Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Πήλιο: Παράδεισος μοναχός !

Ένα όμορφο κείμενο του βολιώτη (ποιητή και πεζογράφου του μεσοπολέμου) Φάνι Μιράνα (ΕΔΩ) που εξυμνεί τις ομορφιές του Πηλίου...

ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΣ
Η μουσαφιρίτσα η Λαρισινή, που τόσην αγάπη τής έδειχναν όλες γύρα-γιατί και καλή είτανε και μικρή και όμορφη και χαριτωμένη κοπελίτσα- τις διηγότανε τις ομορφιές και τα κάλλη της Πορταριάς και του Κάραβου, της αστέρευτης και αθάνατης Μάνας. Τις μίλαγε για τα μέρη, που πρώτη φορά αφτή τα είδε, με μια λατρεία πού πρόδηλα γιγάντωνε μέσα της :
— Είναι κάτι μέρη, μα κάτι μέρη! Παράδεισος μοναχός ! Θαρρείς και βρίσκεσαι στον απόκοσμο, όταν είσαι εκεί. Πέφτουνε όλες οι ομορφιές μαζεμένες μπροστά στα μάτια που, έτσι όπως τα φαντάζεσαι στον απόκοσμο. Και, λες και γίνεσαι όλη μύρα και άνθια. Και μαζί με αυτό παθαίνεις και τον ωραιότερο θάνατο....Σε πνίγουν οι φυσικές μυρουδιές. Πεθαίνεις από τις ευωδιές επάνω σε ένα ταπέτο καταπράσινων φυλλωμάτων και πολύχρωμων λουλουδιών.... Και μετά πάλι, ξαναβρίσκεσαι ζωντανή μέσα στην πιο ωραία και ποθητή ζωή... Δε φαντάζεσαι τι είναι εκεί ψηλά. Δε μπορεί να το φανταστεί ο νους σου. Πεθαίνεις με τα πιο ωραία πράματα και με τους πιο ασύλληφτους οραματισμούς.... Διάβασα πολλά στο Αρσάκειο και στο σπίτι μου για όμορφα και μαγικά τοπεία, μα ποτές η φαντασία μου δεν συλλογίστηκε όμοια, με τα όσα είδα, μέρη...
Κάθισα δεκαπέντε μέρες. Εκεί μου φαινόταν πώς κάθισα μονάχα δεκαπέντε λεφτά της ώρας... Τόρα όμως, όσο μακραίνω από ‘κεί, αρχίζω να νομίζω πώς κάθισα δεκαπέντε ολάκερα χρόνια... Εμείς στη Λάρισα έχουμε ένα έρμο Αλκαζάρ και το λέμε παράδεισο. Δε βαριέσαι! Αν δεν είτανε ο Πηνειός δίπλα του και αν του λείπανε τα ψηλά δέντρα θα είτανε κόλαση, όπως είναι όλη η Λάρισα.... Λένε πως η Βενετία είναι ένα θείο, ένα παραδείσιο μέρος. Όμως για μένα που δεν την είδα, η Πορταριά στέκει πιο αψηλά από αυτήν, καώ ας μην έχει και θάλασσες και νησίδες. Εξάλλου εμένα μου είπε κάποιος κύριος, με πολύ oρθή κρίση, πως η Βενετία είναι μέρος πληχτικό.
-Στα Λεχώνια πήγες, Πολυτίμη ; της διέκοψε την αναπόληση και την ενατένιση το Βγενιό.
-Μμμ! όχι, δεν πήγα. Πρώτη μου φορά έρχομαι, καλέ, στο Βόλο, αποκρίθηκε εκείνη -συναφερμένη.
-Στις Μηλιές ;
-Ούτε.
-Στην Αγριά, στα Πλατανίδια;
- Μα πρώτη μου φορά, καημένη, έρχομαι εδώ...
- Αααά ; Μα εκεί να πας και να δεις μέρη, που μήτε τα 'νειρεύτηκες ποτέ σου.
-Αλήθεια, λένε όλοι πώς είναι καλά. Του χρόνου λέω να ξανάρθω για μπάνια και να πάω και αυτού τότες.
Τα κορίτσια- οι φιληνάδες της κόρης της κυρά Μαγδαληνής - ακούγανε το καθετί που λεγότανε στην παρέα τους. Το Βγενιό κατόπιν άρχισε να εξυμνάει την ελιόχαρη Αγριά με το μαγεμένο το ακρογιάλι της, πού απλώνεται έτσι σαν δίχρωμη μακριά κορδέλα έτσι σαν περιθώριο ζηλευτό γύρο στην ομορφούλα και χαμηλή πολιτεία, με τα χαριτωμένα σπιτάκια, που μοιάζανε σαν ξαπεταρούδια κοριτσάκια, που προβάλλουν το αγλαό προσωπάκι τους ανάμεσα από τις πυκνές φυλλωσιές των ελιών και των λεμονιών. Και εδώ πρόστεσε:
-Αλήθεια, το ακρογιάλι της Αγριάς λένε πώς ούτε και η πανύμνητη Μυτιλήνη δεν τόχει.
Και ύστερα μιλούσε για τα Λεχώνια με τα πολυποίκιλλα φυλλώματα, για τα Κάτω Λεχώνια με τα άπειρα πωρικά, για τον ποταμό το Βρύχωνα, για τα Άνω Λεχώνια που είναι :
-Να, όπως είπες εσύ, Πολυτίμη, είναι κάτι πολύ από το απόκοσμο, είναι κάτι πολύ από την Παράδεισο, πραγματικά. Και τόχουνε πει αυτό και όλοι οι ξένοι που ήρθανε εδώ, Φαντάσου, παιδί μου, ώρες ολόκληρες περνάει ο σιδηρόδρομος ανάμεσα από γέφυρες λογίς-λογίς δέντρων πούναι καταφορτωμένα καρπούς. Κατόπι της μίλαγε για τη Γαντζέα με τους πλούσιους ελαιώνες της, για τις Μηλιές με τα νερά που εφραίνουνε εξαιρετικά όταν κατεβαίνουνε στο λαρύγκι και που είνε λαγαρά καί κρύα σαν της μυθικής Υπέρειας Κρήνης τα νερά, και που έχουνε όμορφες κοπέλες, όπως να είσανε μοσκαναθερμένες μέσα στο γιαλί· να της μιλάει για τη Βυζίτσα με τα σταφύλια της, που θα τα προτιμούσαν και οι Ολύμπιοι θεοί για τα συμπόσιά τους, για την Πρόπαν που βγάζει τις μοναδικές πλάκες, για την Αργαλαστή με τα φημισμένα σύκα, για Χόρτο, για το Νεοχώρι, για το Λαύκο, για το Προμύρι, που είναι εκεί δάση ολόκληρα, από λεϊμονιές και πορτοκαλιές που οι κορμοί τους είναι χωμένοι μέσα στη γης, είναι σκεπασμένοι με χώμα και πετράδια και άμμο από τις βροχές.
-Πού να πεις και για την πίσω την πλευρά;... Όλη η δύναμη του ήλιου, καθώς ανατέλνει μέσα από το νερό,  δύναμη αυτή γίνεται χλωρασιά και δέντρα και λουλούδια και καρποί και ομορφιές και μυρώματα σε κείνο το μέρος.
 Η Τσαγκαράδα είναι το θαύμα του Πηλίου. Έπειτα βάλε τη Ζαγορά με τη Βίγλα της, τον Κισσό, το Μούρεσι, το Πουρί, τον Αϊ Γιάννη, το Χορευτό και τράβα κορδέλα... Και να ξαίρεις είναι γιομάτα φασόλια  και κάστανα και κοκόσιες... Κι άλλα τόσα, πολλά και θαμαχτά πράματα είπε το Βγενιό.
 -Αμ, αυτού να πας να δεις Πήλιο, τέλειωσε.
-Γιατί; -υπόβαλλε απότομα η μητέρα της Ευτέρπης, η νοικοκυρά, κι ανασηκώθηκε λίγο από το σκαμνί της.
-Τα δικά μας τα μέρη λίγο σου είναι;
Σάστισέ το Βγενιό, που δεν καταλάβαινε για ποιον τόπο της μίλαγεν η κυρά Μαγδαληνή.
-Στη Λαμία, λέει; στην Αθήνα; στη Σαλονίκη; αναρωτήθηκε μέσα της. Το βλέμμα της τόχεν αφερεμένο αφιμένο απάνω στη νοικοκυρά που της μίλησε.
-Ποια μέρη; ρώτησε.
-Τι αδέξια την έχεις την Πορταριά; απάντησεν η κυρά Μαγδαληνή. Κι η Ευτέρπη αρώτησε μετά:
-Καλέ έχεις πάει στον Κάραβο να δεις;
-Χμ!  Στην Πορταριά εγώ δεν πήγα ποτές μου ως τα τόρα. Και τόχω μεράκι, να σας πω την αλήθεια, αυτό... Τόσο κοντά που είμαστε εδώ και να μην τα καταφέρω να πεταχτώ μια ματιά για μια δύο μέρες...
Και η κουβέντα ξακολούθησε να κυλάει όμοια, αποκάτου στο χαγιάτι που καθότανε η γυναίκεια συντροφιά, ενώ στης Πολυτίμης το νου γεννιότανε κάτι σαν αμφιβολία, σα δισταγμός, σα δυσπιστία.


[«Από τις ιστορίες του χθεσινού Πηλίου» - ΦΑΝΙΣ ΜΙΡΑΝΑΣ -1924 (Πιστή αντιγραφή σε μονοτονικό)]

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Χριστούγεννα χωρίς παπά!

Καλά Χριστούγεννα σ' όλες κι όλους!

Ένα επίκαιρο διήγημα (Πηλιορείτικη ηθογραφία) του Χρήστου Παπαζήση, αντιγραφή σε μονοτονικό από τη ΘΕΣΣΑΛΙΑ της 25ης Δεκεμβρίου 1934. 
(Ο δάσκαλος Χρ. Παπαζήσης ήταν σύζυγος της δασκάλας Μυρτούς Ρήγα Καμηλάρη). 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΧΩΡΙΣ ΠΑΠΑ
Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο μια σκέψη βασάνιζε ο χωριό. Θάρθη παπάς ή όχι; Ολάκερη εποχή την πέρναγαν χωρίς παπά. Αδιάβαστοι που λέει ο λόγος. Σαν τώρα όμως; Σαν τέτοιες μέρες; Έπρεπε νάρθη ένας παπάς! Κι η σκέψη του ερχομού βασάνιζε το χωριό. Και πιο πολύ τις γυναίκες. Οι καψερές οι γυναίκες! Άμα δεν έβλεπαν ράσο και καλιμαύχι στο χωριό λες και κάτι τις έλειπε. Αμ’ τότε; Ποιος θα φάει τις λειτουργιές; Ποιος θα δώσει την ευχή;
Πρώτη και καλύτερη η κυρα-Λένκω, η γυναίκα του μαστρο-Νικολή, έδινε τον τόνο σ’ όλην την παπαδοσυζήτησι. Μάϊδε πιτρόπισσα νάτανε, δε θα ούρλιαζε τόσο όπως έλεγε κι η κυρα-Συραγώ η γυναίκα του πραματευτή.
 Μόλις πάτησε το πόδι της κείνο τ’ απόβραδο στη βρύση του χωριού πούτανε μαζεμένες όλες οι καλές νοικοκυράδες, παραμέρισε στάμνες και τενεκέδες, μπούλωσε με μανία την μπούκα της βρύσης, ανασκουμπώθηκε, έδεσε σφιχτά τις γροθιές της και βάζοντας τα χέρια στη μέση έριξε μια άγρια ματιά στο γυναικομάζωμα. Λες κι ήταν η Μπουμπουλίνα ολάκερη. Χοντρή-χοντρή καθώς ήταν με εκείνα τα κόκκινα μάγουλα και τα σφιχτά τα μπράτσα είχε απολιθώσει το ακροατήριο! Καμιά τους δεν τόλμησε να ξεστομίσει κουβέντα. Μόνο η γυναίκα του καπετάν-Μανώλη η Σύρμα η ξακουστή δεν ταράχτηκε απ’ την ανακατωσούρα. Χρόνια και χρόνια ταξιδεύοντας δίπλα στον άντρα της -καπετάνισσα αυτή- είχε δη χώρες και χωριά, πάλεψε αγώνες σκληρούς με τ’ άγρια κύματα και της αρμύρας τα φαρμάκια αφού δοκίμασε, δεν την τρόμαζαν οι καπετάνισσες του γλυκού νερού! Απόδιωξε τις γυναίκες από μπροστά της και φώναξε:
-Ξεμπούλωσι τη βρύση κυρα-Νικουλίνα μ’ να μη γένουμι μαλλιά κουβάρια. Κάτσι φρόνιμα κι άσ’ τα παπαδλίκια π’ θέλεις να μας ψάλεις πάλι. Αμ’ την ξέρου μαθές τα’ κάψα σ’. Θέλεις να φκιάσουμι του Νικουλή σ’ παπά! Δε θα σ’ γένει όμως αυτό!  
Φούντωσε η Λένκω. Δεν παραφέρθηκε όμως. Αργά αργά όπως το λάδι στη γαλιάγρια, άρχισε να βγάζει τις κουβέντες απ’ το στόμα.
-Εγώ μαρή, φρουντίζου για του Νικουλή μ’; Ας είν΄καλά ου Αη-Νικόλας –μεγάλη η χάρη τ’- απ’ τουν βουηθάει κι είν’ τους χρυσουχέρης κι μαζεύει του μαξλάκι τ’ κι κάν’ τσι δλίτσις τ’ κι θρέφ’ τ’ φαμίλια τ’. Αν θέλει ου Κύριους Ιησούς Χριστός γένητι κι παπάς ου Νικουλής μ’. Δεν τ’ απαρνιέται  μαθές. Αν θέλει όμους ου Μεγαλοδύναμους κι ου κόσμους. Με το ζόρι τίποτα. Δεν είμαστε όμως αυτού τώρα. Τα Χριστούγεννα φτάσαν κι εμείς παπά ακόμα. Να σκουθούμι να πάμε στο Δεσπότη κι να τ’ αξιώσουμι. Ή παπά ή κι γω δεν ξέρου τι.
Αυτά κι άλλα πολλά έψαλλε στη βρύση η κυρα-Λένκω.
Αφού παπαδομίλησε κάμποση ώρα έλυσε τη συνεδρίαση καθώς είπε κι η κυρία του Ειρηνοδίκη που περνώντας κατά τύχη απ’ τη βρύση παρηκολούθησε την «υπόθεσι».
Η βρύση ξεμπουλώθηκε, οι στάμνες γέμισανε κι οι γυναίκες ανηφόρησαν για τα σπίτια τους. Στο δρόμο το σούσουρο έδινε κι έπαιρνε. Γιατί τάχα η Λένκω ενδιαφέρονταν τόσο πού για παπά; Μήτε παπαδοθυγατέρα ήτανε, μήτε άγιο σόι είχε. Γιατί; Μήπως γιατί ήθελε να φκιάσει τον άντρα της παπά; Μήπως άλλο τίποτα;
Η γριά η Στάθαινα που άκουσε τις απορίες είπε εμπιστευτικά σ’ ένα γυναικομπουλούκι που πέρασε δίπλα απ’ τον αυλόγυρό της.
-Τι να σας πω γιε μ’. Πάει ου κόσμους χάλασι. Η Λένκω θέλει δέσιμο. Να γένει ου άντρας τ’ς παπάς;  Αμ’ ξέρει την άλφα-βήτα; Άλλους είν’ ου ψύλλους απ’ την τσιμπάει στουν κόρφου. Δε θυμάστι πόσα έκανι μι του Παπαγιώργη πρόπιρσι; Αυτή παιδί μ’ –ου Θιός να μι σχουρέσ’- χουρίς παπά δεν μπουρεί να κάμει.
Ιδώ θα είστι κι θα μι θυμηθήτι. Μα δε φταίει αυτή. Φταίμι εμείς που την αφήνουμι να μουλεύει τ’ άγια τ’ χουριού μας κι δεν την μαζεύουμι μι τα δικανίκια.
Οι γυναίκες σαν κάτι να κατάλαβαν. Κούνησαν το κεφάλι μ’ απελπισία και σαν να μετάνιωσαν που κουβαλούσαν τις στάμνες στον ώμο τους και δεν τις έσπαγαν στο κεφάλι της κυρα-Λένκως. Μα πάλι ήξεραν; Τάχα ήταν σωστά; Τάχα είχε δίκιο η κυρα-Στάθαινα; Κανένας δεν ήξερε σίγουρα.
Την άλλη μέρα το πρωί μεγάλη συζήτηση στο παζάρι του χωριού. Το ζήτημα του παπά που ήταν σχεδόν ξεχασμένο ήλθε στην ημερήσια διαταγή καθώς έλεγε κι ο Αλέκος ο Ψηλαράς που μόλις από το στρατό απολύθηκε με τον επίζηλο βαθμό του λοχίου, που είχε να το λέει.
Οι άντρες φιλοτιμήθηκαν απ’ τη γυναικοσυζήτηση και θέλησαν να δώσουν τέλος στη υπόθεση. Κάλεσαν τον επίτροπο το Θεοδωρή που διακρίνονταν για την εξυπνάδα του, τούδωσαν ένα ψήφισμα υπογεγραμμένο από όλο το χωριό και τούπαν να πάει στο Δεσπότη κι όπως θα κάνει-θα κάνει να στείλει παπά για τα Χριστούγεννα. Η απαίτηση ήταν γενική.
Κείνη τη στιγμή σηκώθηκε κάποιος που πίστευε και δεν πίστευε στο Θεό -με το δίκιο του όπως έλεγαν μερικοί γιατί αφού δεν υπήρχε παπάς ποιος θα τον έβαζε στο δρόμο του Θεού- και θέλοντας να γελάσει σε βάρος των καλών χριστιανών  είπε στον επίτροπο φωναχτά.
- Άμα βρεις παπά πάει καλά. Άμα δεν υπάρχει όμως κύταξε μην παραζορίσεις το Δεσπότη και μας στείλει κανέναν από την πόλη δίχως ράσο και καλιμαύχι!
Όλοι γέλασαν με την εξυπνάδα του. Και χωρίς να το θέλουν πήραν συζήτηση για τον Ατατούρκ!
Στο μεταξύ ο Επίτροπος φεύγοντας για το σπίτι του αντάμωσε στο δρόμο την κυρα-Λένκω.
- Έλα, κυρα-Λένκω της είπε. Το θείο θέλημά σου θα γίνει. Αύριο πηγαίνω για παπά στο Δεσπότη σύμφωνα με τη θέληση όλου του χωριού.
-Κοίταξε όμως κανέναν καλόν παπά. Όχι κάναν παληόγερο. Νάναι σαν τον Παπαγιώργη τον μακαρίτη, π’ άμα έλεγε το Βαγγέλιο τράνταζε την εκκλησιά. Ως κι η θεια η Μαργαρίτα πούταν κουφιά τ’ άκουγε. Καταλαβαίνεις του λόγου σ’.
Ύστερα από λίγες μέρες παραμονή Χριστούγεννα ακριβώς, έφτανε στο χωριό ο κυρ-Θοδωρής μ’ έναν περιποιημένο καλόγηρο δίπλα του. Δεν είχε βρει παπά και στην ανάγκη έφερνε αυτόν. Ψηλός, καλοφτιαγμένος, ήταν δεν ήταν σαράντα χρονών.
Όλοι τον υποδέχτηκαν με χαρά.Η Λένκω στολισμένη και φτιασιδωμένη τον υποδέχτηκε κι αυτή και του φίλησε το χέρι ευλαβικά. Ο καλόγηρος κατευχαριστημένος της έδωκε πολλές ευχές και περπατώντας δίπλα της κατατοπίστηκε στο δρόμο απ’ το στόμα της για τα διάφορα ζητήματα της εκκλησίας. Εξέφρασε μάλιστα ο θαυμασμό του στον Επίτροπο για το φιλόθρησκο  χωριό που παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον τα διάφορα ζητήματα της εκκλησίας, όπως η Λένκω καλή της ώρα.
Την άλλη μέρα -Χριστούγεννα πρωί- οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα διαλαλώντας τη Γέννηση του Σωτήρα. Όλο το χωριό βρισκόταν μέσα στην εκκλησία. Η λειτουργία γίνηκε με πολλή τάξη. Σα σχόλασε η εκκλησία όλος εκείνος ο χωριατόκοσμος ξεχύθηκε στους δρόμους κατευχαριστημένος και τραβούσε καθένας για το σπίτι του, όπου τον περίμενε ένα καλό χριστουγεννιάτικο φαγοπότι. Μόνον ο Στυλιανός ο κανδηλανάφτης ήταν λιγάκι δυσαρεστημένος.
-Και φέτος τα Χριστούγεννα χωρίς παπά! Είπε αναστενάζοντας.
-Τι παπάς, τι καλόγηρος. Λειτουργία γίνηκε! Το ίδιο κάνει! Πρόσθεσε κάποιος.
-Χωριό που το καταράστηκε ο Θεός, δεν το σώζουν οι καλογέροι! Ξανάπε ο κανδηλανάφτης θλιμμένα.
Κι όμως! Η κυρα-Λένκω πόρεψε και φέτος. Ήταν καταφχαριστημένη, κατά πως λέγαν μερικοί.
-Του χρόνου, ίσως, κάνας παπάς! Έχει ο Θεός! Έλεγε.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Θάλασσα και Πήλιο

Ένα όμορφο, επίκαιρο κείμενο του Λαυκιώτη εκπαιδευτικού Δημήτρη Λαμπαδάρη, που δημοσιεύτηκε στο βολιώτικο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ στις 12-7-1961. 
(Αντιγραφή σε μονοτονικό με την ορθογραφία απαράλλακτη)
Καλοκαιρινή ζωή
Θάλασσα και Πήλιο
Φούντωσαν για καλά οι ζέστες. Ο καύσωνας του Ιουλίου με το απίθανο ανέβασμα του υδραργυρικού θερμομέτρου δημιουργεί αναγκαστικά την αναπότρεπτη ανάγκη της δροσιάς. Το σπίτι -η ευλογία αυτή του Θεού- επιστρατεύεται στις κρίσιμες αυτές στιγμές για την αντιμετώπισι του προβλήματος. Χώνεσαι στα αδυτά του κι’ ελπίζεις ν’ αναπνεύσης λιγάκι. Δυστυχώς!! Ανίσχυρη καθώς είναι η θαλπωρή της οικιακής στέγης, επικαλείται τη συνδρομή ενός μερικού στρηπτήζ των ενοίκων. Και πάλι όμως ή ζέστη δεν υποφέρεται.
Η γενική ατονία το γνώρισμά της. Ανικανότητα για την κατανάλωσι του απαραιτήτου επιουσίου. Αδυναμία για μια, έστω και σύντομη, έντασι των σωματικών και των πνευματικών δυνάμεων. Ανατολική νωχέλεια στις κινήσεις, γενική βαρυεστημάρα στις εκδηλώσεις. Ολοκληρωμένη δηλαδή υπότασι της δραστηριότητος, που υπακούει μονάχα σ' ένα φάρμακο. Στη δροσιά.
Γι αυτό και ξεχύνονται καθημερινά όσοι δεν υποφέρουν τη ζέστη- και στο σημείο αυτό υπάρχει γενική η ομοφωνία -στις ακρογιαλιές, για ν’ απολαύσουν το δροσόλουσμα της γαλανής μας θάλασσας.
Μαγεία αυτή την εποχή η γαλανομάτα. Λαχταριστή και ήμερη, σαν την υπάκουη παιχνιδιάρα γάτα, γλείφει νωχελικά την αμμουδιά. Τα κυματάκια της κομματιάζονται αρμονικά σ’ ένα σωρό γλώσσες, γλωσσίτσες, που παιχνιδίζουν με τα βότσαλα της ακτής. Πρόσκλησι σ’ ένα δροσερό λουτρό υποδηλώνει το σιγανό της μουρμούρισμα. Τι κάθεσαι άνθρωπε και ξεροψήνεσαι στη λάβα του καλοκαιριού; Έλα στον κόρφο μου να σου χαρίσω τα ολόδροσα φιλιά μου. Γύρε κοντά μου να σε δροσίσω με την κρουσταλλένια μου άχνα. Σχίσε το κύμα και σμίξε μαζί του σ’ ένα λαχταριστό και μυρωμένο αφρόδροσο…
Αφάνταστα υποχρεωτικό το κάλεσμα. Πειθήνιος υπακούεις για να νοιώσης την ανακούφισι, τη δροσιά. Να ξαναδής τον εαυτό σου.
Ομαδική η συμπάθεια προς το υγρό στοιχείο τον τελευταίο καιρό. Τόσο που να μην μπορείς να τη δικαιολογήσης. Να οφείλεται τάχα στα προκλητικά του θέλγητρα;  Ή μήπως στην όψιμη ανακάλυψι των θεραπευτικών της προσόντων απ’ την ιατρική επιστήμη , που τ’ ανέσυρε πάμπολλα απ’ τ’ άσωτα βάθη του και τα σκόρπισε αφειδώλευτα στους κάθε λογής πάσχοντας...
Ό,τι κι αν συμβαίνη, γεγονός είναι ότι η θάλασσα έχει την τιμητική της. Στα πέντε δάκτυλα μετριούνται οι λάτρεις του βουνού. Άπειροι οι θιασώται του υγρού κάμπου. Παίρνει φαίνεται την εκδίκησί της η γλυκοκυματούσα. Βάλλει κατά των υψωμάτων. Και βάλλει τόσο εύστοχα. Θα θέλαμε μια εξαίρεσι σήμερα στο πεδίον βολής της. Ένα απυρόβλητο για το Πήλιο, το ξακουσμένο βουνό. Δεν εκπηγάζει από μάς η απάντησι. Η Ιστορία και η παράδοσι προστάζουν. Το καμάρι των βουνών μπορεί ισάξια με τη θάλασσα να χαρίση τη δροσιά, αν όχι περισσότερο. Και τη δροσιά και τη γιατρική. Δεν είναι δική μας η γνώμη. Ούτε πρωτοφανέρωτη δοξασία. Ανατρέχει πίσω 23 αιώνες. Στα 250 περίπου προ Χριστού ο Ηρακλείδης, ο επιλεγόμενος κριτικός στο βιβλίο του «Περιήγησις Ελλάδος» του οποίου διεσώθησαν αποσπάσματα, γράφει για το Πήλιο «Υψηλά εις την κορυφήν του όρους υπάρχει σπήλαιον, το καλούμενον Χειρώνιον και ιερόν του Ακραίου Διός. Εδώ, όταν ανατέλλη ο Σείριος, την εποχήν του μεγαλυτέρου καύσωνος αναβαίνουν οι περισσότερον επιφανείς και περισσότερον γηραλέοι εκ των πολιτών, αφού εκλεγούν ενώπιον του ιερέως ενδεδυμένοι καινουρyή πυκνόμαλλα δέρματα προβάτων, τοιούτον είναι συνήθως το ψύχος επάνω εις το όρος» ...
Πομπή λοιπόν από εκλεκτούς και γεροντοτέρους ανεβαίνει στο βουνό. Και η φορεσιά τους χειμερινή ή μάλλον πολική. Κατακαλόκαιρο και να φοράς το «κώδιον του Διός». Δέρμα δηλαδή προβάτου με μακρυά μαλλιά. Τόσο είναι το ψύχος. Ικετευτική πομπή , υποστηρίζουν  άλλοι, προς τον ακραίον Δία, να ρίξη τις βροχές και τούς κεραυνούς του. Όπως κι αν έχη το πράγμα το θέμα είναι σχετικό με τη δροσιά. Τη δροσιά, που χαρίζει το Πήλιο σ’ όσους το επισκεφθούν. Δεν σταματά όμως μέχρις εδώ ο λαογράφος εκείνος της εποχής, ο Ηρακλείδης. Προχωρεί και στη λαϊκή βοτανική και περιγράφει ένα θεραπευτικό βότανο. «Το βότανο αυτό, λέγει, γνωρίζει εν μόνον γένος της πόλεως Δημητριάδος, το οποίον ισχυρίζεται ότι κατάγεται απ’ τον Χείρωνα. Η παράδοσις, περί αυτού κληροδοτείται από πατρός εις υιόν και ούτω το φάρμακον φυλάσσεται μυστικόν, ώστε κανείς άλλος εκ των πολιτών δεν το γνωρίζει. Εκείνοι όμως που γνωρίζουν τα φάρμακα δεν επιτρέπεται να θεραπεύσουν τον άρρωστον επ’ αμοιβή, αλλ’ οφείλουν να πράττουν τούτο δωρεάν». Δωρεάν λοιπόν και η λαϊκή ιατρική στο Πήλιο με τα ντόπια βότανα. Την προσφέρει η μάνα φύσις με τις ανεξάντλητες δυνατότητες.
Αυτά ανιστορεί ο Ηρακλείδης. Και η αλήθεια τους δεν επιδέχεται καμμιά αμφισβήτησι. Δυτικά στο Πλιασίδι έχουν ανασκαφή τα θεμέλια του ναού του Ακραίου Διός, βορεινά δε υπάρχει το άντρο τού Κενταύραυ Χείρωνος.
Αυτό λοιπόν το Πήλιο, που είναι τόσο αγαπητό στη Μυθολογία και που μνημονεύεται από πλήθος συγγραφείς και ποιητάς ζητάει δικαιοσύνη. Τα δασιά του δάση απ’ τις οξυές, οι καστανιές, οι μηλιές, οι κερασιές, οι ελιές και τ’ αμπέλια, οι μυρτιές και οι δάφνες του, οι τερπνότατες κοιλάδες και το δροσερώτατο κλίμα του δικαιωματικά πρέπει να πάρουν και πάλι τη θέσι τους στην καλοκαιρινή ζωή μας, αποτελεί τούτο μια πράξι δικαιοσύνης. Και η δικαιοσύνη επιβραβεύεται πάντα.
                                                                                                      Δ. ΛΑΜΠΑΔΑΡΗΣ
(14-7-2015)

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Ανοιξιάτικα δειλινά

Τελειώνει κι ο Απρίλης! Οι τελευταίες μέρες του είναι πράγματι ανοιξιάτικες. Το ίδιο και τα "δειλινά" του! 
Γι' αυτό ας απολαύσουμε ένα όμορφο κείμενο του 1927, αναμένοντας το Μάη! (*)
Πρόσφατη φωτογραφία των ακτών του Παγασητικού,
από τον Ηλία Σακελλάρη
ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΔΕΙΛΙΝΑ ΣΤΟ ΒΟΛΟ 
Γέρνοντας στου βουνού τη  ράχη ο ήλιος μάς αφήνει σκορπίζοντας αιθέρια πλουμιστά λουλούδια για να πάει να πέσει στην ανυπόμονη αγκαλιά τσ' αγαπημένης του νυφούλας Κυμοθόης. 
Στρατοκόποι περνάν και πάνε, άλλοι κουβαλώντας τη στάχτη τους κατά τον Άγιο Κωνσταντίνο και άλλοι για να πάρουν αέρα τα σωθικά τους τα μαραμένα απ' της πόλης τη βρωμιά.
Στον αλαφρό ίσκιο που απλώνει η πολυλογού λεύκα, 'δώ και τόσα χρόνια κοντά στην ακρογιαλιά,  κάθεται η  όμορφη κόρη του  ψαρά, για να μπαλώσει  τα δίχτυα του πατέρα που αύριο πρωί-πρωί θα πάει για δουλειά τραβώντας το βαρύ κουπί με τα ροζιασμένα, τίμια χέρια του.
Τα κόκκινα, σαν άλικα τριαντάφυλλα, χείλια της, αργοσαλεύοντας μυστικά τραγούδι λένε, ίσως νάναι  για τον όμορφο γρυπάρη που  προχτές στην Εθνική μας γιορτασιά τον κρυφοκύταε με πόθο μες στη μεγάλη Εκκλησιά.
Λίγο πιο πέραν τρατάρηδες της νιοφερμένης απ' το αντικρινό ακρογιάλι ψαροπούλας, πουλάνε με την οκά ζωντανά, σπαρταρίζοντα ψάρια που τα βγάνουν μεσ' από τα καλαμόπλεχτα κοφίνια τους.
Από ώρες χτυπήματα βαριά αντηχούν στο ακρογιάλι το μάγο. Είν' οι μαστόροι που φτιάνουν το καινούργιο καΐκι του μπάρμπα Νικόλα που θα ρίξουν στη θάλασσα μεθαύριο τη Πρωτομαγιά  για νάναι καλοτάξιδο. Τί χαρά και τι γλέντι, θάχουν αυτοί τότες, θα το στολίσουν με μυρτιές, θα πιούν και θα χορέψουν για το ριζικό τού καραβιού.
Η  νύχτα αργοαπλώνει τα δαντελένια μαύρα πέπλα της κι οι στρατοκόποι αργοφαίνονται πού και πού. 
Μα αυτός που σε τέτοια ώρα πρόβαλε θάναι κανένα άγνωμο, σεμνό ξεπεταρούδι που 'ρχεται, στο χέρι μια ανεμώνη κρατώντας, με τα χείλη «τα άνθη του κακού» τραγουδώντας, κυνηγητής ρεμβώδης μιας άπιαστης ιδέας φευγαλέας, ξεφεύγοντας πικρόχολα τον κόσμο τον υλιστή π' ανασκαλεύει μέσα του κακίες και θυμούς συμφέροντα και πάθη.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Π. ΠΟΛΥΜΕΡΟΠΟΥΛΟΣ (Εδμόνδος) 
(ΠΑΝΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1927, Θ. Βινικίου-Παπακωνσταντίνου,σελ. 298)

(*)  Μαζί μπορείτε να ακούτε και μια εκπληκτική μελωδία με τίτλο «Το τραγουδάκι του 
κλαρίνου» από το δισκάκι «Υάκινθος». Κλαρινίστας και δημιουργός ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Πάσχα στα 1897 (2)

Μια ωραία διήγηση που εξιστορεί αληθινά γεγονότα της φυγής των συμπατριωτών μας, το "δύσκολο" Πάσχα του 1897 (λόγω της νέας εισβολής στη Θεσσαλία των Τούρκων στον λεγόμενο "ατυχή πόλεμο"), από τον Π. Ποτηρόπουλο- τραπεζικό του Βόλου.
 Έχει τίτλο "Από τον πόλεμον του 1897 
και υπότιτλο "Ένα πένθιμον και περιπετειώδες Πάσχα εντός ιστιοφόρου"
Είναι αντιγραφή από το "ΠΑΝΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1927
του δημοσιογράφου Θωμά Βινικίου-Παπακωνσταντίνου.
(Το κείμενο παρακάτω έχει "ελαφρώς" μεταγλωττιστεί στην καθομιλούμενη από την απλή καθαρεύουσα, για να διαβάζεται εύκολα) 

"Εξακολουθούσε το Μέγα Σάββατο στους Ναούς  η λειτουργία, όταν η εικόνα της Παναγίας του Ναού του Αγίου Νικόλαου έπεσε επανειλημμένως από το Εικονοστάσι. Αυτό χαρακτηρίστηκε από το λαό  ως μέγα θαύμα, ως σημείο κακό. Ο κόσμος απέδιδε μεγίστη σημασία στο γεγονός αυτό, επειδή εξακολουθούσε  στα σύνορα ο πόλεμος κατά του Τούρκου. Να πέσει η εικόνα χωρίς λόγο και αφορμή, ενώ ήταν τόσο καλά στηριγμένη στο εικονοστάσι;  Αυτό ήταν  πολύ περίεργο.
Τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν δεξιά και αριστερά από το λαό, οι γριές  σταυροκοπιούνταν και φώναζαν και έλεγαν:
-Δεν το βλέπετε ότι είναι θαύμα;  Τί περιμένετε;
 -Είναι ανάγκη να γίνει λιτανεία, να πάρουμε την Αγία Εικόνα και να γυρίσουμε γύρω την πόλη. Μην κάθεστε διόλου. Εμπρός κτυπάτε τις καμπάνες. Είναι οργή Κυρίου, ο Θεός μας σιχάθηκε  για τις αμαρτίες μας. Πόλεμο έχουμε, τα παιδιά μας σκοτώνονται και εμείς πεντάρα δεν δίνουμε!
Και ενώ λοιπόν οι συζητήσεις και τα σχόλια δίνανε και παίρνανε, αίφνης μία τρομακτική είδηση διαδόθηκε: Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και οι Τούρκοι βαδίζουν προς  τη Λάρισα.
Το τι έγινε τότε, δεν περιγράφεται. Παντού ανά την πόλη στα πρόσωπα όλων διακρινόταν η απελπισία, η λύπη, και η απόγνωση.
Αν και ήταν παραμονή του Πάσχα και οι κάτοικοι σπεύδανε να κάμουν τις προμήθειές τους για τη μεγάλη γιορτή,  όλοι  έτρεχαν δεξιά και αριστερά να ζητήσουν πληροφορίες για την τρομακτική διάδοση. Όπως ο άνεμος ωθεί τα κύματα προς την ξηρά, έτσι και ο λαός.  Άλλοι μεν έτρεχαν προς το Τηλεγραφείο , άλλοι  προς το Σιδηρόδρομο. Τα δύο αυτά τα κέντρα σε λίγο χρόνο πολιορκούνταν  από χιλιάδες λαού.
Η αγωνία του κόσμου έφθασε στο κατακόρυφο, όταν σφυρίγματα ακούστηκαν από την άλλη μεριά της γεφύρας του Σιδηροδρόμου. Ήταν σημείο της άφιξης του τραίνου από τη  Λάρισα. Από  εκεί , θα μάθαινε ο κόσμος την αλήθεια, τα  θλιβερά μαντάτα.
Το τραίνο μόλις σταμάτησε, αμέσως πολιορκήθηκε από τον κόσμο. Ήταν γεμάτο μέχρις ασφυξίας. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και πολλοί αξιωματικοί, καθώς και αντάρτες όλοι φυγάδες. Κάποιοι απ’ αυτούς τους αξιωματικούς ήταν χωρίς ξίφη.  Η θέα των φυγάδων αυτών χειροτέρευσε τη χαώδη κατάσταση, και επέτειναν τον φόβο και την  απελπισία στο λαό.  Οι αξιωματικοί έσπευσαν ν' αναχωρήσουν από το  Βόλο, γινόμενοι άφαντοι. Οι δε αντάρτες αποτελούμενοι από άτακτα στοιχεία διασκορπίστηκαν στην πόλη και τις συνοικίες και επιδόθηκαν σε ουκ ολίγα πλιατσικολογήματα και φόνους.
 Ήταν, αλίμονο!  οι ελευθερωτές των υπόδουλων από τους οποίους δυστυχώς παρασύρθηκε η τότε Κυβέρνηση και πήγε στον άμεσο και εξωφρενικό πόλεμο.
Είχε περάσει το μεσημέρι και η πόλη γινότανε πιο ανήσυχη, αλλά και οι κάτοικοι αφήσανε κατά μέρος τις για το Πάσχα προμήθειές τους και  λάβαιναν μέτρα ασφάλειας κατά του επερχόμενου κινδύνου σπεύδοντας στα σπίτια τους  και πρόχειρα ετοιμάζοντας τα απαραιτήτως αναγκαία για αναχώρηση.
Θα ήταν  3 μ. μ. όταν  μία τρομακτική είδηση που διαδόθηκε ακαριαία, αναστάτωσε  τους κατοίκους: Το Τουρκικό ιππικό βαδίζει προς το Βόλο! 
Αυτό επέτεινε τον πανικό και όλοι ζητούσαν να φύγουν μακριά από την  πόλη. Όσο  βράδιαζε, τόσο η όψη της πόλης γινόταν πιο πένθιμη.
Με συντετριμμένη καρδιά παρακολουθούσα την κρίσιμη κατάσταση. Έβλεπα τους κατοίκους  τρέχοντας  να εξαφανιστούν από την αγορά. Όλοι έντρομοι αποσύρονταν στα σπίτια τους. Είχε βραδιάσει και άρχισε να σκοτεινιάζει, όταν και εγώ κίνησα για το σπίτι μου. Στο δρόμο όπου πήγαινα δεν έβλεπα τίποτε  άλλο παρά φορτηγά κάρα και σούστες να μεταφέρουν διάφορα έπιπλα, σκεύη μαγειρικά, μπαούλα, δέματα ρούχων, μπόγους  κλπ.
 Ρώταγα τους αμαξάδες:
- Για πού ρε παιδιά; 
Και εκείνοι τρομαγμένοι μού έλεγαν:
-Για πού αλλού,  για το πανηγύρι,  για δρόμο. Ο Αγάς  πλάκωσε! Τι κάθεσαι,  δεν του δίνεις, και εσύ;
Έως ότου να φτάσω στο σπίτι μου αδιάκοπα αυτό το πανηγύρι γινόταν.  Όπου φύγει, φύγει.
Ήταν η ώρα 8 μ.μ. Είχε σουρουπώσει όταν έφθασα στο σπίτι μου. Η γυναίκα  μου και η υπηρέτριά μου με περίμεναν στην εξώπορτα του σπιτιού μου. Άμα με είδαν και οι δύο, μου λέει με φουσκωμένα μάτια από τα κλάματα η γυναίκα μου:
- Μα τι έγινες; Κάθισες να υποδεχτείς  τους Τούρκους; Δεν βλέπεις τι κακό γίνεται στη γειτονιά;  Όλοι φεύγουν εμείς τι καθόμαστε;  Εμπρός να φύγουμε δεν έχουμε καιρό για ετοιμασίες, άφησέ τα όλα και ρούχα και έπιπλα, το κεφάλι κοίταξε να σώσουμε! Ας  τραβήξουμε κατά  τη Σκιάθο, καΐκι θα βρούμε. Αν δεν είναι ο καπετάν Μπαμλένης,  θα είναι ο  καπετάν Ζαχαρίας, προχθές ήταν εδώ. Λοιπόν εμπρός, μόνον ένα καρβέλι ψωμί και τίποτε άλλο. Εμπρός, μη χασομεράς δεν ξέρουμε τί γίνεται ως το πρωί, η νύχτα πολλά πράγματα περίεργα γεννά.
 Ήταν αδύνατο να καθησυχάσω τη γυναίκα μου, αν και της είπα χίλιες ψευτιές να την πείσω να μη φύγουμε, στάθηκε αδύνατον. Ήταν και αυτή η τόσο αγαθή και αφοσιωμένη στα Θεία, δυστυχώς, θύμα του πανικού, ενός  πανικού που ρίχτηκε στη μέση από τους εχθρούς  του Ελληνισμού. Ποιοι ήταν αυτοί;  Άγνωστο. Πολλοί όμως, λέγονταν.
Τότε είπα κι εγώ: 
-Εμπρός λοιπόν πάρτε ένα καλάθι, βάλτε μερικά τρόφιμα και  μπρος κατά το Κεφαλόσκαλο.
Αφήσαμε λοιπόν σπίτι και νοικοκυριό, το αρνί κρεμασμένο μες  στην κουζίνα, σκυλί, γάτες, κότες, μόνον πήραμε ένα καλάθι, βάλαμε δύο ψωμιά και μερικά αυγά και ένα πάπλωμα και  τραβήξαμε κατά το Κεφαλόσκαλο.
Στο δρόμο που πηγαίναμε η ίδια πένθιμη φυγή, ήταν μια έξοδος από την πόλη θλιβερή, μία εικόνα τρομακτική. Να αφήνεις την Πατρίδα σου, ποιος ήξερε προσωρινά ή για πάντα.
Η γυναίκα μου έκλαιγε σαν μωρό παιδί. , Έκλαιγε, αναστέναζε, βογκούσε.
-Αχ  σπιτάκι μου, ρουχαλάκια μου, καλό μου σκυλάκι, κοτίτσες μου! Αχ  τα σκυλιά τι μας κάνανε! Απ’ το Θεό να το βρούνε! Πόλεμο θέλανε οι κακούργοι, με τρία και ρούπι! Κακό χρόνο να έχουν  τα τέρατα!
Όταν φθάσαμε στο Κεφαλόσκαλο είχε νυχτώσει  για καλά! Ερημιά παντού. Τα καΐκια είχαν τραβηχτεί μέσα στο πέλαγος, γιατί ομάδες οπλοφόρων πληροφορήθηκαν ότι πολλοί πλούσιοι ναυλώσανε πλοία να φύγουν, τους έπαιρναν τα τιμόνια για να τους εκβιάσουν, τους παίρνανε χρήματα και πολλούς είχαν ληστέψει. Ο λύκος  στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Ήταν και αυτοί  πατριώτες και ζητούσαν να προσφέρουν τις  υπηρεσίες τους, δηλ.  τη ρεμούλα και το πλιάτσικο-πώς θα δείχνανε τον πατριωτισμό τους!!!
-Μήπως όποιος σκοτώνεται για την αγάπη της Πατρίδος είναι πατριώτης; Εκείνος που μάχεται για την τσέπη  του τι είναι;
Εκεί που καθόμασταν στη  σκάλα του Κεφαλόσκαλού βλέπουμε τον καπετάν Ζαχαρία να μπαίνει σε μια βάρκα -ήταν η βάρκα του καϊκιού του- και να τραβά κατά το καΐκι του. Μόλις τον είδα του φώναξα:
- Καπετάν Ζαχαρία στάσου, μας παίρνεις και μας για τη Σκίαθο;  Ήταν πατριώτης της γυναίκας μου και είχαν και μια μικροσυγγένεια. Ο καημένος πολύ πρόθυμος μας είπε:
-Πηδήξ’ τε μέσα γρήγορα να μη μας δουν οι οπλοφόροι, γιατί μας παίρνουν τα τιμόνια εκβιάζουν τον κόσμο για λεφτά, γι’ αυτό και το τράβηξα πάρα μέσα το καΐκι.
 Έως ότου φτάσουμε στο καΐκι, μας έλεγε ότι τόχει ναυλώσει σε κάτι εμπόρους  Εβραίους, μαζί μ' ένα Χριστιανό που είναι μέσα στο αμπάρι με την αδελφή του. Δεν ήξερε πώς  λέγεται. Οι Εβραίοι δεν ήρθαν ακόμη, γιατί φοβούνται.
 Άμα διπλάρωσε η βάρκα και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου, παρατηρήσαμε από μακριά και είδαμε να γυρίζουν δύο βάρκες γεμάτες από ενόπλους που έρχονταν  καταπάνω μας. Τότε ο καπετάν Ζαχαρίας μάς είπε:
- Κατεβείτε γρήγορα, κάτω στο αμπάρι!
 Μας βοήθησε και κατεβήκαμε κάτω. Ο καπετάν Ζαχαρίας  ένα τίμιο και γερό παλικάρι είπε σε δύο νέους, που είχε ναύτες πατριώτες του:
-Παιδιά πάρτε τους  γκράδες και να είστε έτοιμοι!  Και πήγε και αυτός να οπλισθεί.
Και άμα πηγαίνανε να βγάλουν το τιμόνι είχε αποφασίσει να τούς χτυπήσει. Θα πουλούσε –όπως μας έλεγε- πολύ ακριβά το τομάρι του, γιατί δεν τους  χώνευε τους ρεζίληδες όπως τους ονόμαζε. Ευτυχώς περάσανε χωρίς να ανέβουν στο καΐκι, μόνον ακούσαμε κάτι αγριοφωνάρες να λένε:
-Ρε πλοίαρχε, μήπως έχεις τίποτε άρχοντες μέσα;  
-Δεν έχω κανένα είπε ο καπετάν Ζαχαρίας, και έφυγαν.
 Ήταν οι φρουροί της τάξεως της απωλείας  και της ρεμούλας!
Κάτω στο αμπάρι
Άμα κατεβήκαμε κάτω στ’ αμπάρι  ήταν πίσσα, σκοτάδι. Το καΐκι δεν ήταν φορτωμένο και ήταν με τη σαβούρα του, είχε άμμο και βότσαλα, κι επάνω από τα βότσαλα ήταν σωριασμένα, ένας άνδρας και μία γυναίκα και ακούγαμε ένα κλάμα και ένα  μουγκρητό όπου μας έπιασε τρομάρα.
Η γυναίκα μου και η υπηρέτριά μου άρχισαν  να κάνουν το  σταυρό τους και να τρέμουν από το φόβο τους. Σκοτάδι παντού στο αμπάρι, για το φόβο των ένοπλων που περιτριγύριζαν.
Τότε σιγανά σιγανά φώναξα τον καπετάν Ζαχαρία. Ήλθε στο στόμιο του αμπαριού και του λέω:
 -Καπετάν Ζαχαρία αμάν ένα φως, ακούω, κλάματα και μουγκρητά ποιοι είν' αυτοί;
Μου λέει:
 -Είναι αδελφός και αδελφή είναι έμπορος, είχε πιάσει το καΐκι μαζί με εβραίους έμπορους και αυτούς κι εγώ  περιμένω να έρθουν να φύγουμε και δε φανήκαν. Αυτόν τον έχει κόψει τρομάρα από το φόβο του. Είναι όμως καλοί  άνθρωποι, δερματέμποροι..
Του είπα:
-Αν έχεις κανένα φως  φέρε μας, γιατ' είναι σκοτάδι.
-Τώρα σε λίγο θα σας φέρω, μας είπε.
Μας έφερε ένα φανάρι, μας έδωσε κι ένα κουτί σπίρτα και μας είπε να το ανάψουμε.
Το μουγκρητό εξακολουθούσε. Ανάψαμε το φανάρι και ω! του παραδόξου θαύματος, βρεθήκαμε  προ γνωστού και φιλικού προσώπου τόσο σ' εμένα, όσον και της γυναίκας μου. Ήταν ο  λεβεντάνθρωπος Κώστας .... δερματέμπορος με την αδελφή του,  ξαπλωμένοι επάνω στη σαβούρα του καϊκιού και μόνη προμήθεια που είχανε ήταν εκείνα τα ρούχα όπου φορούσαν κι οι δύο, και τίποτε άλλο, μα απολύτως τίποτε. 
Μόλις τους είδαμε τους χαιρετίσαμε και του είπα:
- Μα γιατί κάνεις  έτσι κυρ-Κωστή; Μη φοβάσαι δεν είναι τίποτε!
Αυτός τρέμοντας φώναζε:
-Καπετάνιε, φύγε για το όνομα του Θεού, φύγε, τι κάθεσαι; Χρυσό στο κάνω το πλοίο σου, φύγε!
Το μόνον έπιπλο όπου είχαμε ήταν το πάπλωμα όπου πήραμε  το στρώσαμε και καθίσαμε όλοι επάνω. Η συντροφιά πολύ συντέλεσε στο να συνέρθει βαθμηδόν και  λίγο λίγο ο κυρ-Κωστής.
Θα  ήταν 12 η ώρα  το μεσονύκτιο όταν το πλοίο άρχισε να κινείται, γιατί και ο πλοίαρχος ήθελε να βγει από την επικίνδυνη  ζώνη του λιμανιού των Τούρκων και των ανταρτών.
Παρατήρησα ένα γύρω στην πόλη. Δεν ακούγαμε τίποτε. Μία νευρική ησυχία βασίλευε. Κάπου-κάπου από το απέναντι έρημο μέρος ακούγαμε τη μελαγχολική φωνή του κουκου να λαλεί. Και πόσα δεν έλεγε η ασυνείδητη εκείνη λαλιά!
Μεγάλη γαλήνη και στη θάλασσα. Τα καΐκια με τα πανιά απλωμένα περίμεναν. Από στιγμή σε στιγμή να φυσήσει το ευεργετικό αεράκι. Ο καπετάν Ζαχαρίας είπε στους ναύτες και μπήκανε στη βάρκα και ρυμουλκήσανε το καΐκι, έως ότου το βγάλανε έξω από  το λιμάνι. Κοντοζύγωνε να ξημερώσει οπότε άρχισε να μας παίρνει ο ύπνος πάνω από τη σαβούρα.
Ο κυρ Κωστής δεν έκλεισε μάτι, όσο βρισκόταν στον Παγασητικό  Κόλπο το πλοίο.
Τέλος ήταν πάνω-κάτω 8 η ώρα το πρωί που ξυπνήσαμε και βρισκόμαστε στο μέσο του Παγασητικού κόλπου. Μόλις ανεβήκαμε στο κατάστρωμα βρεθήκαμε σε  θέαμα περίεργο. Ενώ νομίζαμε, ότι εμείς  μόνοι κατορθώσαμε να φύγουμε πρώτοι, βλέπουμε το πέλαγο γεμάτο από πλοία κάθε χωρητικότητας και γεμάτα κόσμο.
Θα ήταν μεσημέρι όταν κοντοζυγώναμε στο Τρίκερι. Έπρεπε να κάμουμε κι εμείς Πάσχα. Αλλά τι Πάσχα;  Πάσχα γιομάτο όχι από χαρά, αλλά γιομάτο πίκρες  και δάκρυα. Με όλην τη  λύπη που όλοι είχαμε, το στομάχι έπρεπε να ικανοποιηθεί. Ζητούσε το φαγητό του.
Ο πλοίαρχος δεν είχε τίποτε προμήθεια, δε πρόφτασε, ούτε ο κυρ-Κωστής. Φέραμε το καλάθι με το ψωμί και τα αυγά. Ήμασταν οχτώ άνθρωποι που τα ξετινάξαμε!  
Άρχισε να βραδιάζει και το πλοίο μόλις κινιόταν. Ήταν  μία μπουνάτσα πρωτοφανής.
 Όταν σουρούπωσε άραξε ό πλοίαρχος κοντό στο Τρίκερι όπου βρήκαμε πολλά πλοία αραγμένα γιομάτα πρόσφυγες Βολιώτες. Άλλοι πηγαίνανε στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο κι άλλοι στους Ωρεούς και τη Χαλκίδα.
Κοντά στα χαράματα βγήκαμε από το Τρικέρι. Ήταν μια μπουνάτσα διαβολεμένη. Διακρίνονταν οι ακτές  του Ξηροχωριού. Το πέλαγος  ήταν γεμάτο ιστιοφόρα. Ένα θέαμα φαντασμαγορικό. Ο πλοίαρχος έστρωσε το τιμόνι κατά τους Ωρεούς.
-Είναι αδύνατο να πάμε στη Σκιάθο, είμαι άδειος, έλεγε, ενώ στους Ωρεούς θα βρω να φορτώσω κάτι τι.
Το πλοίο δεν κουνιόταν,  μια ζέστη τρομερή, αέρας πουθενά, σάμπως να ήμαστε σε καμίνι.
Κοντοζύγωνε μεσημέρι, η κοιλιά μας άρχισε να διαμαρτύρεται, ψωμί πουθενά, ούτε ψίχαλο. Τότε ο πλοίαρχος διέταξε τούς δύο ναύτες μπήκανε στη βάρκα και πήγαν σε ένα άλλο καΐκι και  γύρεψαν. Έπειτα από κάμποση ώρα επέστρεψαν και έφεραν δύο διπλά καρβέλια, μερικά αυγά και περίπου  μισή οκά τυρί και έτσι φάγαμε καλά! 
Αλλά το καΐκι στη θέση του. Αέρας, πουθενά.
Ο κυρ Κωστής ο δερματέμπορος, τον όποιο είχα ξεγράψει, γιατί ασφαλώς πίστευα  ότι ο πολύς φόβος που τον είχε καταλάβει, θα του έδινε πασαπόρτι για τον άλλον κόσμο, πήρε  θάρρος κι άρχισε να τραγουδά. Αφού τέλειωσε καλά, είπε:
-Μωρέ παιδιά κάναμε μία παράλειψη. Δεν είπαμε το Χριστός Ανέστη!
Και άρχισε να το ψέλνει. Επάνω όμως που το έψελνε ακούσαμε ένα πράγμα που ποτέ μας, μα ποτέ δε θα  ξεχάσουμε. Ένα τίναγμα του καϊκιού, που όλοι πέσαμε κάτω. Νομίσαμε πως ήταν σεισμός ή ότι έπεσε σε ύφαλο. Δεν συνέβαινε όμως ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Αλλά, ήταν ψάρι μεγάλο, σκυλόψαρο, το οποίο είχε δαγκώσει την καρίνα τον πλοίου και τίναξε να το βυθίσει. Φοβερό, και όμως αληθινό! Αυτό μας το βεβαίωσε ο καπετάνιος ο οποίος το έβγαλε να το παλαμίσει, επειδή έμπαζε νερά και είδα τα δόντια του τα όποια έμπηξε μες στην  καρίνα, σάμπως να είχαν μπηχτεί καρφιά μεγάλων διαστάσεων, και πάνω στην καρίνα σε αρκετό  βάθος βρέθηκε ένα κόκαλο, μακρουλό δόντι, σπασμένο μέσα.
Τέλος την επομένη κατά τις 10 π. μ φθάσαμε στους Ωρεούς επίνειο του Ξηροχωρίου, ένα χωριό ρομαντικότατο, πλην όμως  εστία πυρετών, από τα νοσογόνα έλη που το πλημυρίζουν.
Γνωστόν ακόμη  είναι, ότι είχε την τιμή  το μέρος αυτό - οι Ωρεοί-  να καταστεί μέχρι της εκκένωσης της Θεσσαλίας  το Μπρίντιζι της Ελλάδος.
Οι περισσότεροι από τους  πρόσφυγες Θεσσαλούς  είχαν καταφύγει στο Ξηροχώρι και στους Ωρεούς οι κάτοικοι των οποίων κυριολεκτικά πλούτισαν από την  πρωτοφανή κίνηση που είχαν.
Με τη Θεία Χάρη  επανήλθαμε στο Βόλο μετά την πάροδο ενός έτους, με άδεια τα βαλάντια και γεμάτοι και πλούσιοι σε ελώδεις πυρετούς.
Τα έθνη ευτυχούν, άμα τυχαίνει να έχουν τέτοιους πολιτικούς, όπως και το 1897!! "

                                                                                        ΒΟΛΟΣ, Οκτώβριος 1926 

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Τα "βαϊόψαρα"

Ένα απολαυστικό επίκαιρο κείμενο του Κώστα Λιάπη, από τη σειρά των πηλιορείτικων διηγημάτων του με τίτλο "ΤΟ ΚΙΣΜΕΤ" Βόλος, ΩΡΕΣ, 1992, σελ.145-151. 
(αντιγραφή)

Τα "βαϊόψαρα"
Τ’ Βαγγελισμού, βρε, κι τ' Βαϊού μπαίν' ο διάολος στο γιαλό! Πού θα κ'νήστε να πάτε;
Τον είπε και τον ματάειπε το λόγο τούτο η καψερή η κυρα-Ρηνιώ στους δυο αμούστακους αντάρτες. Ακούνε όμως τα ντουβά­ρια; Άλλο τόσο και τούτοι. "Αγούρ'κα κι αγύρ’στα κεφάλια", κατά πώς τους γκώμιαζε συχνά η μάνα του, ο Κυριάκος κι ο ξάδερφός του ο Αργύρης, ρίξαν την παροιμιακή συμβολή της μαζί με το βαρκάκι τους, το "Γλάρο", στο γιαλό.
- Λέγε, μάνα, εσύ ό,τι  θέλ'ς. Εμείς, μια φορά, θα σ’ φέρουμε ψάρια για ταχιά.
Ξημέρωνε των Βαΐων και το πανελλήνιο έθιμο απαιτούσε ψα­ροφαγία και στο μικρό θαλασσοχώρι. 'Ελα όμως που το ψάρι, εκεί που άλλοτε περίσσευε, χρόνια τώρα, καταντούσε σπάνιο είδος, τότε ακριβώς που έπρεπε οι χριστιανοί να το καταλύσουν.
Πείσμα ωστόσο το 'βαλαν τα δυο "αγούρ'κα" ξαδέρφια. Αμέτι - μουαμέτι να γεμίσουν το τσουκάλι της μάνα τους, χρονιάρα μέρα που ξημέρωνε, με φρέσκο ψάρι...
-Σάμπως, Κυριάκο, με ξερό μπακαλιάνο θα τη βγάλουμε και ταχιά, λέω εγώ. Καλή ώρα σαν τ' Βαγγελισμού.
'Ηταν ο Αργύρης που πρώτος τα πήρε μάινα. Είχαν κοντά δυο ώρες που σεριάνιζαν πέρα - δώθε στο μικρό κόρφο με το "Γλάρο". ξεχεριάστηκαν στο κουπί με το αδιάκοπο σύρε κι έλα, τους ξούρισε για καλά και η φρέσκια τραμουντάνα. Από ψάρι όμως, ούτε λέπι.
Δεν ήταν, βλέπεις, κι ο καιρός για "τσαπαρί . Το "φτερό" είναι μόνο γι' αφρόψαρα και τ' αφρόψαρα δεν τα βρίσκεις την πάσα ώρα. Θέλουν τον καιρό τους. Κι ο καιρός τους είναι τότε που ξενητεύoνται κοπαδιαστά, αρχές χινόπωρου. Σάμπως, όμως, μ' όλη την "αμα­λαϊά" του κόρφου, ήταν και για δίχτυα ή για παραγάδι; Αν πεις και για πυροφάνι... Αυτό πια, το είχαν ξεγράψει από καιρό όλοι. Γενικό ήταν το παράπονο. Η θάλασσα, λες και στέρεψε τούτη την άνοιξη, δεν έδινε σε κανένα και με τίποτα μια ψαριά της προκοπής. Ούτε και σ' αυτούς τους μαγκιόρους επαγγελματίες τον θαλασσινού μό­χτου. Μα και πάλι τέτοιο κακό καταντούσε απίστευτο. Ακούς να μη βρεθεί ούτε ένας σαμπανιός στ' αγκίστρι τους... Αυτό πια δεν το χωρούσε ο νους τους.
-Δεν τα παρατάμε, λέω εγώ; ξανάπε εντονότερα τώρα ο Αργύρης. Κι απόσωσε μ' απογοήτευση:
-Δε γένεται προκοπή, Κυριάκο. Πάει, μπίτισε.
Ο άλλος δε μίλησε. Έβλεπες όμως στο αναψοκοκκινισμένο του, πρόσωπο που σκλήρυνε παράξενα καθώς τραβούσε με σφιγμένα δόντια το κουπί, το πείσμα ν' ανταμώνει με την ανίσχυρη μάνητα. Πέρασε έτσι λίγη ώρα ακόμα μα μ' ανώφελο μόχθο. Άμα πει "δε  σου δίνω" η θάλασσα, το λέει και το κάνει. 'Ό,τι και να πεις, ό,τι και να κάνεις ελόγου σου, δεν της αλλάζεις γνώμη...
Έπεφτε πια το σούρουπο στον κόρφο όταν η βάρκα ήρθε κι έδεσε στη μικρή ξύλινη σκάλα, κατά μπροστά στο φτωχόσπιτο του Κυριάκου. Τους είδε να βγαίνουν αμίλητοι και στα μαύρα πανιά η κυρα-Ρηνιώ κι ο λόγος της ακούστηκε από μακριά τρυφερά περιπαιχτικός:
-Τι γίν'κε παλικάρια; Να πιάσω να καθαρίσω κρομμύδια; Κι ύστερα, σα δε βρήκε ο λόγος της αντίλογο:
-Τι να σας κάνω, βρε, απ' είστε αγούρ'κοι και δεν παίρν' το κεφάλ' σας από λόια; Δε σας είπα και σας ματάειπα, θεοσκοτωμέν', πως τ' Βαγγελισμού κι τ' Βαϊού μπαίν' ο διάολος στο γιαλό;
Θέλεις τα λόγια της μάνας του που τον φούρκισαν, θέλεις το πείσμα του το ασίγαστο, ο Κυριάκος πήρε ξαφνικά την καινούργια του απόφαση:
- Αργύρη, τράβα στο σπίτι σ' και ντύσ' γερά. Λέω να δοκιμά­σουμε και με τ' γκαντήλα.
Κάτι πήγε να πει ο Αργύρης. Κάτι για το παράταιρο μιας τέτοιας αποκοτιάς, κάτι για το "συντριβάνι" -το εργαλείο της "καντήλας"-που ήθελε ξενετάρισμα, κάτι και για την τραμουντάνα που έτσουζε νυχτιάτικα. Ο άλλος όμως τον έκοψε αποφασισμένος. Κι όταν αυτός αποφάσιζε του Αργύρη δεν του 'πεφτε δεύτερη κουβέντα. 'Ήταν κι ο μεγαλύτερος ο Κυριάκος - έμπαινε στα 17 τον άλλο μήνα- μα πιο πολύ απ' τα χρόνια ζύγιζε στη βούληση του ξαδέρφου του το πείσμα και η αψιάδα του. Αυτά που κάναν τις θελήσεις και τις αποφάσεις του ακαταμάχητες.
Είχε πέσει πια για καλά η νύχτα όταν ο "Γλάρος", μ' αναμμένη στην πλώρη τη λάμπα, άφηνε το λιμανάκι, ενώ στο μικρό μώλο τσίριζαν ακόμα ξεφρενιασμένες η κυρα-Ρηνιώ με την αδερφή της τη Μέλπω, τη χήρα επίσης μάνα του Αργύρη. Τα 'χαν -και με το δίκιο τους- με τ' αγύριστα κεφάλια των προκομμένων μοναχογιών τους, με την τραμουντάνα που όλο και δυνάμωνε, με τ' αναθεματισμένα τα βαϊόψαρα που έγιναν αιτία της αγωνίας τους, με τον τρισκατάρατο τον Οξαποδώ που το ‘χε πια χούι, ο αφορεσμένος, κάθε χρόνο του Ευαγγελισμού και του Βαϊού να μπαίνει στο γιαλό. 
     Λίγο ωστόσο παραΰστερα ο "Γλάρος" έφτασε κατακαβίς στο σημαδεμένο "τόπο" και φουντάρησε "αρόδο" μ' απίκο το σίδερο στις 16 οργιές. Εδώ τα δυο ξαδέρφια είχαν πετύχει τον περασμένο Σεπτέμβρη τις καλύτερες ψαριές τους. Ήταν νυχτιές που το συντριβάνι τους έβγαζε αρμάθα ολάκερη τα "κουκάλια". Ξεψάρωναν τη μια του άκρη κι ώσπου ν' αποσώσουν ένιωθαν την άλλη, που κατέβαζαν απ' την απέναντι κουπαστή, να βαραίνει απ' την καινούργια σοδειά. Αυτά, όμως, τότε που τ' αφρόψαρα είχαν "σύρτα" στον κόρφο. Ενώ τώρα... Τώρα έχαναν με το συντριβάνι τους... μια τρύπα στο νερό.

Πόσες ώρες παιδεύτηκαν, αγαντάροντας το φαρμακερό "ξερο­τσιαούρι" που κατέβαζαν οι στεριές και τ' αδιάκοπο σκαμπανέβασμα του "Γλάρου", ούτε κι οι ίδιοι δε θα μπορούσαν να το πουν. Να είχαν τουλάχιστον το διάφορο που λαχτάριζαν... Χαλάλι και το ξενύχτι, στα κομμάτια και το κρύο και το ταρακούνημα που τους ανακάτευε αδιάκοπα τα συκώτια. 'Όμως το τσίμπημα που υπομο­νετικά καρτέραγαν, και πάλι δεν το απίκασαν. Λέπι, δε γυάλισε στο άδειο πανέρι τους. Άμα πει "δε σου δίνω" η θάλασσα... Τι να τα λέμε και να τα ματαλέμε...
-Δεν τον γλιτώνουμε, Κυριάκο, τον ξερό μπακαλιάνο. Πάει. Κι θα 'μαστε κι τυχεροί, λέω εγώ, αν δεν αρπάξουμε καμιά πούντα βαϊάτ'κην. 'Ήταν ο Αργύρης που τα πήρε τουρτουρίζοντας πάλι πρώτος μάινα.
Ωστόσο, και την ώρα που ο άλλος σώπαινε καταχολιασμένος, κάτι πήγε ξάφνου να γίνει. Το ψάρι όμως που τσίμπησε ήταν μια διαολεμένη φρίσσα που, αφού τους έφερε βόλτα και τους έχανε μαλλιά κουβάρια το συντριβάνι, έδωσε μια στα στερνά και τη σκαπουλάρησε. Βλαστήμησαν τη μαύρη τύχη τους τα δυο ξαδέρφια και πέσαν με τα μούτρα να ξενετάρουν το εργαλείο. Χαμένος όμως ο κόπος τους. Θες απ' το μπότζι, θες απ' τη βιασύνη και την ταραχή τους το συντριβάνι μπερδεύτηκε χειρότερα αντί να ξεμπερδέψει, τους μακέλεψε κι από πάνω τα μουδιασμένα απ' το κρύο χέρια.
    -Δεν το κόβουμε ν' απαλλαχτούμε, λέω εγώ, έδωσε για μια ακόμα φορά δειλά την ιδέα του για την εύκολη λύση ο Αργύρης. Και σα δεν πήρε πάλι απόκριση, παράτησε λαχανιασμένος τον αγώνα και ζάρωσε αμίλητος στο βάθος της μικρής τους βάρκας. Ο άλλος παιδεύτηκε αψιά για λίγη ακόμα ώρα. Αγωνιζόταν με λύσσα. Πάλευε με νύχια και με δόντια. Στο τέλος όμως απόκανε κι ελόγου του. Και σαν το 'νιωσε πως δεν γινόταν πια καμιά προκοπή, έσυρε το σουγιά του, έκοψε το εργαλείο, πέταξε τα κομμάτια του με μάνητα στη θάλασσα. Στα στερνά κουκούβισε κι αυτός στο βάθος της βάρκας να ξανασάνει για λίγο, ν' απαγγιάσει, και να δώσει ανάχαρα στο παγωμένο κορμί του πριν λεβάρει το σίδερο κι αδρά­ξει τα κουπιά για την επιστροφή. Ο Αργύρης στο μεταξύ σκεπασμέ­νος με κάποια παλιοτσούλια, ροχάλιζε παραδομένος σ’ ανήσυχο ύπνο. Ζάρωσε πλάι του κι ο Κυριάκος, κουκουλώθηκε κι αυτός μ' ό,τι βρήκε πρόχειρο. Μια γλυκιά νάρκη του ζέσταινε το αίμα, του μούδιασε τα μέλη, τον κυρίευσε σιγά - σιγά ολάκερο...
Τον ξύπνησε το άγριο σφύριγμα της τραμουντάνας και το δυνα­τό μπότζι. Πετάχτηκε αλλοσούσουμος. Ο αγέρας βίτσιζε κι έτσουζε, η θάλασσα αφρομανούσε ως εκεί που 'φτανε η ματιά του. Έτριψε με βιάση τα μουδιασμένα του βλέφαρα, κοίταξε κατά τη στεριά και τα 'χασε πέρα για πέρα. Τα φώτα της παραλίας τρέμιζαν και σκαμπανέβαζαν με το μπότζι αλαργινά, το χωριό, μ' όλη τη ξαστε­ριά, ούτε πια που φαινόταν. "Ο διάολος μας πήρε και μας σήκωσε", μουρμούρισε αποσβολωμένος κι ο νους του πέταξε ταραγμένος στον παροιμιακό λόγο της μάνας του. Γοργά όμως ήρθε στα συγκαλά του, έσυρε άγρια μέσα στην ανταριασμένη νύχτα τη φωνή του:
-   Σήκω, Αργύρη. Η τραμουντάνα μας ξούριασε. Τραβάμε για τα Τρίκερ'.
Πετάχτηκε κι ο άλλος αλαφιασμένος απ' το λήθαργο.
-   Τί; Πώς; Πού πάμε;
-Τραβάμε για τα Τρίκερ', δε βλέπ'ς; Το σίδερο ήταν απίκο κι η τραμουντάνα μας ξούριασε. Σιάρ' σε με τα κουπιά να τραβήξω το σίδερο.
Λεβάρησαν με βιάση και με χέρια που έτρεμαν την άχρηστη πια άγκυρα. Πέσαν με τα μούτρα στο κουπί. Ανωφέλετος, όμως κι ο καινούργιος μόχτος τους. Ο "Γλάρος" δεν πισογύριζε με τίποτα πια.
Πολέμησαν με λαχτάρα και λύσσα κάμποση ώρα τα δυο ξαδέρφια. Σαν όμως είδαν κι απόειδαν πως τίποτα πια δεν κατάφερναν,  ζάρωσαν λαχανιασμένα και μουσκίδι στο βάθος της βάρκας κι  αφέθηκαν στην κακή τους τύχη..
Πέρα κατά την ανατολή ο Γελατζής έδιωχνε λίγο - λίγο τη νύχτα, κόχευε λες από τ' αψήλου και με το ολόφλογο μάτι του το καρυδό­τσουφλο που ταξίδευε ακυβέρνητο μέσα στον αφρισμένο κόρφο κατά τα τρικεριώτικα ρημονήσια...
Έδωσε κάποτε ο Θεός κι έφεξε η μέρα του. Το μικρό θαλασσοχώρι ξύπνησε πάρωρα αλαλιασμένο. 'Ήταν ο σάλαγος της τραμου­ντάνας, ήταν και το ρέκασμα των δυο μανάδων στο μικρό μουράγιο που ξεσήκωσαν τον κόσμο του. Το χαμπάρι για την εξαφάνιση του "Γλάρου" με το αμούστακο πλήρωμά του τάραξε σύψυχο το χωριό, το κουβάλησε σύσσωμο, στα στερνά και στο μουράγιο.
-Αχ! η καημένη! Τους το 'πα και τους το ματάειπα, ολόλυζε αγκαλιά με την αδερφή της η κυρα - Ρηνιώ. Βρε, που πάτε, θεοσκοτωμέν' με τέτοιο καιρό; Δεν το ξέρ'τε πως τ' Βαγγελισμού κι τ'  Βάίού μπαίν' ο διάολος στο γιαλό;
Έπεσαν πάνω τους οι άλλες γυναίκες του χωριού, πάσχισαν να τις μερώσουν τις μαύρες: "Δε γένεται. Κάπ’ θα βρήκαν λιμάνι ν' απαγγιάσουν τα ευλογημένα τα παιδιά. Κάν' τε κουράγιο κι υπομονή. Θα ιδείτε απ' γλήγορα θα γυρίσουν". Σα στήλωναν όμως τα μάτια τους στο γιαλό κι έβλεπαν ξίδι τη θάλασσα ν' αφρομανάει μπροστά τους, ένα σύγκρυο τρεμούλιαζε τα φυλλοκάρδια τους και δεν πίστευαν πια ούτε ψίχα απ' τις παρηγοριές τους.
Ωστόσο οι πιο ψύχραιμοι απ' τους άντρες είχαν κάνει κιόλας από νωρίς το σωστό για τούτη τη δύσκολη περίσταση χρέος τους, τηλεφωνώντας απ' τη μοναδική συσκευή του μικρού μπακάλικου και δίνοντας το κακό χαμπάρι στο Λιμεναρχείο.
Οι ώρες κύλισαν με θανατερή αγωνία κι αδιάκοπο θρήνο των δύο απαρηγόρητων μανάδων. Κι εκεί κοντά στο μεσημέρι, την ώρα που απόλυσε η εκκλησιά κι οι λιγοστοί τη μέρα εκείνη πιστοί κατηφόριζαν με τα βαϊολούλουδα στην παραλία να μάθουν τα νεότερα, νάσου και ξεπρόβαλε ξαφνικά απ' τον κάβο και μπήκε στο λιμανάκι το περιπολικό του Λιμεναρχείου, με δεμένο ξοπίσω  του το "Γλάρο".
Η χαρά ξαστέρωσε τις συννεφιασμένες καρδιές στο μικρό μώλο. Εκεί που έγινε σε λίγο... μετά βαϊων και κλάδων η υποδοχή των  δυο "αγούρικων" θαλασσομάχων. Με δάκρυα κι αναφιλητά ευτυχίας οι δύο μανάδες ξανάσμιξαν με τους άσωτους γιους τους, που   σα βρεγμένες γάτες βιάστηκαν να βρουν λιμάνι στην αγκαλιά τους.
Η κυρα-Ρηνιώ ωστόσο, μ' όλο που πλαντούσε απ' τη χαρά της, δε βάσταξε και, σαν πέρασε η πρώτη συγκίνηση, κάρφωσε με τον δικό της τρυφερό και περιπαιχτικό τρόπο, τους δύο αμούστακους αντάρτες:
-Πού κ'νήσατε, βρε θεοσκουτωμέν' να πάτε; Δε σας είπα και σας ματαείπα πως τ' Βαγγελισμού κι τ' Βάϊού μπαίν' ο διάολος στο  γιαλό;