανάσης Γέρμανος
* Ευχαριστώ το Θανάση Γερμ. για την παραχώρηση των όμορφων φωτογραφιών του
** Ευχαριστώ τη Δήμητρα Παπαδ... για την απόδοση-μετάφραση!

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Τσαγκαράδα


Η Τσαγκαράδα *
έχει υπέρ τους 2500 κατοίκους, ων οι πλείστοι μετέρχονται τον έμπορον εν Αιγύπτω, αναχωρούντες το φθινόπωρον και επιστρέφοντες, πάντοτε σχεδόν πλήρεις χρημάτων, κατά τας παραμονάς του Πάσχα.
Κείται επί της ανατολικής πλευράς του ενδόξου Πηλίου, της γενετείρας των παλαιών Κενταύρων, απέχει  δε ημίσειαν ώραν από της θαλάσσης και οκτώ από του Βόλου. Η επί του Πηλίου συγκοινωνία γίνεται δι’ ημιόνων. Εκτός των ευπόρων όμως υπάρχουσι και ναυτικοί πολλοί, μεταφέροντες διά των πλοίων αυτών εις τε τους διαφόρους του Κράτους λιμένας και εις το εξωτερικόν τα κυριώτερα του τόπου προϊόντα, μήλα και κάστανα.
Η Τσαγκαράδα εχτίσθη προ οχτακοσίων ετών, φαίνεται δε ότι οι πρώτοι αυτής κάτοικοι, ως και το όνομα δηλοί (1), κατώκησαν υπό σκηνάς. Σώζονται δε και αρκετά ερείπια πύργων και φρουρίων Ενετικής κατασκευής από τις εποχής της Ενετοκρατίας, προ πάντων δε πλησίον της παραλίας, ην αποτελούσι κατά το πλείστον μεγαλοπρεπέστατοι και συνάμα τρομακτικοί εις την θέαν απορρώγες βράχοι. Και η θέσις, και το όνομα αυτής, Καραβοστασιά ή Καραβοτσακσιά, επιβεβαιούσι το υπό του Ηροδότου αναφερόμενον, ότι ενταύθα κατεστράφη εν τη αρχαιότητι ο στόλος του Πέρσου σατράπου (2).
Οσάκις ατενίζω τους  σκιερούς αυτούς βράχους, αγόμενος υπό της φαντασίας, εις χρόνους δόξης οιχομένους, νομίζω ότι η σημερινή αγριότης των διατηρείται έτι από της ημέρας, καθ’ ην το πρώτον αμέριμνοι και ταπεινοί ίσως είδον την αυθάδειαν των βαρβάρων, ελαύνουσαν εν πομπη προς υποδούλωσιν της φίλης πατρίδος. Από της ημέρας, καθ’ ην αφήσαντες τα μετά της αύρας και των κυμάτων παίγνιά των, εξηγέρθησαν άγριοι και φοβεροί, ίνα κατασυντρίψωσι και ταπεινώσωσι προ εαυτών τον τολμητίαν Ξέρξην!
----------------------------------------------------------------
(1)  Τ σ α γ κ α ρ ά δ α ή Τ σ α γ κ α ρ ά δ ε ς παράγεται πιθανώτατα εκ της λέξεως τ σ α γ κ α ρ ι α, άλλως  τ σ α ν τ  ί ρ ι α, όπερ κατά την διάλεκτον των κατά τα μέρη ταύτα περιφερομένων πλανοδίων Γύφτων ή Αθιγγάνων και των επί τέσσαρας αιώνας αρξάντων Μωαμεθανών σημαίναι σ κ η ν ά ς. Τσαγκαράδαι άλλως υπάρχουσι πολλαί εν ταις Κυκλαάσι νήσοις και εν Θράκη.
(2)  Άλλοι την θέσιν ταύτην ορίζουσιν έτι βορειότερον, πλησίον του Κεραμιδίου, Κασθαναίας το πάλαι. Αλλά νομίζω ότι ο στόλος του Ξέρξου ήτο αρκετά μέγας ώστε, συντελέσαντος και του σφοδρού βορειοανατολικού ανέμου, να διασκορπισθή καθ’ άπασαν την ανατολικήν παραλίαν του Πηλίου, μέχρι της Σηπιάδος άκρας.Επομένως το όνομα Κ α ρ α β ο σ τ α σ ι ά  ή  Κ α ρ α β ο τ σ α κ σ ι ά  δεν είνε άσχετον προς το γεγονός τούτο. Όλως απίθανος δε μοι φαίνεται η γνώμη ότι και ενταύθα εννοείται δια της λέξεως αυτής ο ναύσταθμος, ως αναφέρει ο ετυμολογος (πρβ. και Λεξικόν της καθ’ ημάς Ελληνικής Διαλέκτου υπό Στ. Βυζαντίου. 1874) δια το ήκιστα κατάλληλον της θέσεως.

* Ο Γεώργιος Αδρακτάς- που έγραψε το κείμενο στο περιοδικό ΕΒΔΟΜΑΣ τχ 13 /31-3-1890, γεννήθηκε στην Τσαγκαράδα το 1870 και πέθανε το 1962. Παραδοσιακός πεζογράφος και λόγιος. Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα εμπνευσμένα από τη θεσσαλική και πηλιορείτικη ζωή που έζησε,  χρησιμοποιώντας το τοπικό μας γλωσσικό ιδίωμα.


Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Ο ζωγράφος Ευστάθιος Αλτίνης

Μια άλλη μορφή από τον ελληνισμό της διασποράς των χρόνων της Τουρκοκρατίας ήταν κι ο Ζαγοριανός ζωγράφος Ευστάθιος Αλτίνης.(Eustație Altini,1772-1815)

Γεννήθηκε στη Ζαγορά. Στα 1780 η οικογένειά του μετανάστευσε στο Ιάσιο της Ρουμανίας, όπου υπήρχε σπουδαία ελληνική παροικία.
Στα 1789 τον στέλνουν στην Βιέννη για να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών κοντά στους Heinrich Füger, Johann Baptist Lampi και Hubert Maurer.
Κάποιοι από τους Έλληνες της περιοχής τον υποστήριξαν βοηθώντας τον στις σπουδές του, αλλά δεν είναι γνωστό, ποιοι ήταν αυτοί.
Επιστρέφοντας στην Μολδαβία είναι ο πρώτος που εισάγει εκεί την ελαιογραφία και την νεοκλασική ζωγραφική. Αυτό γίνεται γύρω στα 1802 στο Ιάσιο, όπου παίρνει παραγγελίες για εικονογράφηση εκκλησιών και προσωπογραφιών.
Πολύ γνωστά είναι τα πορτραίτα-ελαιογραφίες δύο γυναικών:
Το πρώτο είναι 70χ57 εκατ. και εικονίζει την Σάφτα σύζυγο του Άγα Λασκαράκη Κώστα Ταλπάν (γνωστού στη Ρουμανία από το σπίτι του Ιάσιο, όπου έδινε παραστάσεις το περίφημο THEATRE DES VARIETES).  Το άλλο είναι χωρίς τίτλο διαστάσεων 86χ64 εκατ.
Σάφτα σύζυγος του Άγα Λασκαράκη
Ενδιαφέρουσες είναι και οι επεμβάσεις του στην εκκλησιαστική ζωγραφική, όπου αρχίζει να χρησιμοποιεί την φωτοσκίαση και την προοπτική. Είναι ο εικονογράφος των εκκλησιών του Αγίου Σπυρίδωνος, της Αγίας Παρασκευής, της Κυριακής των Αγίων Πάντων (Banu) στο Ιάσιο.
Ήταν από τους πιο προικισμένους καλλιτέχνες την εποχή του στη Μολδαβία, γνώστης της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.  Επίσης θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους στην ιστορία της Ρουμανίας. 

Πηγές:
-Περιοδικό ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ, άρθρο Κούλας Ξηραδάκη.
- volosmagnisia.wordpress.com/2014/11/04/ποιός-είναι-λοιπόν-ο-eustatie-altini-ή-ευστάθιος-αλ/
-ro.wikipedia.org/wiki/Eustație_Altini 
- monumentul.ro/pdfs/Cornelia%20Bordasiu.pdf

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Οδηγός Βόλου Νομού Μαγνησίας 1901

Ένας ακόμη "ΟΔΗΓΟΣ" !
Ο "ΟΔΗΓΟΣ ΒΟΛΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ" του 1901, είναι γνωστός από τον επιμελητή ως "Οδηγός Μολοχάδη". 
Είναι ένα ακόμη βιβλίο κατατοπιστικό για την περιοχή εκείνη την εποχή, αρχές του 20ου αιώνα.
εδώ (πατήστε πάνω στο εξώφυλλο) ή 
http://data.axmag.com/data/201602/20160224/U134322_F372441/FLASH/index.html

κι εδώ 

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Μαγνησία 1909

 "Περί του Νομού Μαγνησίας". 
Απόκομμα Γεωγραφίας για τους μαθητές της Γ΄τάξης των Ελληνικών Σχολείων:

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Τρίκερι

Φωτογραφία Θεόδωρος Γκαβαρδίνας
 Ένα όμορφο κείμενο του Γιάννη Μουγογιάννη από το βιβλίο του ΟΔΟΙΠΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ-Ταξιδιωτικά, ΠΥΛΗ Αθήνα 1979: 
Το Τρίκερι είναι μια αγάπη. Αγάπη και γοητεία, νοσταλγία και καημός, συνταίριασμα γαλήνης κι ονειροπολήματος που δένεται με το παρόν και χωνεύει την ύπαρξή του στα βάθη του χρόνου. Καμάρι κι αφέντης τον τόπου, βιγλάρει απ’ την ψηλόθρονη θέση τον τα πλάνα των βουνοκορφών που ορθώνονται ενάγνρα και στεφανώνούν το περίγραμμά του. Κι αυτό στη μέση, ζωσμένο από θάλασσα κι αλμύρα γίνεται ανεμοπέρασμα κι αφουγκράζεται το παραμύθι της θάλασσας.
Λαμποκοπάει το Τρίκερι στο πρωινό. ηλιοφώτισμα κι αστράφτει στην κορφή του βράχου. Ο πειρασμός να το επισκεφτείς είναι μεγάλος. Μια γεύση αιωνιότητας κι ένα αναβάπτισμα στη συντηρημένη παράδοση, θα σου δώσει φτερά και θ’ αλαφρύνει της ψυχής σου το πέταγμα. Ανήμερα την Κυριακή του Θωμά βρίσκεσαι, κάθε χρόνο, στο γραφικό τούτο απομεινάρι των περασμένων καιρών. Από το Βόλο, μόνο με καράβι φτάνεις εκεί, και ξεμπαρκάρεις στην 'Αγια Κυριακή, επίνειο τον χωριού. Στα ψαράδικα καπηλειά θα πιείς ένα ποτήρι ντόπιο ρακί και θα κουβεντιάσεις με μορφές χαραγμένες απ’ το χρόνο και τυλιγμένες μ’ αλμυρούς θρύλους. Ζαρωμένα πρόσωπα, βαθιά ρυτιδιασμένα, που όργωσαν και δάμασαν τις θάλασσες. Το πάλαιμα με τα στοιχειά και τις γοργόνες σου διηγούνται κι η ματιά τους παίρνει μιαν έκφραση απόκοσμη, λες κι οραματίζονται θεριά που σπαρταρούν κάτω απ’ τη δύναμή τους. Χαροπαλαίματα και μπουνάτσες, πελώρια κύματα που ρουφούσαν στα σπλάχνα τους τα ξύλινα σκαριά κι ύστερα τα τίναζαν στην ασπρόκορφη αιχμή τους. Γαληνεμένα ηλιοβασιλέματα αντάμα με το ζεστό αέρα της Μπαρμπαριάς. Κι ύστερα, τον κόσμο τον βυθού. Εκείνο το γοητευτικό κι άγνωστο βασίλειο με τους δικούς του νόμους, τα παράξενα χρώματα, την ήρεμη κίνηση και τη γαλήνη της σιωπής του. Η αναζήτηση του σφουγγαριού, η αγαλλίαση απ’ την καλή σοδειά, το νικηφόρο ανέβασμα στην κουπαστή του καραβιού. Κι ακόμα ο ψαράδικος στόλος που θερίζει τα θαλασσινά γεννήματα. Τα διηγιέται ο καπετάν Κωνσταντής κι αλλάζει χίλια πρόσωπα. Πότε πλαταίνει το χαμόγελό του και πότε σκυθρωπιάζει η μορφή του. Βιώματα μιας ολάκερης ζωής αποτυπωμένα στην κουρασμένη έκφρασή του. Κι εκείνο το βλέμμα του; Καθώς κοιτάζει τη γαλάζια αγκαλιά, που μαζί της ζύμωσε το αλμυρό ψωμί της φαμίλιας του, αλλάζει χίλια χρώματα. Θαρείς πως σκίζει τον ορίζοντα αναζητώντας μια φούχτα γης ν’ αναπαυτεί, κι άλλοτε πως ψάχνει το βυθό για μαργαριτάρια και κοχύλια. Αγέρωχες κι αδάμαστες μορφές θαλασσινών, λευτερωμένες απ' το αίσθημα τον φόβου, συμπυκνώνουν μέσα τους την υπαρξιακή συνέχεια της ναυτικής ψυχής του λαού μας.
Πιο πέρα λίγο, δικάταρτα καράβια αραγμένα, κι έξω απ’ το νερό πολλά σαπισμένα σκαριά. Στο τρικεριώτικο καρνάγιο σκαρώθηκαν τα μπουρλοτιέρικα του ‘21 κι οι γολέτες που πρόσφεραν πολλά στον αγώνα. Τώρα ανάμνηση και θάμπος. Απ’ την αχλύ του θρύλου προβάλλουν τα ηρωικά τρικεριώτικα πλεούμενα που αυλάκωναν τις τρικυμισμένες θάλασσες, μεταφέροντας σ’ όλη τη Μεσόγειο τα γεννήματα της πηλιορείτικης γης.
Η ανάσα, στ’ ανέβασμά σου για το χωριό, μυρώνεται απ’ τους νιόβγαλτους εαρινούς ανθούς. Η πράσινη γη στολίζεται μυριόχρωμα κι η αύρα της θάλασσας φτάνει δω πάνω ευωδιαστή και φιλτραρισμένη απ’ τους ζωογόνους παλμούς της άνοιξης. Το χωριό σιμώνει, τ’ αρχοντικά ξεχωρίζουν, η θωριά τους χώνεται βαθιά στο γαλάζιο τ’ ουρανού. Περήφανα πυργόσπιτα που μέσα τους φώλιαζε ο πλούτος κι η αντρεία, ηημεράδα κι η καλοσύνη. Εκεί υφαίνονταν οι μεταξόχρυσες στολές των γυναικών, έργο υπομονής κι αγάπης στη μακριά χειμωνιάτικη νύχτα. Εκεί κούρνιαζε η καρδιά τον θαλασσοδαρμένον καραβοκύρη κι αλάφρωνε. Σοκάκια πεντακάθαρα που ασπροβολούν απ’ τη φροντίδα της τρικεριώτισσας κυράς. Παιδάκια καλοντυμένα πλημμυρίζουν τα φιδόστριφτα περάσματα από μηνύματα αισιοδοξίας. Κυρτωμένες γριούλες στα κατώφλια των σπιτιών με το πλατύ χαμόγελο της αγάπης. Δυο παλμοί, δύο κόσμοι, μια ουσία. Και πάντα ένας λόγος καλός για τον επισκέπτη, ένα γλυκό κι ένα νερό απ’ το σταμνί για να ξαποστάσει.
Η διατήρηση της παράδοσης και της αυθεντικής ηθογραφικής ιστορίας, είναι δυο πράγματα σημαντικά που τιμούν τους Τρικεριώτες. Το πασχαλινό πανηγύρι αρχίζει απ’ τη Μεγαλοβδομάδα. Οι ταξιδεμένοι άντρες όλοι βρίσκονται στο χωριό και γλεντοκοπούν. Και σαν τ’ απόγευμα του Θωμά ντυθούν οι ψηλόκορμες κυράδες με τις βαριές κι αστραφτερές στολές τους, τ’ ανοιξιάτικο πανηγύρι κορυφώνεται. Η πλατεία φεγγοβολά απ’ το χρυσάφι και το μετάξι. Κάθε λογής χρώματα πάνω στις φορεσιές. Ποδόγυροι χρυσοκέντητοι, κλειδωτάρια αστραφτερά, πλουμίδια ολόχρυσα στο λαιμό, ντούμπλες, πεντόλιρα, ναπολεόνια. Μαντήλι κίτρινο στο κεφάλι, που φωτοστεφανώνει τη γλυκειά μορφή της τρικεριώτισσας κόρης, και στη μέση φαρδιά χρυσοστόλιστη ζώνη, που λαμπυρίζει στις στερνές ηλιαχτίδες. Κι όλη αυτή η πολύχρωμη ομορφιά χορεύει ρυθμικά στο πλακόστρωτο της πλατείας. Κι ο κόσμος θαυμάζει κι η καρδιά του σκιρτά απ’ το κάλλος της αφτιασίδωτης κληρονομιάς του λαού μας. Να εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ η μυριόχρωμη και ρυθμική αυτή πανδαισία. Γίνεσαι νοσταλγός κι ονειροπόλος της παράδοσης, που συντηρείται ακόμα στον τρικεριώτικο χώρο, και που σέρνει κάθε χρόνο τα βήματά σου στον υμνημένο τόπο, εκεί που ακούμπησες ένα κομμάτι απ’ τη ζωή σου.
Να πέφτει το σούρουπο και να ξεμακραίνεις απ’ το χωριό, ακούγοντας όλο και πιο μακριά τη μουσική της χαράς. Πανηγύρι μαζί κι αναβάπτισμα στις υγιέστερες ανθρώπινες δημιουργίες. Το Τρίκερι κι ο κόσμος του είναι πάντα μια νοσταλγία και μια μονάκριβη αγάπη.

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Ιωάννης Τασσαίος

Ένας άγνωστος Αγιολαυρεντίτης γιατρός, πατριώτης και γερουσιαστής.
Ο Ιωάννης Τασσαίος, γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου στα 1809. Ήταν γιος του Αναστασίου και είχε μικρότερο αδελφό τον Νικόλαο και αδελφή την Ελένη σύζυγο του Ιωάννη Αγγ. Κώτου από τα 1824 . Το πατρικό σπίτι του βρισκόταν στο δρόμο που ξεκινά δυτικά από την πλατεία του χωριού προς τη Δράκια περιοχή όπου υπήρχαν δύο αρχοντκά της οικογένειας γνωστά ως «Τασσέικα». Απέναντι υπήρχε και το σπίτι της αδελφής του, του Γιάννη Κώτου.
Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ -1901 
Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχτηκε από τον Ζήση Θεοδοσιάδη-Παχάρνικο (ΕΔΩ) στο μοναστήρι του Αγ. Λαυρεντίου. Ίσως να πήγαινε στο «κρυφό σχολειό» που υπήρχε παλιά πίσω και στα δεξιά της μονής, που τα χρόνια εκείνα είχε περίπου εξήντα καλογέρους. Φαίνεται πως ήταν επιμελής και καλός μαθητής για αυτό και ενδιαφέρθηκε για τη μόρφωσή του, ο θείος του Ευστάθιος Νικολαΐδης , μεγαλέμπορας στην Πόλη.  Γι’ αυτόν αναφέρει ο Ν. Γούδας:
Αυτός ο Ευστάθιος Νικολαΐδης πήρε στην προστασία του τον ανιψιό του Ιωάννη κι έτσι στα χρόνια μετά την Επανάσταση τον στέλνει στην Πίζα της Ιταλίας να σπουδάσει γιατρός. Ίσως είναι ο πρώτος Πηλιορείτης σπουδαγμένος γιατρός. Ήταν πολύ μορφωμένος αν κρίνουμε από την ποικιλία των θεμάτων των βιβλίων του, που δώρισε στην πόλη του Βόλου.
Το πότε γύρισε στην Ελλάδα δεν είναι γνωστό.  Όμως στα 1835 αγόρασε στη Βόρεια Εύβοια το χωριό Ελληνικά από τον Σεκήρ Εφένδη.  Αυτό το χωριό κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και αμέσως μετά την απελευθέρωση, είχε αρκετές περιπέτειες σχετικές με το ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Μετά την αντιδικία που είχαν οι Τούρκοι μεταξύ τους (Σουλτάνος και Αλήπασας), το χωριό πέρασε στην ιδιοκτησία του Ιωάν. Τασσαίου, ο οποίος από το 1848 και μετά το πούλησε σε τρεις δόσεις στους κατοίκους των Ελληνικών. Ωστόσο έκανε πολλούς  δικαστικούς αγώνες για να αποδείξει πως το τσιφλίκι που αγόρασε ήταν ιδιωτικό κι όχι του Οθωμανικού Κράτους.
Την ίδια εποχή  (28 Ιουλίου 1847 – 22 Ιουλίου 1850 -Περίοδος Β΄) εκλέγεται βουλευτής Ξηροχωρίου (Ιστιαίας) και μετά γερουσιαστής.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Σαν γιατρός εργάζεται στην Αθήνα και είναι γιατρός του Όθωνα και της Αυλής.
Είναι μέλος της Φιλεκπαιδευτικής και της Αρχαιολογικής Εταιρείας και φίλος του καθηγητή Φιλίππου Ιωάννου. Συγχρόνως σχετίζεται και με ανθρώπους του πνεύματος. 
Ο πόθος του για την ελευθερία της πατρίδος του Θετταλομαγνησίας, τον οδήγησε στη δωρεά μεγάλου χρηματικού ποσού για την αγορά οπλισμού και στρατιωτικού υλικού το 1846 και την οργάνωση νέας επανάστασης. Τότε δανείστηκε από την Εθνική Τράπεζα ποσό 30.000 δραχμών αρχικά και μετά άλλων 10.000 για την χρηματοδότηση, με υποθήκη των κτημάτων του.
Αγόρασε το υλικό που μεταφέροντάς το στο Πήλιο από τον Πειραιά με το μπρίκι η «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» και μια σακολέβα η «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ», τον σταμάτησε κοντά στην Άνδρο το γαλλικό ατμόπλοιο ο «ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΟΣ» και του κατασχέσαν τα πλοία με τα πολεμοφόδια κι ο ίδιος συνελήφθη. Μετά οι Γάλλοι τον πέρασαν δικαστήριο, τον φυλάκισαν, τον καταδίκασαν και μετά αμνηστέυστηκε. 

Σωκρ. Βαμβάκος- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΓΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ κλπ- 1927
Το δάνειο όμως έτρεχε!  Έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει στα 1855 ο τελευταίο κομμάτι γης του, για να εξοφλήσει τα χρέη του στην Τράπεζα.
Μετά ζούσε κατά καιρούς στην Αθήνα και στη Χαλκίδα. 
Πριν το θάνατό του δώρισε στην πόλη του Βόλου την πολύτιμη βιβλιοθήκη του για εκείνην την εποχή, όπως και πάλι μας λέει ο Ζωσιμάς : […] αν τα βιβλία μένωσιν ως έμενον από της θανής του αοιδίμου Κωνσταντά μέχρι σήμερον κεκλεισμένα και καθειργμένα είναι ως να μη είναι έγραψα ίνα τα πάρη ουχί η πόλις Γόλος ως λέγει ο γεννάδας, αλλ’ η εν δυνάμει βιβλιοθήκη του Πηλίου, διότι αν τα πάρη η πόλις Βώλος ή Γόλος ως γράφει, και τα κλείση ως έκλεισε και τα αφιερωθέντα παρά των μακαρίων Ι. Τασαίου του αποβιώσαντος ενταύθα κατά το έτος 1869 […]τότε είναι προτιμότατον να μένωσιν […]  
Πέθανε στο Βόλο το 1869, πριν προφτάσει να δει τη γενέτειρά του ελεύθερη.

ΠΗΓΕΣ:
-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΓΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ κλπ- Σωκρ. Βαμβάκος- 1927
-ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
-ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ -Ν. Γούδας- τομ. Α΄-1869
-ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΑΓ. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ -Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης-1901
-Εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ Απρίλιος 1961
-ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ, Απόστ. Παπαθανασίου, Αθήνα 2006.