Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1940-44. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1940-44. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

Αγιοβλασίτες, θύματα το 1944

«ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΑΥΓΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ…» (από αναμνηστική πλάκα στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου) τούτες οι μνήμες...

Στον απόηχο της εθνικής γιορτής-μνήμης, θα δούμε δυο ακόμη περιπτώσεις συμπατριωτών μας που θανατώθηκαν στην καλύτερή τους ηλικία από τους Ναζί κατακτητές και τους συνεργάτες τους Εασαδίτες.
Πρώτος είναι ο αγιοβλασίτης Βλάσιος Νικ. Στανιός, 35 ετών, που απαγχονίστηκε μαζί με άλλους δύο στην (υπάρχουσα και σήμερα) κολόνα του ηλεκτρικού στο κέντρο των Άνω Λεχωνίων, την Παρασκευή 12 Μαΐου 1944, προηγούμενη ημέρα των γεγονότων του χωριού του.
Η αγχόνη στήθηκε στις 6 το πρωί «εν υπαίθρω και επί της οδού Άνω Λεχωνίων –Αγ. Βλασίου».
Καταγραμμένη αιτία θανάτου: «εξ απαγχονισμού εκτελεσθέντος υπό των Γερμανικών Αρχών Κατοχής»!
Δεύτερος είναι ο νεαρός Βλάσιος Αριστείδη Βολιώτης 26 ετών, επίσης από τον Άγιο Βλάση, γιος γνωστής πολυμελούς οικογένειας.
Πέθανε με τραγικό-μαρτυρικό τρόπο το μαύρο Σάββατο 13 Μαΐου 1944, ημέρα που πυρπολήθηκε και το 75% των σπιτιών του χωριού,«εν τη οικία του πατρός του και εν τω περιβόλω αυτής».
«Ο θάνατος επήλθεν εκ τραύματος πυροβόλου όπλου επενεχθέντος υπό του Γερμανικού στρατού κατοχής, ζων δε εισέτι ερίφθη εν τη πυρά παρ΄αυτών απανθρακωθείς πλησίον της πυρποληθείσης οικίας του πατρός του»!
(Πιστοποίηση του γιατρού Ι. Νικολαΐδου).

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Ναζιστικά εγκλήματα στ' Άνω Λεχώνια

Τρία άγνωστα εγκλήματα από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους (Ομάς Λεχωνίων), τρεις τραγικές δολοφονίες απλών ανθρώπων που αντιστάθηκαν στους κατακτητές:
Η πρώτη περίπτωση αφορά μια νεαρή γυναίκα-μάνα τεσσάρων παιδιών που βοηθούσε τους αντάρτες κάνοντας τον σύνδεσμο-ταχυδρόμο σε μυημένους επιβάτες του τρένου Πηλίου, όταν αυτό σταματούσε στο σταθμό των Άνω Λεχωνίων. Η γενναία αυτή γυναίκα ήταν η Ελένη Κοσμά συζ. Ιωάννη. Η καταγωγή της ήταν από τη Βυζίτσα, αλλά έμενε στα Λεχώνια όπου ο σύζυγός της ήταν «κιρατζής». Ήταν πολύ καλή γυναίκα και πονετική.
Ήταν αγράμματη, αλλά παρόλο τούτο δεν έπαυε να κάνει το σύνδεσμο μεταξύ των αντιστασιακών. Έπαιρνε μηνύματα γραμμένα σε χαρτάκια που της ρίχνανε οργανωμένοι επιβάτες από το τρενάκι στο Σταθμό. Άλλοτε της τα διάβαζαν και η ίδια έδινε το μήνυμα προφορικά κι άλλοτε αυτούσιο στους παραλήπτες. Κάποτε την κατέδωσαν και την έπιασαν οι Γερμανοί. Την πήγαν στο κτίριο Κοντού σε ανακρίσεις για να αποκαλύψει τους συνεργάτες της. Αυτή έμεινε ανυποχώρητη στις πιέσεις και στους βασανισμούς. Μεταφέρθηκε τότε λίγο παρακάτω στο κτήμα Σπύρου -κοντά στον πύργο Ολύμπιου. Πάνω σ’ έναν «ανωβολιό» την σκότωσαν κτυπώντας την. Άφησε τα μικρά παιδιά της ορφανά με τον πατέρα τους μέσα στη δυστυχία και τον πόνο. Αυτά σοκαρισμένα (αφού κάποια είδαν τον τραγικό θάνατο της μάνας τους) έκτοτε δεν έμειναν στο χωριό, παρά επέστρεψαν αργότερα ως επισκέπτες.
Η δεύτερη τραγική επίσης ιστορία θανάτωσης αφορά την Αγγελική Μαστρογιάννη από τον Άγ. Βλάση. Την έπιασαν στα Άνω Λεχώνια όπου συχνά κατέβαινε για να «διακονέψει», αφού είναι γνωστό πως γύρω από το σιδ. σταθμό γινόταν ανταλλαγές προϊόντων και μαύρη αγορά. Οδηγήθηκε στο αρχοντικό Κοντού όπου ήταν το αρχηγείο των Γερμανών και ΕΑΣΑΔιτών κι από εκεί -όπως και την Ελ. Κοσμά- λίγο παρακάτω στο κτήμα Σπύρου όπου κι αυτήν την εκτέλεσαν πετροβολώντας την. Κι ήταν η δύστυχη... έγκυος!
Ο Γ. Χαρίτος με τη σύζυγό του.
Η τρίτη επίσης τραγική περίπτωση έχει να κάνει με το Γεώργιο Χαρίτο, με καταγωγή απ’ το Βόλο. 
Ήταν αγρότης και ζούσε στον Άγιο Βλάση με τη σύζυγο του Κασσιανή και τα τρία κοριτσάκια του. Ως εφεδροελασίτης είχε κάποια δράση στο χωριό την εποχή εκείνη.
Στο «χτένισμα» του Πηλίου την Άνοιξη του 1944 από τους Γερμανούς, πιάστηκε μαζί με άλλους Καραμπασιώτες οδηγήθηκαν στα Άνω Λεχώνια, εκεί στου Κοντού στο στρατηγείο των Γερμανοεσαδιτών.  Μεταφέρθηκαν όλοι στην Κίτρινη Αποθήκη του Βόλου απ’ όπου κάποιοι ελευθερώθηκαν και κάποιοι απαγχονίστηκαν στο Ορμάν Μαγούλα. Ο Γ. Χαρίτος μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο της Λάρισας όπου και εκτελέστηκε.
Το τραγικό κι εδώ είναι πως κι αυτός άφησε στη φτώχεια και την ορφάνια τη σύζυγό του και τα κοριτσάκια του που υπέφεραν πολύ από την πείνα και τις στερήσεις. 

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Ιωακείμ-Πεσάχ-Σέφελ

Τρία ιστορικά πρόσωπα του τόπου μας που έδρασαν στην Κατοχή:
1. Ιωακείμ Αλεξόπουλος (1935 - 1957) ο από Βοστόνης (1923 - 1930) και Φωκίδος (1931 - 1935).
Αρχιερέας λόγιος με πλούσιο συγγραφικό εκκλησιαστικό έργο. Στα χρόνια του ιδρύθηκαν δεκάδες κατηχητικά σχολεία με χιλιάδες μαθητές, ακούστηκε το κήρυγμα, αποκαταστάθηκε η κλονισμένη από τον προκάτοχό του ειρήνη των πιστών και του κλήρου. Με ανεξάντλητες οργανωτικές ικανότητες και παρά τις δύσκολες συγκυρίες προικίζει τη Μητρόπολη με το σημερινό Μητροπολιτικό οίκο και τα γύρω οικόπεδα όπου κτίσθηκαν τα υπάρχοντα σήμερα οικήματα και το ναΐδριο του Αγ. Νεκταρίου. Άσκησε με ιδιαίτερη αυταπάρνηση τον κοινωνικό χριστιανισμό.
Στον πόλεμο 1940 - 41 παρέμεινε ακλόνητος στην έδρα του παρά τους βομβαρδισμούς της πόλης του Βόλου. Στην Κατοχή 1941 - 1944 οργάνωσε συσσίτια για χιλιάδες πεινασμένους, γλίτωσε πατριώτες από φυλακή και εκτέλεση, έσωσε τους Εβραίους του Βόλου.
Στα πικρά μετακατοχικά χρόνια βρέθηκε δίπλα στο ποίμνιό του, όπως και στους καταστροφικούς σεισμούς 1954 - 1955. Έζησε μαζί με όλους σε σκηνή και μετά σε παράγκα όπου και παραιτήθηκε το 1957. Ενίσχυσε τις μονές και το μοναχικό βίο, έζησε σαν ασκητής.
Το 1959 κοιμήθηκε και τάφηκε στον περίβολο του Ι.Ν. Αγίου Βασιλείου Βόλου όπου υπάρχει και η επιτάφια προτομή του.
(Ιστορικό Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, old.imd.gr)
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
2. Ο Μωυσής Πεσάχ ήταν θρησκευτικός ηγέτης της ισραηλιτικής κοινότητας του Βόλου. Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1869 και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη Εβραϊκή Φιλολογία και Φιλοσοφία. Άσκησε το επάγγελμα του δασκάλου το 1892 στην ισραηλιτική κοινότητα Βόλου και το 1925 έγινε Αρχιραβίνος.[…]
Ο ραβίνος Πεσάχ ξεκίνησε και ενορχήστρωσε τη διάσωση της εβραϊκής κοινότητας του Βόλου με τη βοήθεια του μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ Αλεξόπουλου. Με τη δράση τους κατάφεραν να σώσουν το 74% της τοπικής εβραϊκής κοινότητας σε μία χώρα που το 85% των Εβραίων σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα.[…]
Ο αρχιεπίσκοπος επικοινώνησε με τον Χέλμουτ Σέφελ τον Γερμανό πρόξενο στο Βόλο με τον οποίο είχε καλές σχέσεις και ο οποίος του είπε ότι οι Έλληνες Εβραίοι πρέπει να φύγουν άμεσα από την περιοχή. Ο Ιωακείμ μετέφερε τα νέα στο ραβίνο, δίνοντάς του και μια επιστολή προς όλους τους κληρικούς των χωριών γύρω από το Βόλο, προτρέποντας τους να κάνουν τα πάντα για να προστατεύσουν τους Εβραίους. […]
Οι δύο γιοι του αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς και δολοφονήθηκαν, ενώ η σύζυγός του πέθανε από τις κακουχίες την περίοδο που κρύβονταν στα βουνά. […]
Τον Απρίλιο του 1955, ο Βόλος χτυπήθηκε από έναν καταστροφικό σεισμό. Ο ηλικιωμένος πλέον ραβίνος αναγκάστηκε να μείνει σε σκηνή. Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς. (Κική Μαργαρίτη,18 Απρ. 2015, in.gr)
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
3. Ο Έλμουτ Σέφελ πρωτοήρθε στην Ελλάδα στα 1905 με σκοπό να ασχοληθεί με το εμπόριο. Ήταν ο πρώτος που εισήγαγε τρακτέρ και αλωνιστικές μηχανές στην Θεσσαλία. Έξυπνος, δραστήριος και ασχολούμενος με τα πάντα, έγινε γρήγορα αγαπητός στην περιοχή. Έγινε πρόξενος της Γερμανίας στο Βόλο στα 1914. Αναγκάστηκε να φύγει με την έναρξη του 1ου Παγκόσμιου αλλά ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1920. Η φωτογραφία εδώ είναι γύρω στα 1920-1925 και δείχνεις τα τρακτέρ και τις αλωνιστικές μηχανές LANZ που εισήγαγε ο Σέφελ.
Φυσιολάτρης, λάτρης της Αρχαιολογίας, αλλά και πρακτικό μυαλό. Είναι αυτός που έβαλε πεύκα στα Πευκάκια. Τα Πευκάκια που ήταν ένας γυμνός βραχώδης λόφος (με εξαίρεση τα λίγα πεύκα που υπήρχαν στο ομώνυμο κέντρο) και μετετράπη σε «πευκώνα τον οποίο ο ίδιος εδημιούργησε και συνετήρη, δια να αποτελή ένα στόλισμα διά την έναντι της προκυμαιας ακτήν».
Αλλά η σημαντικώτερη προσφορά του Σέφελ στην πόλη του Βόλου ήταν οι πολλές σωτήριες επεμβάσεις του κατά την διάρκεια της κατοχής. Με τις ενέργειές απέτρεψε αρκετά αντίποινα, εκτελέσεις, φυλακίσεις και βοήθησε ουσιαστικά στην τροφοδοσία του πληθυσμού. Αντέδρασε σθεναρά στους «Λεγεωνάριες», μιά τυχοδιωκτική μειονοτική ομάδα που με την κάλυψη των Ιταλών τρομοκρατούσαν και λήστευαν την Θεσσαλία. Από τις πιό σημαντικές ενέργειες του ήταν όταν πληροφόρησε μέσω του Δεσπότη Ιωακείμ τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας για τους σκοπούς των γερμανών. Χάρη στην προειδοποίηση αυτή τα μέλη της κοινότητας εγκατέλειψαν την πόλη και με την βοήθεια απλών ανθρώπων και των ανταρτών διέφυγαν τον κίνδυνο.
Μετά την αποχώρηση των γερμανών, συλλαμβάνεται από τους αντάρτες, αλλά αθωώνεται από «λαϊκό» δικαστήριο. Τον επόμενο χρόνο (1945) άνθρωποι που εποφθαλμιούσαν την επιχείρηση του τον κατηγόρησαν για παράνομες πράξεις και κάποιοι άλλοι τον κατηγόρησαν για κατασκοπεία. Στην δίκη που έγινε τον Δεκεμβριο του 1945 αθωώνεται «δια το ασύστατο και γελοίο των κατηγοριών». Οι Άγγλοι τον συλλαμβάνουν εκ νέου το 1947 και τον στέλνουν σε δίκη στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου. Οι άνθρωποι που τον ήξεραν ξεσηκώθηκαν. 38 μάρτυρες υπεράσπισης υπουργοί, βουλευτές, δικαστές, ο μητροπολίτης Ιωακείμ, δικηγόροι,αξιωματικοί και απλοί πολίτες καταθέτουν «όσα υπέρ του Σέφελ γνωρίζει ολόκληρος η Θεσσαλία που όλα αποτελούν ένα αληθή δι΄αυτόν ύμνον». Έτσι ξανααθωώνεται και επιστρέφει στον Βόλο. Σημαντική ήταν και η φιλανθρωπική του δράση στα επόμενα χρόνια. Ξεχωρίζουν οι δωρεές σημαντικών ποσών στο Γηροκομείο Βόλου που τον ανακηρύσσει μέγα ευεργέτη.
Πέθανε το 1964 σε ηλικία 83 ετών στο Βόλο. Η κηδεία ετελέσθη στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου με το ορθόδοξο τυπικό, για να του αποδωθεί η πρέπουσα τιμή και ευγνωμοσύνη από την πόλη του Βόλου, μετά από την άδεια της προτεσταντικής εκκλησίας στην οποία ανήκε.
(Η μοναδικότητα της οδού Σέφελ, volosmagnisia.wordpress.com)
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Οι Εβραίοι του Βόλου συνέδραμαν με 71 μαχητές κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ πολλοί άλλοι υπηρέτησαν σε βοηθητικές μονάδες. Αρκετοί σκοτώθηκαν ως αντάρτες, μεταξύ αυτών και οι Ιακώβ Σάββας και Λέων Σακής. Ο αδελφός του τελευταίου, ο Μωυσής, ήταν ηγετικό στέλεχος της ΕΤΑ στη Θεσσαλία.
Ενεργό ρόλο στη διάσωση των Εβραίων του Βόλου έπαιξε ο Ιωακείμ, Μητροπολίτης Δημητριάδος, που πληροφορήθηκε από τον Helmut Scheffel (Χέλμουτ Σέφελ), τον Γερμανό Πρόξενο στο Βόλο, για την τύχη των Εβραίων που τύχαινε να συλληφθούν.
Ήταν πολύ σπάνιο να παραδέχεται Γερμανός αξιωματούχος τέτοιου είδους πληροφορίες για τούτο και κρίνεται άξιο να τονιστεί. Ο δήμαρχος Βόλου, Νικόλαος Σαράτσης, ο δημοτικός σύμβουλος, Ζήσης Μαντίδης, ο διοικητής της χωροφυλακής, Ηλίας Αγδινιώτης, και πολλοί άλλοι πολίτες, διευκόλυναν τη διαφυγή του ογδοντάχρονου Αρχιραββίνου Μωυσή Πέσσαχ και άλλων 600 περίπου Εβραίων ντόπιων και προσφύγων. Όταν αυτοί έφθασαν στα βουνά, έγιναν μέλη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
[ STEVEN BOWMAN «Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ισαάκ Μπενμαγιόρ
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2012]

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

«Μεταξύ κατακτητών και ανταρτών»

Με την ευκαιρία της απελευθέρωσης του Βόλου και του τόπου μας από τους Γερμανούς στις 19 Οκτωβρίου του 1944, αλλά και της Εθνικής γιορτής που ακολουθεί, παραθέτω και πάλι το βιβλίο «ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΡΤΩΝ» 1950, (σε παλιότερη δημοσίευση έλειπαν κάποιες σελίδες) του τότε μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ (Αλεξόπουλου). 
Είναι μια προσωπική καταγραφή των γεγονότων με τη ματιά του σπουδαίου αυτού ανθρώπου ( «άγιο» τον αποκάλεσαν -κι όχι με την έννοια της προσφώνησης των επισκόπων), που βοήθησε αφάνταστα τους κατοίκους της περιοχής μας τις δύσκολες κατοχικές μέρες. Ίσως κάποιοι/ες να μην συμφωνούν με τα γραφόμενα, αλλά αυτό δεν παύει να είναι ένα ντοκουμέντο (μια πρωτογενής πηγή πληροφόρησης). Σίγουρα ενυπάρχει το προσωπικό στίγμα του γράφοντος. 
Καλή ανάγνωση! (κατευθείαν ή μετά από κατέβασμα στα αρχεία του υπολογιστή σας). 

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Πάσχα του 1944

Ήταν 16 Απριλίου του 1944. Κυριακή του Πάσχα όπως και φέτος, αγαπητές/οί αναγνώστριες/ες…
Στην κατοχική κοινή έκδοση των βολιώτικων εφημερίδων με τίτλο Ο ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ* βρίσκουμε ένα χρονογράφημα του Τάκη Οικονομάκη, δ/ντή της εφημερίδας ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Παρόλην την λογοκρισία καταφέρνει να στείλει το μήνυμα, συμπληρώνοντας το από 2ετίας (Πάσχα 1942) ποίημά του: 
«Ελλάδα μου σε πρόδωσαν σκληροί Πιλάτοι νέοι
Λογχίσανε το στήθος σου οι άνομοι Ρωμαίοι.
Ανέβηκες στο Γολγοθά, αλλά θα δης και πάλι
Σου τ’ ορκιζόμαστε εμείς, Ανάσταση μεγάλη». 
Στις 18 Απριλίου του '44 -δύο μέρες μετά- σαν σήμερα, πεθαίνει την ώρα που πάνε οι κατακτητές να τον συλλάβουν !!

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΝΟΝ ΠΑΣΧΑ
Είναι το τέταρτο Πάσχα που περνάμε μέσα στις σκληρές ταλαιπωρίες των πολεμικών δοκιμασιών. Και ένα τέτοιο Πάσχα δεν ειμπορεί βέβαια να είναι η γλυκειά και ευφρόσυνη Πασχαλιά που, περισσότερον από κάθε άλλον την αισθάνεται και την πανηγυρίζει η ελληνική ψυχή. Πώς ημπορεί να μας προσφέρη την χαράν της όταν το πένθος και η οδύνη των δοκιμασιών μαυροφορούν την ψυχήν μας; Της Ζωής πώς ειμπορεί να διαλαληθή ο θρίαμβος, όταν ο θάνατος σκορπίζει παντού της ερημώσεώς του την φρίκην; Το ανέσπερον φως της αγάπης χάνεται μέσα στις φλόγες, που παντού εξεμεί του πολέμου το μίσος. Και το «Ειρήνη υμίν», η πρώτη φράσις αλλά και η μεγάλη παραγγελία με την οποίαν ο Αναστηθείς εχαιρέτισε τους μαθητάς του, πως αλλοιώς είνε δυνατόν να ακουσθή σήμερα παρά σαν μια σκληρή και τραγική ειρωνία; 
Έτσι και το εφετεινό Πάσχα όπως και τα τρία προηγούμενα δεν ειμπορεί να είναι η γλυκειά και χαρούμενη Πασχαλιά που γνωρίζομεν. Η χαρά της αδυνατεί να πλημμυρίση την ψυχή μας, το φιλί της αγάπης δεν φτερουγίζει στα χείλη μας, το ανέσπερον φως δεν φεγγοβολεί την ύπαρξή μας, το «Ειρήνη υμίν» στ’ αυτιά μας δεν φτάνει. Το νοιώθει αυτό η μεγάλη σημερινή γιορτή κι αλλάζει εμφάνιση. Η χαρά της μεταμορφώνεται σε στοργή και σαν χάδι παρηγορίας κι εγκαρτερήσεως καταπραΰνει την τρικυμία της ψυχής μας. Ο θρίαμβος της μεταμορφώνεται σ’ ελπίδα γλήγορου τερματισμού των πολεμικών δεινών και το μεγάλο της σάλπισμα το «Ειρήνη υμίν» γίνεται σταθερή υπόσχεση. 
Το ανέσπερον φως της αγάπης θα φανή και πάλι στον κόσμον και η μανία της ύλης και των ακαθάρτων παθών δέν θ’ αρyήση να γκρεμισθή στα τάρταρα τού αφανισμού και της καταισχύνης. 
Έτσι μας παρουσιάζεται κι εφέτος όπως και τα προηγούμενα τρία χρόνια το Πάσχα. Δεν μας δίνει τη μεγάλη χαρά τής Πασχαλιάς. Μας προσφέρει όμως ως αντάλλαγμα μια μεγάλη βαθειά συγκίνησι, μου ανυψώνει την ψυχή μας προς τη γλυκειά προσδοκία της Αναστάσεως που σύντομα θα επακολουθήση το σκληρό Γολγοθά, εις τον οποίον είναι καρφωμένη όχι μόνον η Ελληνική ψυχή, αλλά και ολόκληρη η ανθρωπότης. Τ. ΟIK.
-----------------------------------------
* Μαζί στο ίδιο φύλλο βρίσκουμε και την ανακοίνωση των Γερμανικών κατοχικών αρχών με τη «μεγαθυμία» του Χίτλερ !!

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Τρικεριώτισσες το 1943

Ζωγραφική του Τάσσου (Αλεβίζου) 
[Εξώφυλλο από το Ημερολόγιο της ΑΓΕΤ -1986 ]
Τρικεριώτισσες γυναίκες σε αποστολή(*) …
[...] Μερικοί Ζαγοριανοί κάτοικοι Αθηνών βρεθήκαμε στο Τρίκκερι, περιμένοντας εκεί άδεια των Ιταλικών αρχών του Βόλου να πάμε στην Αθήνα.
Έτυχε έτσι και πάλι να βρεθώ αυτόπτης μάρτυς μιας άλλης ηρωικής θυσίας γυναικών, που αξίζει να την αναφέρω εδώ.
Είταν πια άνοιξη του 1943. Οι Γερμανοί είχαν καταλάβει ότι έχαναν τον πόλεμο. Οι Ιταλοί είχαν κουρασθή. Οι Γερμανοί κυριολεκτικά είχαν λυσσάξει. Νύχτα μέρα οι καταδιώξεις τους, τα εξωπλισμένα ελληνικά καΐκια, που είχαν επιτάξει, γύριζαν παντού κι’ έπιαναν όποιο βαρκάκι και καϊκάκι έβλεπαν. Οι Άγγλοι τους κυνηγούσαν στη θάλασσα, στη στεριά, στον αέρα.
Οι Γερμανοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κόψουν την επικοινωνία διά θαλάσσης με το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και με το εν Ελλάδι αρχηγείον των αγωνιστών της Αντιστάσεως. Μια νύχτα ήρθε κρυφά στο Τρίκκερι απ’ την απέναντι στεριά της Φθιωτιδοφωκίδος μια μεγάλη ψαρόβαρκα. Μέσα στ’ αμπάρι της με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους είταν κρυμμένοι ένας Άγγλος αξιωματικός και δύο Έλληνες στρατιωτικοί. Στο Τρίκκερι δεν υπήρχε ούτε Ιταλική ούτε Γερμανική φρουρά, ούτε αντάρτες. Είταν πολύ απομονωμένο το χωριό.
Ο Άγγλος και οι δύο Έλληνες κάλεσαν τους κατοίκους όλους και είπαν, ότι είταν ανάγκη πάση θυσία να μεταφερθή μια διαταγή με μια βάρκα απ’ το Τρίκκερι στον μυχό του Παγασητικού, στο αντικρυνό λιμανάκι, στο Χόρτο, επίνειο της Αργαλαστής. Είταν μια επείγουσα εμπιστευτική διαταγή προς το αρχηγείο της Αντιστάσεως στον εκεί Άγγλο σύνδεσμο, που βρισκότανε κάπου στο Μαυροβούνι. Είχαν πληροφορίες, ότι μια Γερμανική νηοπομπή με εφόδια για το στρατό του Ρόμμελ θα περνούσε κοντά στο Ανατολικό Πήλιο. Είταν ανάγκη, οπωσδήποτε, να ειδοποιηθή το Αγγλικό ναυτικό. Η επικοινωνία με το Πήλιο-Μαυροβούνι είχε κοπή από την Στερεά Ελλάδα. Η Αγγλική αντικατασκοπεία δεν κατόρθωσε να συνδέσει την επικοινωνία. Πάση θυσία έπρεπε μια παληά ψαράδικη βάρκα να διασχίσει τον Παγασητικό 4 ώρες με κουπί ή με πανί και να πάει να παραδώσει την εμπιστευτική διαταγή σε κάποιον Έλληνα στο Χόρτο, που θα φρόντιζε να την στείλει στον Άγγλο σύνδεσμο. Το ταξείδι αυτό είταν κίνδυνος θάνατος. Οι εξαγριωμένοι Γερμανοί δεν άφηναν βαρκάκι να ξεμυτίσει χωρίς άδεια του Γερμανού λιμεναρχείου του Βόλου. Είταν τέτοιος ο εθνικός παλμός της εποχής εκείνης, ώστε προς τιμήν των Τρικκέρων λέγω, ότι πολλοί νέοι και μεσόκοποι άνδρες, θαλασσινοί δοκιμασμένοι δέχθηκαν να πάνε άφοβα τη διαταγή. Ξαφνικά δυο γρηές γυναίκες στα εβδομήντα τους χρόνια κι’ ένας γέρος απόμαχος καπετάνιος παρουσιάστηκαν στον Αγγλο καί στούς "Ελληνας στρατιωτικούς καί είπαν:
- Θα πάμε εμείς. Γιατί να χαθεί κανένας νέος; Είναι κρίμα. Εμείς το ψωμί μας το φάγαμε. Δεν είναι ζημιά να πεθάνουμε. Τιμή μας να πεθάνουμε για την πατρίδα. Άμα δούνε γρηές γυναίκες, δεν θα υποπτευθούν οι Γερμανοί.
- Μα, μπορείτε να τραβάτε κουπί τόσες ώρες; είπε ο ένας Έλληνας στρατιωτικός. Είναι τέσσερις ώρες.
- Θα τραβήξω εγώ πρώτα, είπε ο γέρος, κι ύστερα κι οι γυναίκες. Η Ασημώ είχε άντρα ψαρά και ξέρει. Κι η Γαρουφαλιά το ίδιο.
- Αν σάς πιάσουν οι Γερμανοί;
- Θάχουμε πέτρα δεμένη μέσα σ’ ένα κουτί με τη διαταγή και θα τη φουντάρουμε να μην τη βρούνε. Εμάς !... Αϊ !... έκανε ό γέρος. Καλή ψυχή, αν μας πιάσουν. Θα πάρουμε μαζί μας κεριά, λάδι, λιβάνι, λειτουργιά και θα πούμε πώς θα πάμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια στο μοναστήρι της Πρασούδας. Πρασούδα είναι ένα μικρό ερημονήσι στο μυχό του Παγασητικού, που έχει ένα πανάρχαιο Βυζαντινό μοναστήρι 700 χρονών.
Ο Άγγλος παρακολουθούσε τη ζωηρή συζήτηση των γέρων και ρώτησε τι θέλουν οι δυο γρηές χωρικές με τα γραφικά Τρικκεριώτικα φουστάνια τους. Ο Έλληνας του εξήγησε, ότι θέλουν να πάνε τη διαταγή. Ο Αγγλος τάχασε, όταν μάλιστα ο γέρος είπε αποφασιστικά:
- Φέρτε τη διαταγή, να φεύγουμε, να μην αργούμε. Θα πάμε εμείς ! Όταν την πήρε, την έδωσε στη μια γρηά κι’ εκείνη την έκρυψε βαθειά στη φόδρα της φαρδειάς της φούστας. Υστέρα ετοιμάσθηκαν οι τρεις γέροι, μεταλάβανε πανηγυρικά στην εκκλησία του χωριού, γιατί πήγαιναν ίσως στο θάνατο κι’ έφυγαν περήφανοι και στητοί με τη φλόγα της θυσίας στα γέρικα μάτια τους. Ο Άγγλος όταν τούς αποχαιρέτησε, στάθηκε προσοχή στητός, με το χέρι στο γείσο του πηληκίου του, σαν να χαιρετούσε σημαία. Ένοιωσε τη μεγάλη θυσία των τριών γέρων, για τη λευθεριά. Πολλές φορές και στην Κύπρο θα αισθάνθηκαν την ανάγκη οι Άγγλοι να σταθούν προσοχή μπροστά στον ηρωισμό των γυναικών της Κύπρου.
Κι’ έτσι στάθηκε προσοχή ο Άγγλος ως τη στιγμή, που κατηφόρισαν για το λιμανάκι του χωριού οι τρεις γέροι. Το χωριό ολόκληρο με τον παπά τους ξεπροβόδισαν και χωρίς κανείς να διατάξει, χωρίς κανείς να πει τίποτε, όλοι μαζύ άρχισαν να τραγουδούν σε στάση προσοχής: 
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη 
των Ελλήνων τα ιερά.» 
Κι’ ο Άγγλος πάντα στεκότανε προσοχή, όσο, που χάθηκε στο μονοπάτι η ηρωική τριάς.
Οι γέροι τελείωσαν ηρωϊκώτατα την αποστολή τους. Σε λίγες μέρες οι Άγγλοι τορπίλλισαν κοντά στο Πουρί της Ζαγοράς ένα πλοίο Γερμανικό 9.000 τόνων γεμάτο στρατιωτικά εφόδια. Απ’ αυτό το ναυαγισμένο πλοίο άρπαξαν σχεδόν τα πάντα οι γύρω Έλληνες ψαράδες και θαλασσινοί. Ένα άλλο πλοίο γεμάτο βαρέλια μαζούτ ο Γερμανός πλοίαρχος τώριξε στην αμμουδιά του Χορευτού, για να γλυτώσει τον τορπιλλισμό. Ένα άλλο μεγάλο καράβι τσακίστηκε και σκόρπισε στης Αρχόντως το βράχο. Και γέμισαν τα χωριά μεταξωτά αλεξίπτωτα και μπότες γερμανικές και ένα σωρό άλλα πράγματα, που όλοι έπαιρναν γελώντας, απ’ τα ναυαγισμένα καράβια.
Οι δυο ηρωικές γρηές γυρίσανε και πιάσανε τη ρόκα τους ταπεινές και σεμνές και διηγιόντουσαν απλά το μεγάλο τους κατόρθωμα, σαν νάτανε κάτι απλό.
Τώρα κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο κάτω απ’ την ελεύθερη ελληνική γη και τους ταιριάζει το δοξασμένο επιτάφιο επίγραμμα με μια προσθήκη, που ασφαλώς οι μεγάλοι μας πρόγονοι θα μου επέτρεπαν να προσθέσω:
«Ανδρών και γυναικών 
επιφανών, πάσα γη, τάφος»]
------------------------------------------------
(*) Απόσπασμα από τη διάλεξη της Καλλιόπης Πάντου με θέμα «Γυναίκες της Θεσσαλίας και του Πηλίου» στην ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ- Αθήνα 1959.
(Αντιγραφή σε μονοτονικό. Σελ. 35-37). 

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

1943: Η πυρπόληση Ζαγοράς και οι γυναίκες

Στην ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ της Αθήνας στα 1959 η δημοσιογράφος Καλλιόπη Πάντου έδωσε μια διάλεξη με θέμα« Γυναίκες της Θεσσαλίας και του Πηλίου». 
Αυτή η διάλεξη (όπως κι άλλες) τυπώθηκε στο φυλλάδιο που εικονίζεται δε 41 σελίδες την ίδια χρονιά. Είναι πράγματι μια εξαιρετική αναδρομή στη ζωή και την προσφορά των γυναικών του τόπου μας διαχρονικά. Εδώ θα δούμε μια σχετική ιστορία με την Κατοχή  στη Ζαγορά, που είναι τμήμα της ομιλίας:  
[...]  Στα σκοτεινά χρόνια της τελευταίας κατοχής έτυχε να γίνω αυτόπτης μάρτυς του ηρωισμού τών γυναικών τον Πηλίου. Τον χειμώνα του 1943, χειμώνα αλησμόνητο, ανελέητο, βαρύτατο και σκληρό έτυχε να βρίσκομαι στη Ζαγορά του Πηλίου. Κρύο, πείνα, σκλαβιά. Τα τρία αυτά δεινά της πατρίδας, όπως έλεγε κι ο παλιός ρωμαντικός ποιητής:
«έψαλλαν και τα τρία θανάτου μοιρολόγια
σε μια τονισμένα φρικώδη μουσική».
Στο Χορευτό της Ζαγοράς υπήρχε ένα Ιταλικό τάγμα και φύλαγε μην τυχόν κάνουν οι Άγγλοι απόβαση και πιάσουν τον αμαξιτό Χορευτού - Ζαγοράς - Βόλου.
Στις 25 του Γεννάρη του 1943 γινότανε ένας γάμος στην Περαχώρα της Ζαγοράς. Το χιόνι είχε σκεπάσει όλο το χωριό. Όλοι είχαν πάει στο γάμο, χόρευαν κι είχαν έλθει στο κέφι. Από μια ολότελα τυχαία κακότυχη σύμπτωση ένας Έλληνας ένοπλος, όχι Πηλιορείτης, σκότωσε ένα 'Ιταλό στρατιώτη. Ο ένοπλος Έλληνας συναντήθηκε τυχαία με τον Ιταλό στρατιώτη. Ο Ιταλός όταν είδε ξαφνικά μπροστά του τον ένοπλο αντάρτη σήκωσε το όπλο του να πυροβολήσει. Ο Έλληνας πρόφθασε και πυροβόλησε γρηγορώτερα και σκότωσε τον Ιταλό. Το χωριό δεν έφταιγε. Όταν είδε το νεκρό Ιταλό, οι κάτοικοι χάσανε την ψυχραιμία τους και προσπάθησαν να τον κρύψουν μέσα στο χιόνι. Αυτό είταν το πρώτο επεισόδιο, που έγινε στο Πήλιο. Αμέσως το τάγμα του Χορευτού και στρατός Ιταλικός απ’ το Βόλο με Ιταλό στρατηγό επί κεφαλής ήλθαν στη Ζαγορά.
Κάλεσαν όλον τον πληθυσμό, άνδρες, γυναίκες και παιδιά στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου οι Ιταλοί για να τους μιλήσει τάχα ο στρατηγός. 'Ανύποπτος ό κόσμος γέμισε την πλατεία.
Τότε έκλεισαν όλους τους άνδρες από 20 - 60 χρονών στο σχολείο κάπου 400 άνδρες και έδιωξαν τις γυναίκες, λέγοντας να πάνε να φέρουν φαγητό για τους άνδρες τους.
Οι Ιταλοί στρατιώτες άρχισαν αμέσως να λεηλατούν και να καινέ τα σπίτια της Περαχώρας.
Οι γυναίκες δεν τα έχασαν καθόλου. Με τις εμπρηστικές σκόνες, που έριχναν οι Ιταλοί έπαιρναν αμέσως φωτιά τα πελώρια αιωνόβια σπίτια της Ζαγοράς, γεμάτα λάδια, φουντούκια, καρύδια, αλεύρι, χόρτα για τα ζώα.
Οι γυναίκες όλες μαζί, μόλις έβλεπαν ένα σπίτι να παίρνει φωτιά έτρεχαν και το έσβηναν ρίχνοντας φτυαριές, φτυαριές το χιόνι πάνω στις φλόγες. Οι Ιταλοί τις έσπρωχναν, τις χτυπούσαν, τις έδιωχναν. Εκείνες, σαν θεριά, με τα μαλλιά τους σφικτά δεμένα με τα μαντήλια τους, για να μην πάρουν φωτιά υπερασπιζότανε τα σπίτια τους και τα νοικοκυρά τους. Οι δασκάλισσες τον χωριού και πολλές άλλες γυναίκες έπεσαν στα πόδια του Ιταλού στρατηγού και τον παρακαλούσαν να λυπηθεί το ανεύθυνο χωριό. Έτσι ό ηρωισμός και η αυτοθυσία των γυναικών έσωσε τη Ζαγορά και μόνο 80 σπίτια της Περαχώρας κάηκαν. Οι άμοιρες γυναίκες της Ζαγοράς, είδαν όλα τα μουλάρια τού χωριού να κουβαλούν στο Βόλο σαν πλιάτσικο τα κιλίμια τους, τα προικιά τους και τα ωραία υφαντά των Ζαγοριανών σπιτιών, που τα είχαν κάνει γενεές γυναικών με κόπο και δουλειά ασταμάτητη.
Οι 400 άνδρες ωδηγήθηκαν στις φυλακές τού Βόλου. Οκτώ από αυτούς τουφεκίσθηκαν, οι άλλοι απολύθηκαν ύστερα από μήνες.
Στο διάστημα αυτό οι γυναίκες της Ζαγοράς εργάσθηκαν ηρωικά στα κτήματα, για να θρέψουν τα παιδιά και τους φυλακισμένους άνδρες τους. Πεζοπορούσαν ώρες, να πάνε στο Βόλο, κουβαλώντας ψωμί και τρόφιμα στους φυλακισμένους. Νύχτα μέρα δούλευαν οι γυναίκες μόνες στα κτήματα. Πολλές φορές οι άμοιρες σκελετωμένες γυναίκες έπεφταν λιπόθυμες απ' την πείνα, γιατί το λίγο ψωμί πού εξοικονομούσαν προσπαθούσαν να το κρύψουν για τα παιδιά τους και για τούς φυλακισμένους άνδρες τους. Αυτής περνούσαν με λίγα χόρτα, λίγα χαμοκέρασα και λίγα τρυφερά βλαστάρια φτέρης, που τα τηγάνιζαν, για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Ηρωικές γυναικείες μορφές! Διερωτώμαι αλήθεια: Γιατί τα γυναικεία σωματεία της Ελλάδας δεν ύψωσαν κάποιο μνημείο εις μνήμην της σκελετωμένης και πεινασμένης Ελληνίδας γυναίκας, πού γύριζε στην κατοχή σ' όλους τούς δρόμους της Ελλάδας, για να εξοικονομήσει κάτι για το σπιτικό της, για τα παιδιά της, για τον άντρα της;
Μετά το κάψιμο τις Ζαγοράς, το Ιταλικό στρατηγείο διέταξε ν' αδειάσει όλο το χωριό.
Και οι Ζαγοριανοί σκόρπισαν όπου μπόρεσαν στα γειτονικά χωριά, κουβαλώντας μαζύ τους τρόφιμα, ρούχα, και ότι άλλο μπορούσαν.

Έτσι μερικοί Ζαγοριανοί κάτοικοι Αθηνών βρεθήκαμε στο Τρίκκερι, περιμένοντας εκεί άδεια των Ιταλικών αρχών του Βόλου να πάμε στην Αθήνα [...]
(Αντιγραφή σε μονοτονικό από τις σελ. 33-35)

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Μια φωτογραφία- μια ιστορία...

(Αρχείο Τάσου Ράπτη)
Χθες (20-10-2016), παρουσιάστηκε στο Βόλο (με μεγάλη επιτυχία και εντυπωσιακή προσέλευση ακροατών) το αξιόλογο βιβλίο του Λεχωνίτη παλαίμαχου δημοσιογράφου Γιάννη Μαντίδη «ΣΟΦΙΚΑ ΤΟΠΑΛΗ- θηλιά στη μνήμη» 2016, των εκδόσεων HISTORIA.
Είναι ένα βιβλίο-ντοκουμέντο που αγωνιωδώς το αναμέναμε. Περιγράφει την τραγική ιστορία (και όχι μόνον)  των γυναικών (μητέρας Λουκίας και κόρης Σοφίας) Τοπάλη που απαγχονίστηκαν (μαζί με την Φιλίτσα Καλαβρού) στις 7-7-1944 στα Κ. Λεχώνια.
Από αυτό το εξαιρετικό βιβλίο (σελ. 180-181 & 183) είναι και το παρακάτω απόσπασμα (που συνδυάζεται με τη φωτογραφία) και (νομίζω) μας δίνει με την τελευταία φράση-απάντηση και το νόημα της Εθνικής Αντίστασης. 
Η φωτογραφία τραβηγμένη την ίδια εποχή στην περιοχή του (κάτω) Αϊ-Γιάννη που βρίσκεται πάνω στον παλιό δρόμο ανάμεσα, Αϊ-Γιώργη και Αϊ-Λαυρέντη όπου και οι πηγές (Κουφάλας) ύδρευσης και άρδευσης των χωριών Αϊ-Βλάση και Άνω Λεχωνίων. 
Εκεί ήταν και λειτουργούσε στα χρόνια της Αντίστασης νοσοκομείο των ανταρτών.  Από εκεί πέρασε κι ο τότε αγωνιστής  Γ. Τζουβάρας, που αναφέρεται στο κείμενο και που είναι ένας από τους τραυματίες. Στην άκρη αριστερά ο Νίκος Αρκουδογιάννης.

[…] Ο Γιώργος Τζοβάρας, αντάρτης στον 6ο λόχο του 54 Συντάγματος, πλήρωσε ακριβά τη συμμετοχή του στη μάχη των Κάτω Λεχωνίων. «Με λοχαγό τον Αργαλαστιώτη Δημήτρη Δάμτσα, που είχε και την ευθύνη της επιχείρησης, πήρε μέρος κι η διμοιρία μου στη μάχη. Την ίδια ώρα που κατέβαιναν οι άλλοι απ' το Βρύχωνα για ν’ ανατινάξουν του Καπότου, εμείς, καμιά τριανταριά, ακολουθήσαμε το ποταμάκι του δημοτικού σχολείου, για να κυκλώσουμε το σπίτι του Μίμη Κυριαζή, που μένανε οι Εασαδίτες. Είχαν προηγηθεί αντάρτες του Μηχανικού να βάλουν τα εκρηκτικά και να ναρκοθετήσουν και τον αμαξόδρομο, εκεί στην κούρμπα, μεταξύ γέφυρας του Βρύχωνα και του πεύκου του Μουστακαλή, για ν’ αποκόψουν την ενίσχυση των Γερμανών απ’ τη φρουρά της Αγριάς. Μαζί μου ήταν κι ένας λoχίας, ο Ζηργάνος, αδερφός του κολυμβητή, ένα γερό παλικάρι. Τους Εασαδίτες, όπως και τους Γερμανούς, τους πιάσαμε στον ύπνο. Και στα δυο σπίτια, την ίδια ώρα, μπαμ! Κι ενώ είχαμε μεγάλη επιτυχία, ο μόνος άτυχος ήμουνα εγώ. Μια ριπή Εασαδίτη απ’ το παράθυρο, θρυμμάτισε το δεξί μου πόδι. Με πήραν στην πλάτη οι αντάρτες και με κουβάλησαν ως τη Μεγασωτήρα, το εκκλησάκι του άνω μαχαλά. Εκεί μ’ αφήσανε με συντροφιά έναν αντάρτη απ’ το Καραμπάσι τον Νίκο Αρκουδογιάννη, ύστερα με μετέφεραν με ζώα στις Πινακάτες κι από κει στην Τσαγκαράδα. Αργότερα μου κόψανε το πόδι απ’ το μηρό. Είχε πάθει γάγγραινα..» […]
Οι αντάρτες δεν είχαν θύματα, μόνο έξι τραυματίες. Θύματα οι αντάρτες γίναν οι ίδιοι, αργότερα, όταν φύγαν οι Γερμανοί, μετά την «Απελευθέρωση». Όταν οι συνεργάτες του εχθρού γίνανε παρακράτος. Όπως μου αφηγήθηκαν ο Φιλοκτήμων Βογιατζής κι ο Γιώργος Τζοβάρας «μας πιάσανε, μας χτύπησαν απάνθρωπα και μάλιστα πρώην συναγωνιστές μας που γίναν Καλαμπαλίκηδες! Μας φυλάκιζαν, μας εξόριζαν, μας βασάνιζαν, μας σκότωναν για το «έγκλημά» μας. Ποιό; Ήμασταν στην Εθνική Αντίσταση! Κι αυτοί θέλαν να εξαφανίσουν ο,τιδήποτε τους θύμιζε Εθνική Αντίσταση»...
Ρώτησα αφελώς το Γιώργο Τζοβάρα:
«Δε μ’ λες κυρ Γιώργο: Γιατί σε βασανίζανε; Μήπως ήσουν κομμουνιστής;»
- «Τι μ’ λες κυρ Γιάνν’; Χαμπάρ’ δεν είχα από κομμουνισμό», απάντησε ο Τζοβάρας. Κι αμέσως μετά προσθέτει:
- «Όχι. Δεν ήμνα κομμουνιστής. Απελευθερωτής ήμνα. Καταλαβαίν'ς;»
------------------------------------------------------------------------
 [ Για τη μάχη  8 προς 9 Ιουλίου 1944  (μια μέρα μετά τον απαγχονισμό) στα Κάτω Λεχώνια. Δείτε (ΕΔΩ) ]

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Το ολοκαύτωμα των Μηλεών το 1943

Μια ακόμη μαύρη σελίδα στην Τοπική μας Ιστορία...

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΩΝ ΜΗΛΕΩΝ  της Δευτέρας 4 Οκτωβρίου του 1943.

[…] Αφού οι Γερμανοί επεβλήθησαν απολύτως εντός του Βόλου και επεξέτειναν την δραστηριότητά των εις όλην την δυτικήν πλευράν του Πηλίου, κατά τρόπον μάλλον αποτελεσματικόν, ήρχισαν να στρέφουν την προσοχήν των προς το Νότιον Πήλιον.
Εν τω μεταξύ διά το τελευταίον δεκαήμερον του Σεπτεμβρίου 1943 ο ταγματάρχης διοικητής των Ες - Ες  Ρίκερτ εκάλεσαν εις Βόλον όλους τους δημοσίους υπαλλήλους τις περιοχής διά να ομιλήση προς αυτούς. Ο Ρίκερτ ένα 24ωρον προτού έλθη η ημέρα της συγκεντρώσεως των υπαλλήλων, έχων πληροφορίας ότι εις τις Μηλιές ήσαν μονίμως εγκατεστημένοι αντάρτες, διέταξε μηχανοκίνητον τμήμα τής υπ’ αυτόν δυνάμεως να διενεργήση εκκαθαριστικήν επιχείρησιν. Η μετάβασις των Γερμανών προς Μηλιές εγένετο διά του Δέλτα Αργαλαστής- Νεοχωρίου διότι η γέφυρα εντεύθεν των Μηλεών επί της οδού προς Βόλον είχεν ανατιναχθή υπό των ανταρτών και ήτο αδύνατος η διέλευσις αυτοκινήτων.
Περί της κινήσεως όμως αυτής των Γερμανών επληροφορήθησαν άμεσως οι αντάρται, οι οποίοι και έσπευσαν να ενεδρεύσουν ανατολικώς των Μηλεών επί της θέσεως «Μπακίνια», η οποία δεσπόζει της οδού. Η γερμανική φάλαγξ απετελείτο από σαράντα περίπου αυτοκίνητα.
Μετά παρέλευσιν ώρας περίπου ενεφανίσθη επί του δρόμου ένα μικρό γερμανικό αυτοκίνητο, επί του οποίου επέβαινον ο ταγματάρχης διοικητής της φάλαγγος και ένας λοχίας. Μόλις αυτό επλησίασε εδέχθη πυκνά πυρά των ανταρτών. Οι δύο Γερμανοί κατέρχονται του αυτοκινήτου και εκτοξεύουν αμέσως φωτοβολίδας, ζητούντες ενίσχυσιν. Αμέσως όμως οι δύο αντάρται επιτίθενται εναντίον των και τους τραυματίζουν βαρέως. Προηγήθη πάλη κατά την οποίαν τραυματίζονται θανασίμως και οι εφορμήσαντες αντάρται. Ο ταγματάρχης και ο λοχίας, παρά τα τραύματά των κατορθώνουν και σύρονται εις πυκνούς παρακειμένους θάμνους, όπου εκρύβησαν εν αναμονή της φάλαγγος. Αυτή ωστόσον, λόγω βλάβης ενός προπορευομένου αυτοκινήτου, το οποίον εφρασε τον δρόμον καθυστερεί. Όταν δε τελικώς εκινήθη και έφθασεν εις τον τόπον της συμπλοκής δεν εύρεν εκεί τον διοικητήν της και τον λοχίαν. 
Τους ανεζήτησαν οι Γερμανοί αλλά ματαίως. Διότι και οι δύο είχαν καταφύγει εντός μικρής σπηλιάς, όπου και εξέπνευσαν.
Ολόκληρος η δύναμις της φάλαγγος ενεργεί τώρα ευρείαν αναζήτησιν. Ψάχνουν παντού οι άνδρες των Ες - Ες, ενώ ταυτοχρόνως πολυβολούν προς πάσαν κατεύθυνσιν αδιακρίτως. Από αδέσποτη δε σφαίρα εφονεύθη κατά την ημέραν εκείνην ο εκ Μηλεών Χατζηγιάννης, επιβαίνων του ζώου του.
Μετά την συμπλοκήν οι αντάρται αποσύρονται και οι Γερμανοί κατορθώνουν περί την 5ην απογευματινήν της Κυριακής 25ης Σεπτεμβρίου 1943 να εισέλθουν εις Μηλιές. Συλλαμβάνουν όσους εκ των κατοίκων ευρίσκοντο εις την πλατείαν.
Την νύκτα οι Γερμανοί παρέμειναν εντός των Μηλεών. Είχον την εντύπωσιν ότι ο ταγματάρχης και ο λοχίας των ήσαν εν ζωή. Το πρωί της Δευτέρας επαναλαμβάνουν τας αναζητήσεις. Άκαρποι όμως και αυταί. Τότε αποστέλλουν προς τους αντάρτας ως αγγελιοφόρον τον αγροφύλακα και ζητούν διαπραγματεύσεις διά την απελευθέρωσιν των δύο αιχμαλώτων. Ο αγροφύλαξ φυσικά δεν έπέστρεψεν, αλλ’ οι Γερμανοί επιμένουν και στέλνουν την Τρίτην, Τετάρτην και Πέμπτην νέους αγγελιαφόρους. Προσφέρουν ανταλλάγματα προς τους αντάρτας διά την απόδοσιν των αιχμαλώτων, ως ενόμιζον, βαθμοφόρων των.
Αλλά και οι αποσταλέντες αγγελιοφόροι δέν έπέστρεψαν εις τις Μηλιές. Εφοβήθησαν διά την περαιτέρω εξέλιξιν των γεγονότων άπαξ ο ταγματάρχης και ο λοχίας των Γερμανών δεν ανευρίσκοντο και επροτίμησαν να παραμείνουν μακράν από το χωριό.
Οι Γερμανοί μετά από τόσην άκαρπον αναζήτησιν, εγκαταλείπουν την πρωΐαν της Παρασκευής 1ης Οκτωβρίου τις Μηλιές έχοντες μαζύ των ως ομήρους 13 κατοίκους του χωρίου και επιστρέφουν εις τον Βόλον.
Μένεα πνέων ο φοβερός φρούραρχος Ρίκερτ διά την εξαφάνισιν του συναδέλφου του ταγματάρχου και του λοχίου αποφασίζει την λήψιν αμέσων και δραστικών μέτρων ώστε να εκβιάση απελευθέρωσιν των γερμανών αιχμαλώτων.
Ούτω καλεί εις την Λέσχην της «Εξωραϊστικής» όπου εν τω μεταξύ είχε εγκαταστήσει την διοίκησίν του, τους εκπροσώπους των διαφόρων άρχων της πόλεως. Αυτοί ήταν οι Ιωάννης Πανταζίδης, νομάρχης, Νικόλαος Σαράτσης, δήμαρχος, Φλωρογούλας, εισαγγελεύς, Αλέξανδρος Μέρος, διευθυντής του «Ταχυδρόμου», Τάκης Οικονομάκης, διευθυντής της «Θεσσαλίας», Σωκρ. Παπαϊωάννου, γυμνασιάρχης, Γεώρ. Κοντοστάνος, πολιτικός μηχανικός,, Παπαδόγιαννης, τελώνης και άλλοι προϊστάμενοι δημοσίων υπηρεσιών.
Ο Ρίκερτ ευθύς μόλις συνεκεντρώθησαν οι προσκληθέντες, διέταξε περιορισμόν αυτών εντός του κτιρίου, τοποθετηθέντων διπλών σκοπών. Έκπληκτοι οι συλληφθέντες διεπίστωναν ότι έμελλαν να είναι τα θύματα των γερμανικών αντιποίνων. Ο Ρίκερτ κάμει διαλογήν των πρώτων δέκα προς άμεσον ετέλεσιν, ενώ παραλλήλως διατάσσει και ενεργούνται συλλήψεις αδιακρίτως εις τους δρόμους 300 ακόμη πολιτών οι οποίοι και εγκλείονται εις τους στρατώνας της Νέας Ιωνίας.
Ατμόσφαιρα απερίγραπτης ανησυχίας και αγωνίας απλώνεται παντού εις τον Βόλον και εις την πλησίον περιοχήν. Ο κίνδυνος να εκτελεσθούν δεκάδες αθώων συμπολιτών είναι μεγάλος. Μία είδησις όμως,η είδησις ότι ανευρέθησαν νεκροί πλησίον των Μηλεών ο γερμανός ταγματάρχης και ο λοχίας επέπρωτο να αποβή σωτηρία διά την ζωήν τόσων και τόσων αθώων.
Αμέσως διατάσσεται το απόγευμα του Σαββάτου υπό του Ρίκερτ μία φάλαγξ γερμανικων αυτοκινήτων να κινηθή προς Μηλιές. Οι Γερμανοί έφθασαν εις το χωριό, παρέλαβον τούς δύο νεκρούς των και χωρίς να πειράξουν κανέναν, ανεχώρησαν επιστρέφοντες εις Βόλον.
Με κατάπληξιν αλλά και χαράν οι Μηλιώτες είδον τους γερμανούς να  φεύγουν χωρίς να προβαίνουν εις αντίποινα, και εχάρησαν φυσικά όσον ποτέ άλλοτε διότι εγλύτωσαν από το μένος της εκδικήσεως των γερμανών. Δεν εφαντάζοντο οι δυστυχείς τι τους ανέμενε μετά διήμερον.
Οι αντάρται παρέλαβον και αυτοί τους δύο νεκρούς των και την επομένην, Κυριακήν, τους εκήδευσαν μετά πομπών, μετέχοντος της κηδείας ολοκλήρου του πληθυσμού του χωρίου.
Η ανεύρεσις νεκρών των δύο γερμανών βαθμοφόρων, είχεν ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίση ο Ρίκερτ κατ’ άλλον τρόπον το θέμα των αντιποίνων. Κατόπιν πολλών προσπαθειών καταβληθεισών και υπό τού κ. Σέφελ, ο γερμανός φρούραρχος διατάσσει την τμηματικήν απόλυσιν των συλληφθέντων εις Βόλον προκρίτων και άλλων ατόμων. Παραλλήλως όμως διατάσσει όπως ενωρίς το πρωί της Δευτέρας 4ης Οκτωβρίου μεταβή εις Μηλιές δύναμις των Ες -Ες διά να εκδικηθή. Περί την 8ην πρωϊνήν η φάλαγξ είχεν φθάσει εις το Μαλάκι, αλλ’ η ανατίναξις υπό των ανταρτών μικράς γεφύρας επί του δρόμου τούς καθυστερεί κάπως. Την 11.30 π.μ. όμως οι Ες-Ες επλησίασαν και εισβάλλουν εις Μηλιές, αφού εχωρίσθησαν εις τρία τμήματα, με κατεύθυνσιν ένα έκαστον προς τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, το αγροκήπιον και το κέντρον του χωριού. Με πραγματικήν λύσσαν οι Γερμανοί εξαπολύονται εναντίον των κατοίκων, τους συλλαμβάνουν, ενώ ταυτοχρόνως λεηλατούν τα πάντα, σκοτώνουν τά ζώα καί δάζονν φω-τιά εις τα σπίτια το θέαμα δεν περιγράφεται. Εντός ολίγων λεπτών αι Μηλιές φλέγονται. Τετρακόσια πενήντα σπίτια γίνονται παρανάλωμα του πυρός. Πυκνοί καπνοί καλύπτουν το χωριό, ενώ ακούγονται αι οιμωγαί και απελπισμέναι κραυγαί των καιομένων ζωντανών έντός τών ο κιών οί οποίοι δέν κατώρθωσαν νά έξέλθουν.
Οι συλληφθέντες οδηγούνται καθ’ ομάδας προς τον  σιδηροδρομικόν σταθμόν όπου οι Γερμανοί διαχωρίζουν τους ξένους από τους ντόπιους και τους ηλικιωμένους από τους μη ηλικιωμένους. Όσοι εξηρέθησαν κλείονται εντός του κτιρίου του μηχανοστασίου. Οι άλλοι διετάχθησαν να συγκεντρωθούν πίσω ακριβώς από τον σταθμό. Τρεις τρεις τους εκτελούσαν οι θηριώδεις, Ες -Ες και υπό τους ήχους μουσικής γραμμοφώνου που είχε τοποθετηθή προ των γραφείων του σταθμού. Πώρωσις πρωτοφανής. Οι εκτελούμενοι έπιπτον εντός του χειμάρρου. Φρικιαστικόν ήτο το σύμπλεγμα των πτωμάτων. Φρικωδέστερον δε το θέαμα των ανοιγμένων κεφαλών και των αποκομμένων από τις ριπές πτωμάτων.
Οι εκτελεσθέντες είναι : Ο ιατρός Γ. Φαρδέλλος, ο γεωπόνος Ιω. Φιλιππόπουλος, οι Φίλ. Παύλου, Δημ. Πελεκάνος, Φοίβος Παππάς, Ιω. Χατζηγιάννης, Σίμος Μήτσιου, Άγγελος Ατσιάς, Στ. Κατσιρέλος, Απ, Σταμούλης, Α. Χαμονικολάου, Αν. Μόσχος, Βασ. Τέγος, Ανδρ. Βλάχος, Γεώργ. Κρίγκος, Δ. Μαργαρίτης, Δημ. Κουκουνάρας, Γεώργ. Καλατζής, Ελευθ. Καβούρας, Θεοφ. Τσούτσος, Αγησ. Κουτσουνούρης, Κ. Σαμουρδάνης, Αν. Κοντές, Μιχ. Βεργώνης και Δημ. Γκέκας.
Τραγικόν θάνατον εξ άλλου εντός των καιομένων οικιών των εύρον η Κυρατσώ Ατσιά, η Τριανταφυλλιά Πατσή και ο παράλυτος υιός της Ιωάννης.
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτός ο φόρος αίματος που επλήρωσεν η πολυπαθής κωμόπολις. Δύο ημέρας ενωρίτερον την 2αν Οκτωβρίου, εξετελούντο εις την «Κίτρινην Αποθήκην» δέκα ακόμη Μηλιώτες. Αυτοί οι δέκα και οι άλλοι κάτοικοι των Μηλεών θύματα της Κατοχής εκτός των 28 που εξετελέσθησαν ή εκάησαν κατά την επιδρομήν των Ες-Ες την 4ην Οκτωβρίου 1943 είναι οι εξής:

Συραγώ Κρίγκου, Ι. Γαζής, Ι. Σκαρλάτος, Κων. Χατζηγιάννης, Μιλτ. Πολίτης, Γραμ. Παπάς, Νικ. Κούκος, Απ. Γουργούτης, Σπ. Κουτσογιάννης, Κων. Ζήγρας, Αρ. Βεργώνης, Βας. Νίκου, Σπ. Καραβουσιάνης, Πετρ. Θεοδωρόπουλος, Τρ, Βογιατζής, Βασ. Κωστάκης, Δημ. Θεοδωρόπουλος, Σπ. Θεοδωρόπουλος, Αριστ. Μαϊτανός, Βασιλ. Σουλογιάννης, Δημ. Συκιώτης, Νικ. Χουλιαράς, Νικ. Λιάτζουρας, Δημ. Καλατζής κ. ά.
Εκ των 450 οικιών των Μηλεών αι 210 απετεφρώθησαν τελείως, ενώ αι άλλαι υπέστησαν ζημίας. 
Αυτό ήταν το ολοκαύτωμα των Μηλεών. Μια φοβερή τραγωδία από τις πλέον φοβερές της Κατοχής.

[Αντιγραφή σε μονοτονικό από τον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, Βόλος, 14 & 16 Μαΐου 1961]
------------------------------------------------------------------
ΥΓ 4-10-2016 Ο φίλος γιατρός κ. Θεόδ. Γκαβαρδίνας με καταγωγή από τις Μηλιές έκανε (αλλού) το παρακάτω σχόλιο:
Theodoros Gavardinas Σήμερα φίλε δάσκαλε, η 4η Οκτωβρίου συμπίπτει με την πυρπόληση των Μηλεών και με τη δημοσιεύση σου για το μήλο φιρίκι Ετσι λοιπόν έχω να πω κάτι και για τα δύο. 
Ο ελεγκτής του μικρού του τρένου που ήρθε από το Βόλο στις Μηλιές σαν σήμερα στο ημερολόγιο του γράφει τα εξής για την στιγμη που οι γερμανοί έπαιρναν πεντε-πεντε τους Μηλιώτες για να τους πάνε πίσω από το μικρο καζελο της σκαδρας για να τους σκοτώσουν. 
Ο επικεφαλής αξιωματικός κάτω από το υπόστεγο της μικρής ταχύτητας χωρίς να συμβαίνει τίποτα, έτρωγε μήλα φιρίκια από τα εκεί γαλικία που τα είχαν φέρει για μεταφορά. 
Άρα είναι η εποχή που έχει γίνει η συλλογή τους και μεταφέρονται, όπως σωστά γραφεις, με το τρενάκι μέσα σε γαλικια και κοφινες.

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

«Σοφίκα Τοπάλη-Θηλιά στη μνήμη»

Ένα βιβλίο για τις τραγικές γυναίκες Τοπάλη κι όχι μόνον...
[...] Η «Σοφίκα Τοπάλη» είναι μια ιστορία αληθινή που σημάδεψε τα Κάτω Λεχώνια και που κλόνισε το πανελλήνιο τις τελευταίες μέρες της Κατοχής των Γερμανών και τις πρώτες του Εμφυλίου. Μια ιστορία που αποσιωπήθηκε για το φόβο των Ιουδαίων, για να γίνει πολύ αργότερα γνωστή και στους ίδιους τους κατοίκους των Κάτω Λεχωνίων...
Φύγαν οι Γερμανοί, μαζί και οι Εασαδίτες κι αφήσανε το έργο τους ελεύθερο στην κοινή θέα. Με την ψυχή στο στόμα πλησίασαν δειλά οι Κατωλεχωνίτες. Ανάμεσά τους κι εσύ. Σήκωσες τα μάτια στα πρόσωπα των κρεμασμένων γυναικών. Δεν άντεξες. Πήγες παράμερα, σ’ απόσταση ασφαλείας, να μην τα ξεχωρίζεις. Να βλέπεις μόνο τις φιγούρες να λικνίζονται σ’ ένα αποτρόπαιο «λούνα-παρκ»: Τρεις γυναίκες κρεμασμένες σ’ ένα δέντρο, παγκόσμια «αποκλειστικότης» του χωριού μας! Σε πρώτο πλάνο τη Σοφίκα, αριστερά την Καλαβρού κι απέναντι τη Λουκία. Τρεις κούκλες παραμορφωμένες, να κρέμονται και να στριφογυρίζουν, δείχνοντας μια τις φριχτές μορφές τους και μια τους τσακισμένους τους λαιμούς, ανατριχιαστική σκηνή, σιωπηλή μαζί και κραυγαλέα, όσο κι αν μεσολάβησαν καιροί, δεκάδες χρόνια από τότε.
Από την τραγική εκείνη Παρασκευή της 7ης Ιουλίου του 1944... ]
(Από το εσώφυλλο του βιβλίου-έρευνα ζωής του λεχωνίτη Γιάννη Μαντίδη, που περιμέναμε και μόλις κυκλοφόρησε. Διατίθεται από τις εκδόσεις HISTORIA,Υψηλάντους 3, Αθήνα, τηλ. 2107255962 και από βιβλιoπωλεία του Βόλου.)

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Το μαρτυρικό Καραμπάσι (3)

Φορτώσαμε, λοιπόν εις τα αυτοκίνητα συνεχίζει την αφήγησι του ο κ. Βολιώτης για την καταστροφή του Αγίου Βλασίου- και σε Γερμανοί μάς έφεραν πάλι εις το σχολειό μαζί με τους άλλους. Λίγο αργότερα μας διάταξαν να κατεβούμε στο προαύλιο. Βγαίνοντας από το σχολείο αντικρίσαμε καπνούς και φλόγες. Το χωρίο εκαίετο. Οι Γερμανοι έβαζαν φωτιά από σπίτι σε σπίτι. Σφίκτηκε η καρδιά μας. Πολλοί άρχισαν να κλαίνε. 
Οι Γερμανοί έδωσαν εντολή να ανεβούμε εις τα αυτοκίνητα, που ανέμεναν. Πού θα μας πήγαιναν άραγε; Είμασταν πολλοί και δεν χωρούσαμε όλοι.  Όσοι  έμειναν θα πήγαιναν πεζοπορία υπό συνοδείαν, φυσικά. Εγώ βρέθηκα μεταξύ των πεζών. Η κατεύθυνσίς μας ήταν προς Λεχώνια. Είχα την ετοιμότητα εις τον δρόμο να ρωτήσω έναν από τους Γερμανούς στρατιώτας για την τύχη μας. Αφελέστατα αυτός απήντησε. μου έδωσε δηλαδή να καταλάβω, ότι μας πήγαιναν εις τα Λεχώνια, όπου θα εκτελούσαν πενήντα. Αύτονοητη η λαχτάρα που δοκιμάσαμε πρώτος εγώ και ύστερα οι άλλοι όταν το επληροφορήθησαν.
Κάποτε, είχε πια μεσημεριάσει, φθάσαμε εις τα Λεχώνια. Μας συγκέντρωσαν εις την πλατεία. 'Ηρθε ένας γερμανός λοχαγός, ο διοικητής της μονάδας, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο επιβεβαίωσε την είδησι, ότι θα εκτελούσαν πενήντα από μας. 
Κατά καλήν τύχην ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Αγίου Βλασίου Παχιός, ήξερε γερμανικά, διότι έμεινε ως αιχμάλωτος εις το Γκαίρλιτς της Γερμανίας. Συνεννοήθηκα λοιπόν μαζί του και με το θάρρος τού επεβάλετο από την περίστασι μιλήσαμε εις τον γερμανό λοχαγό. Του είπαμε, ότι άδικος υπήρξε η πυρπόλησις του Αγίου Βλασίου, και άδικος και η δική μας σύλληψις, ακόμη δε περισσότερο άδικος η ληφθείσα απόφασις περί εκτελέσεως πενήντα αθώων, διότι το επεισόδιο μεταξύ του γερμανού στρατιώτου και των εφεδροελασιτών δεν έγινε εις τον Άγιο Βλάση. Ο Γερμανός όμως άντεταξε το επιχείρημα ότι οι δύο νεαροί που ηλέχθησαν από τον στρατιώτην εις Άγιον Γεώργιον, έφερον ταυτότητας εκδόσεως Αγίου Βλασίου και ήταν αντάρτες. Εν πάση περιπτώσει από την επιμονή μας και τα λογικά επιχειρήματά μας εκάμφθη ο λοχαγός και χωρίς να πη λέξι ανέβηκε εις το αυτοκίνητό του και πήγε εις τον Άγιο Βλάσιο, όπου διέταξε να σταματήσουν οι καταστροφές και να σβήσουν αι πυρκαϊές. Ήταν όμως πλέον αργά αφού τα περισσότερα σπίτια και καταστήματα του χωριού εκάησαν. Εντελώς ελάχιστα εγλύτωσαν από την παρέμβασι αυτή του γερμανού λοχαγού, ο οποίος ύστερα από λίγη ώρα επέστρεψε εις τα Λεχώνια και ανήγγειλε ότι δεν θα εγίνoντο και αι εκτελέσεις. Αναπνεύσαμε άλλα τα βάσανα των αθώων Αγιοβλασιτών επέπρωτο να μην τελειώσουν ακόμη. 
Ο λοχαγός διέταξε, να χωρισθούν οι άνδρες από τα γυναικόπαιδα,  πράγμα που έγινε φυσικά, θέλοντας και μη, γρήγορα. Κατόπιν τα μεν γυναικόπαιδα και οι γέροι αφέθησαν ελεύθεροι να γυρίσουν εις το χωριό. Τους άνδρες οι Γερμανοί τους έβαλαν εις τα αυτοκίνητα και τους ωδήγησαν εις Βόλον όπου τους έκλεισαν εις την Κίτρινη Αποθήκη. Πολλών εξ αυτών η μοίρα υπήρξε φοβερή. Εξετελέσθησαν από τους Γερμανούς ή εστάλησαν εις τα στρατόπεδα της Γερμανίας. Κατά καλήν μου τύχη οι Γερμανοί με αφήκαν να συνοδεύσω τον εγχειρησμένον εις το μάτι πατέρα μου, μη δυνάμενον να βαδίζη. Έτσι εγλύτωσα και επέστρεψα και εγώ την ίδια ημέρα εις το χωριό.
Τι ήταν όμως εκείνο το οποίον μας ανέμενε; Καμμένος ο άλλοτε ωραίος Άγιος Βλάσιος, κατεστραμμένα εντελώς όλα σχεδόν τα μαγαζιά μας, ερείπια, οι περιουσίες μας αγρίως λεηλατημένες. Συμφορά άνευ προηγουμένου.
Αλλά το χειρότερο που ανέμενε εμένα ήταν κάτι άλλο: Ο θάνατος του αδελφού μου Βλάση Βολιώτη, 16 ετών, οποίος κρύφτηκε εις το ταβάνι τού σπιτιού όταν ήρθαν οι Γερμανοί και δεν κατώρθωσε να διαφύγη. Τον πυροβόλησαν και του άνοιξαν το κεφάλι. Ύστερα πήραν το πτώμα, το έριξαν επάνω σε ξερά ξύλα και προσανάμματα, το έβρεξαν με βενζίνη και έβαλαν φωτιά. Βρήκαμε τον αδελφό μου ημιαπηνθρακωμένο.
Ήταν και άλλοι οι φονευθέντες. Δώδεκα εν όλω εκείνη την ημέρα. Μαζέψαμε τους νεκρούς και τους μεταφέραμε εις το νεκροταφείο. Τους θάψαμε την επομένη.
 Ύστερα, με την πάροδο τού χρόνου, αφού εν τω μεταξύ απελευθερώθησαν και αρκετοί από τους  συλληφθέντες άνδρες του χωριού, προσπαθήσαμε να ξαναφτιάσουμε τη ζωή μας.  Ήταν εν τούτοις αυτό τόσο εύκολο; Όχι γιατί αι ψυχές μας γέμισαν από πένθος και πικρία, γιατί αι περιουσίες μας χάθηκαν μέσα σε λίγες ώρες, περιουσίες γερές που αντιπροσώπευαν αγώνες και ιδρώτα τόσων και τόσων χρόνων».
Ιδού τώρα ένας κατάλογος νεκρών κατοίκων του Αγίου Βλασίου, φονευθέντων κατά την Κατοχήν:
Βλάσ. Αρ. Βολιώτης, Μιχ. Δημ. Βολιώτης, Νικ. Κ. Κοψιαλής, Δημ, Λούκας, Ιω. Άλ. Τζαβέλας, Βλασ. Ν. Στανιός, .Κων. Φτελιανός. Βάιος Κ. Κλειτσογιάννης, Δημ. Αν. Κούτριας, Ιω. Σ. Παναγιώτου, Αγγελική Απ. Πολυχρόνου, Ευάγγελος Δ. Κούτριας, Κυρατσώ Δ. Πριάμου, Ευφροσύνη Ι. Κουκουβίνου, Ιωάν. Άγγ. Σταματόπουλος, Νικ. Δ. Τσιπαράς. Βασ. Κ. Καραγιάννης, Δημ. Κ. Καραγιάννης, Δ. Τρ. Βολιώτης, Κων. Ν. Κουτσουβέλης, Βασ. Γ. Βολιώτης, Ιω. Κ. Αργυρογιάννης, Κων. Γ. Κωστόπουλος, Βαρβάρα Απ. Κοσμά, Χρίστ. Ι. Αντωνόπουλος, Ανασ. Ράπτης, (Παντελ. Φιλ. Σπύρου,  Ιω. Β. Σαμαράς, Αδελφοί Κ. Ζησοπούλου κλπ).

Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Το μαρτυρικό Καραμπάσι στα 1944 (2)

ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, Βόλος 8-7-1961
Διά να γίνη αντιληπτό πόσον φρικτό υπήρξε το δράμα του Αγίου Βλασίου αρκεί η κατωτέρω αφήγησις του κ. Ιω. Βολιώτη, του γνωστού καταστηματάρχου τροφίμων της οδού Κ. Καρτάλη, ο οποίος καταγόμενος από τον Άγιο Βλάσιο, έζησε κατά την περίοδο εκείνην εις το χωριό και υπήρξε αυτόπτης μάρτυς όλων:
 «Ένα ασήμαντο περιστατικό υπήρξε η αφορμή για να καή ο Άγιος Βλάσιος και να σκοτωθούν τόσοι συγχωριανοί μας από τους Γερμανούς. Συγκεκριμένως, λίγες ημέρες προ της καταστροφής ήλθε εις τον Άγιο Βλάσιο από τα Λεχώνια ένας γερμανός στρατιώτης, ο οποίος κρατώντας ένα τσουβάλι γύριζε από σπίτι σε σπίτι και μάζευε πίτυρα και καλαμπόκι για τις κόττες, που είχαν όπως έλεγε εις τα Λεχώνια αυτές και οι άλλοι στρατιώτες. Του δώσαμε τέλος πάντων αυτά που ζήτησε και έφυγε ανενόχλητος. Την άλλη ημέρα ο ίδιος Γερμανός πήγε εις τον Άγιο Γεώργιο, γιο να μαζέψη πάλι πίτυρα και καλαμπόκι. Εις την πλατεία του χωριού, μεταξύ άλλων αντελήφθη και δύο νέους, τους οποίους εθεώρησε υπόπτους. Τους επλησίασε και τους ζήτησε τις ταυτότητες. Οι δύο αυτοί νέοι δεν ήσαν από τον Άγιο Γεώργιο, αλλά από τον Αγιο Βλάσιο. Ο Γερμανός δεν είπε τίποτε, αλλά κράτησε τις ταυτότητες.
Τότε ειδοποιήθη το τοπικό τμήμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ και σε λίγο εγένετο επίθεσις κατά του Γερμανού. Αυτός όμως κατόρθωσε να διαφύγη αμυνόμενος και να επανέλθη εις τα Λεχώνια, όπου ανέφερε τα διατρέξαντα εις τον διοικητή του.
Δύο ημέρες μετά ήλθαν εις τον Άγιο Βλάσιο μερικοί Γερμανοί με επικεφαλής ένα λοχία. Επεσκέφθησαν και το σπίτι μου. Δεν πείραξαν κανένα, τους δώσαμε μερικά αυγά πασχαλιάτικα και έφυγαν. Ο ίδιος λοχίας με στρατιώτες ξανάρθε εις το χωριό, αλλά πάλι δεν έγινε τίποτε το κακό. Θυμούμαι μόνον πως του άρεσε πολύ ένα καινούργιο σαλονάκι που είχαμε και υποπτευθήκαμε πως θα το έπαιρνε σε δεδομένη στιγμή. Εν τω μεταξύ είχε γνωσθή το επεισόδιο που συνέβη με τον γερμανό στρατιώτη και τους εφεδροελασίτες εις τον Άγιο Γεώργιο και οι συχνές αυτές επισκέψεις των Γερμανών εις τον Άγιο Βλάσιο μας ενέβαλαν σε υπόνοιες, που δυστυχώς απεδείχθησαν βέβαιες ύστερα από λίγες ημέρες, δηλαδή το Σάββατο 13 Μαΐου 1944.
Χαράματα, λοιπόν, του Σαββάτου ξυπνήσαμε ξαφνικά από ισχυρά κτυπήματα εις την πόρτα του σπιτιού. Κατέβηκα γρήγορα-γρήγορα και άνοιξα. Ήταν ο ίδιος, ο γνωστός πλέον γερμανός λοχίας, πανύψηλος και φοβερός, συνοδευόμενος από αρκετούς στρατιώτες. Είπε να κατεβούμε όλοι από το σπίτι και να των ακολουθήσουμε το ταχύτερον. Κατάλαβα πως κάτι το κακό συνέβη και χωρίς χρονοτριβή κατεβήκαμε όπως-όπως εγώ, η γυναίκα μου και ο μικρός τότε γιος μου και ακολουθήσαμε τους Γερμανούς. Μας οδήγησαν εις την πλατεία του χωριού, όπου εν τω μεταξύ συνεκεντρούντο και οι άλλοι κάτοικοι του Αγίου Βλασίου, άνδρες, γυναίκες και παιδιά αδιακρίτως ηλικίας.
Δεν μας άφησαν όμως εις τον ελεύθερο χώρο της πλατείας. Μας ενέκλεισαν εντός του σχολείου όλους, τετρακόσιους και πλέον ανθρώπους και ο κίνδυνος να καταρρεύσουν τα παλαιά πατώματα από το βάρος, ήταν μεγάλος.
Μαζεμένοι όπως ήμαστε μέσα εις το σχολείο όλοι οι κάτοικοι κάναμε διάφορες υποθέσεις για το τι μας περίμενε. Είχαμε οπωσδήποτε αντιληφθή ότι οι Γερμανοί αυτήν την φορά ήλθαν εις τον Άγιο Βλάσιο για μεγάλο κακό και η αγωνία μάς έπνιγε.
Σε λίγο οι Γερμανοί διέταξαν δέκα από μας να τους ακολουθούσουν. Μεταξύ των δέκα βρέθηκα και εγώ. Όλοι πίστεψαν και φυσικά εμείς οι δέκα περισσότερο, ότι θα μας πήγαιναν για εκτέλεσι. Ευτυχώς όμως οι φόβοι μας δεν βγήκαν αληθινοί.
Διότι, οι Γερμανοί μάς ήθελαν για αγγαρεία μόνον, δηλαδή για να μεταφέρουμε τι πράγματα που λεηλατούσαν από τα σπίτια και τα καταστήματα και να τα φορτώσουμε εις τα αυτοκίνητά των.»
                                                  (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στο επόμενο και τελευταίο μέρος)