Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βουνό Πήλιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βουνό Πήλιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Το Πήλιον

Ένα μακροσκελές εκδρομικό κείμενο, σε γλώσσα καθαρεύουσα, πλην όμως απολαυστικότατο! 
Πολλές φορές η απόλαυση βρίσκεται στα δύσκολα, όπως πχ κι οι απολαυστικές δυσπρόσιτες παραλίες του Πηλίου μας! 
Είναι του νομικού και λογοτέχνη Εμμανουήλ Λυκούδη (Ναύπλιο 1849- Αθήνα 1925).
(Αντιγραφή από το περιοδικό του Γ. Δροσίνη ΕΘΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, τεύχη 9ο-10ο, Μάιος 1901)

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Πήλιο: «Το παραμυθένιο βουνό»

Ένα πανέμορφο κείμενο του γνωστού πηλιορείτη λογοτέχνη Σταύρου Βασαρδάνη, αντιγραφή (σε μονοτονικό) από την περιοδική έκδοση (που έβγαινε από το Καλλιτεχνικό και Πνευματικό Εντευκτήριο) «κείμενα του βόλου», τχ.1, 1976, σελ.65-66. 

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΟ ΒΟΥΝΟ
Το Πήλιο δημιουργήθηκε από εγκατακρημνίσεις της τριτογενούς εποχής, τη γεωλογική περίοδο της ορογεννέσεως, και κλείνει την εύφορη πεδιάδα τής Θεσσαλίας από το Ανατολικό Αιγαίο. Υψόμετρο 1612 μέτρα. Στα μυθικά χρόνια κατοικούσαν το Πήλιο θεοί, Κένταυροι, ήρωες και Νηρηίδες.
 Ήτανε το βουνό των Κενταύρων. Στα ιστορικά το κατοικούσε η φυλή των Μαγνήτων που έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με σαράντα καράβια και βασιλιά τον Πρόθοο. Στην Βυζαντινήν εποχή ήρθανε καλόγεροι και χτίσαν μοναστήρια και δεν πολεμούσαν, μόνο δοξολογούσαν όρθρο και εσπερινό τον Κύριο, για την τόση ομορφιά που είχε σκορπίσει με απλοχεριά στο βουνό.
Σήμερα κατοικείται από είκοσι τέσσερα χωριά, το ένα πιο ωραίο απ’ το άλλο. Έχει να οδικό κύκλωμα που περνάει μέσα από τοπία παραμυθένιας ομορφιάς, μήκους 160 χιλιομέτρων και πολλά ξενοδοχεία, σε μαγευτικές τοποθεσίες. Ο Τουρισμός εισέβαλλε με ορμή στο παραμυθένιο βουνό. Έγινε «τουριστικόν όρος».
Το Πήλιον πλημμυρίζει το καλοκαίρι από μωβ ορτανσίες... Η ζωή των ανθρώπων στα χωριά είναι πολύ απλή. Καλλιεργούν την άνοιξη τους κήπους με το τσαπί και ακούν τ’ αηδόνια που κελαϊδούν, χιλιάδες, μέσ’ στις ρεματιές. Το φθινόπωρο μαζεύουν τα κάστανα και τα μήλα τούς... Τον χειμώνα κάθονται στο τζάκι, πίνουν το μαύρο κρασί του τόπου «φράουλα» και κάνουν παιδιά. Οι αρχαίοι Μάγνητες που κατοικούσαν το Πήλιο στην Ομηρική εποχή ζούσαν την ίδια ζωή.
Το φθινόπωρο έρχονται στο Πήλιο οι έμποροι... Είναι σοβαροί και ακατάδεχτοι και ντυμένοι με καινούργια ρούχα. Αγοράζουν τα μήλα και τα κάστανα συγκαταβατικά... μια δραχμή το κιλό! Γι’ αυτό οι άνθρωποι στο Πήλιο είναι πολύ φτωχοί και θυμώνουν εύκολα. Θάβουν τους νεκρούς- σε μαγευτικές τοποθεσίες κοντά σε εκκλησάκια, εν τόπω χλοερώ, όπου πραγματικά οι ψυχές αναπαύονται και όπου τ’ αηδόνια κελαϊδούν χιλιάδες μέσ’ στις ρεματιές. Εκεί, δεν υπάρχει πόνος ουδέ στεναγμός, καθώς υπήρχε στην επίγεια ζωή τους.
Το Πήλιο έχει πολλές εκκλησιές με ωραία χρυσοποίκιλτα σκαλιστά τέμπλα μεταβυζαντινής εποχής και τοιχογραφίες, αληθινά αριστουργήματα λαϊκής τέχνης. Τις έχτισαν οι άρχοντες του Πηλίου στα παληά καλά χρόνια, για να μπορούν οι ευσεβείς χωρικοί να δοξάζουν τον Κύριο για τα ελέη του, καθώς ταιριάζει σε ανθρώπους θεοσεβούμενους. Οι χωρικοί είναι ευσεβείς και το ξέρουν πολύ καλά πώς τα χείλη των ασεβών μένουν πάντοτε άλαλα.
Το Πήλιο όταν το περνάς με αυτοκίνητο, άνοιξη ή καλοκαίρι, είναι ένας μικρός παράδεισος. Οι ντόπιοι βέβαια που μένουν μονίμως στο Πήλιο, δεν πολυχαίρονται τις παραδεισιακές ομορφιές του.
Οι μόνιμοι κάτοικοι ενός παραδείσου, ακόμη και του αληθινού -οι άγγελοι- είναι σχεδόν βέβαιον, πως δεν θα περιέγραφαν με τον ενθουσιασμό των νεοφερμένων «ενάρετων» νεκρών, τον Παράδεισό τους.
Οι τουρίστες όμως απολαμβάνουν τον επίγειο αυτό παράδεισο με όλη την ψυχή τους. Το μυστικό άλλωστε για ν’ απολαύσης τέλεια την Ομορφιά είναι να μη μείνης μονίμως κοντά της.
Στο Πήλιο ημπορείς να ιδής πολύ Θεόφιλο, τον ξακουστό αυτόν λαϊκό ζωγράφο, που έχει γεμίσει τους τοίχους των καφενείων, των φούρνων και των αρχοντικών τού Πηλίου με τις ζωγραφιές του. Ο Θεόφιλος ήταν κι αυτός πειναλέος, ζωγράφιζε αντί πινακίου φασουλάδας. Κι όταν ζωγράφιζε τους ξακουστούς «Ήρωές» του, δεν ήτανε πάντα σίγουρος σε ποιον ήρωα θα κατέληγε. Σ’ εκείνους που τον ρωτούσαν «ποιον ήρωα ζωγραφίζεις τώρα, Θεόφιλε» απαντούσε αγέρωχα: «Ακόμα δεν ξέρω. Το μουστάκ' θα το δείξη!». Εννοώντας πως από το σχήμα τού μουστακιού θα ώνομαζε τον ήρωά του!
Ο Θεόφιλος πέθανε φτωχός  Σήμερα πίνακές του βρίσκονται στο Λούβρο, και θεωρείται μεγάλος ζωγράφος. Τον ανακάλυψε κάποιος διάσημος ξένος κριτικός  όταν είχε πια πεθάνει  από πείνα!
Αν είσαι μεγαλοφυΐα και επιθυμείς να αναγνωρισθής, είναι ανάγκη να πεθάνης το ταχύτερον. Ζωντανόν, κανείς δεν πρόκειται να σε άναγνωρίση.
Ένας «μεγάλος» ζωντανός είναι πολύ πιο επικίνδυνος από έναν «μεγάλον» πεθαμένον. Οι κριτικοί το ξέρουν αυτό καλά.
Το Πήλιο είναι ένα βουνό με παραμυθένια ομορφιά. Γι’ αυτό στα μυθικά χρόνια το κατοικούσαν Νεράιδες, Θεοί και Κένταυροι. Σήμερα το κατοικούν απλοί άνθρωποι που είναι φτωχοί και θυμώνουν εύκολα. Καλλιεργούν τους κήπους την άνοιξη και ακούν τ’ αηδόνια της ρεματιάς. Το χειμώνα κάθονται στο τζάκι, πίνουν μαύρο κρασί «φράουλα» και κάνουν παιδιά. Τους νεκρούς τους βάζουν σε μαγευτικές τοποθεσίες…  Κοντά σε εκκλησάκια όπου δεν υπάρχει πόνος ουδέ στεναγμός.
Το καλοκαίρι, το Πήλιο πλημμυρίζει από μωβ ορτανσίες και χιλιάδες τουρίστες.
                                                                              (κείμενα του βόλου, τχ. 1, 1976)

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Η «Μάννα» της Πορταριάς

Ένα εξαιρετικό-τατο κείμενο του τέλους του 19ου αι. από τη γνωστή μας εκδότρια της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ, Καλλιρρόη Παρρέν.
(Μόνο που είναι στην ...καθαρεύουσα -ωστόσο κατανοητή!).
« Η ώρα παρήλθεν, ως παρέρχονται όλαι αι ευτυχείς ημέραι της ζωής, ταχύτατα ωσεί απετελείτο υπό στιγμών μόνον. Προ της αναχωρήσεώς μας απεφασίσαμεν να μεταβώμεν εις τήν παρά τήν θέσιν Μάννα μονήν της Παναγίας, ίνα από της υψηλής εκείνης θέσεως θαυμάσωμεν το μαγικόν πανόραμα των κλιτύων του Πηλίου, ως και την κρυσταλλίνην λεκάνην τού Παγασητικού. Αλλ’ αντί να λάβωμεν την κανονικήν οδόν περιεπλανήθημεν εις αποτόμους φάραγγας, εις ατραπούς δυσβάτους, πλην καταφύτους. Ιτέαι και πλάτανοι, μύρτοι και δάφναι, βάτοι και σφένδαμνοι, συκαμηνέαι, αι φιλύραι, ροιαί και αμυγδαλέαι και πληθύς άλλη παντός είδους και γένους δένδρων και φυτών μεταβάλλουν το από του Καράβου μέχρι της Μάννας διάστημα εις μεγαλοπρεπή παράδεισον, εις λαβύρινθον αδιέξοδον του φυτικού κόσμου. Υπήρχον στιγμαί, καθ’ ας τόσον πυκνοί κλάδοι και φυλλώματα διεσταυρούντο ως εν τρυφερωτάτω εναγκαλισμώ υπέρ τας κεφαλάς μας, ώστε ούτε μικράν γραμμήν του ουρανού ά μη διακρίνωμεν δι αυτών.
Δύο χαμίνια ανυπόδυτα ανέλαβον vα μας οδηγήσουν, καθ’ ήν στιγμήν είχομεν απολέσει πάσαν ελπίδα περί ανευρέσεως του δρόμου μας. Αλλ’ υπελόγιζον τον δρόμον διαβατόν με τους γυμνούς πόδας των και τας αιλουροειδείς κινήσεις των ανά μέσον των παραποταμίων και του υπό ιλύος παχείας κεκαλυμμένου εδάφους. Η περιπλάνησις ήδη απέβαινε δι’ ημάς, εάν όχι επικίνδυνος, βεβαίως όμως επίπονος και ανιαρά και είχε φθάσει η στιγμή καθ’ ην ήρχισα και εγώ να δυσανασχετώ και να στενοχωρούμαι. Ευτυχώς ότι αφήσαμεν τους μικρούς οδηγούς μας και δι’ άλλων ευκολωτέρων ατραπών εφθάσαμεν τέλος εις τας πηγας του Κραυσίδωνος. Το ύδωρ εδώ είναι τόσον ψυχρόν, τόσον παγωμένον, η τοποθεσία τόσον εξόχως ποιητική, ο αήρ τόσον καθαρός και ζωογόνος, ώστε μετά την επίμοχθον περιπλάνησιν η όρεξις εξηγέρθη με τα απαράγραπτα δικαιώματά της.
Εκεί υπό τους γηραιούς κορμούς των προαιωνίων πλατάνων τοποθετούμεθα και ο συνοδεύων μας, απαράμιλλος εις προετοιμασίας γευμάτων υπάλληλος τής φιλοξενούσης μας, προϊδών τας στομαχικάς διαμαρτυρίας, μας παρέθεσε πρόδειπνον εκ ψυχρών εδεσμάτων και οπωρικών, το οποίον κατεβροχθίσαμεν απλήστως.
Η μονή, ήτις αρχικώς κατά τα πρώτα του Χριστιανισμού έτη προσέφερεν άσυλον και στέγην εις γυναίκας, αποχωρούσας του κόσμου και ήτις βραδύτερον, μετοικοδομηθείσα υπό Άννης της Κομνηνης, μετεβλήθη εις ανδρικήν και διοικείται υπό ενός ηγουμένου, είναι το μοναδικόν σημείον από του οποίου δύναταί τις να απολαύση τελείως του θεάματος του Πηλίου.
Η μονή ακριβώς είναι το τελευταίον όριον των βασιλευουσών υπ’ αυτήν πρασίνων εκτάσεων, υπεράνω δ’ αυτής, αμέσως σχεδόν, έρχεται η μεγαλοπρεπής εκτύλιξις του γυμνού όρους, του οποίου αι κορυφαί είναι ολίγον μεταλλικαί. Και ενώ το βλέμμα ελκύεται προς την γραφικωτάτην εικόνα, ήτις καταλήγει κάτω, μακράν ήδη, προς δύο ανοικτούς βραχίονας, εν οις η γη δέχεται ως εν μητρικώ εναγκαλισμώ την οπάλειου λίθου ακινητούσαν μεγαλοπρεπή της θαλάσσης έκτασιν, η υπεράνω των κεφαλών μας επιβλητική του Πηλίου άλυσις διεκδικεί την προσοχήν και τον θαυμασμόν μας. Και έχει το όρος τούτο ιδίαν φυσιογνωμίαν, ιδίαν έκφρασιν εν τη σκοτεινή ακινησίαν του, έκφρασιν απερίγραπτον, ήτις δεν δύναται να παραβληθή με ουδέν άλλον όρος, ουδεμίαν άλλην βραχώδη έκτασιν.
Εδώ η χροιά του είναι ερυθρωπή, εκεί φαιοπράσινος και ολίγον υψηλότερα φαιοκύανος εντελώς. Τα από των κορυφών του κατερχόμενα νερά έχουν διαυλακώσει εδώ και εκεί τας αποτόμου πλευράς του, αίτινες, σκιαζόμεναι περισσότερον, αποτελούν ήδη με την απέναντι αντανακλώσαν δύσιν, την ποικιλωτέραν και μελαγχολικωτέραν εν ταυτώ απόχρωσιν του ιανθούς χρώματος. Αι υψηλότεραι και απώτεραι κορυφαί χρωματίζονται με κυανούν διαυγές χρώμα, ωσεί ο υπέρ αυτάς ουράνιος θόλος εξήπλου τα μεγαλοπρεπή κράσπεδα του γαλανού πέπλου του μέχρις αυτών, όλαι διάστικτοι υπό των σκοτεινών νεφών, άτινα ως εν πενθίμω ρασσοφόρων λιτανεία, διασχίζουν ελαφρά και ατμήρη τας απεράντους του ορίζοντος εκτάσεις. Ήτο αργά πλέον, ώστε δεν μας έμενε καιρός να επισκεφθώμεν το εσωτερικόν της μονής. Ο ηγούμενος, ευγενής και περιποιητικός, μας προσέφερε θαυμασίου μεγέθους και γλυκύτητος κεράσια, των οποίων μόνη η ανάμνησις εγείρει κόσμον όλον πόθων και απολαύσεων γευστικών.
Αλλ’ η ώρα παρέρχεται και μετά μελαγχολίας απομακρυνόμεθα της ωραίας εκείνης τοποθεσίας. Η κάθοδος δια της ομαλής οδού είναι κανονικωτάτη και οι ίπποι μας, ανυπομονούντες και αυτοί να επιστρέψουν, σπεύδουν εις προϋπάντησίν μας. Η μαγεία της επιστροφής, με τον δύσαντα ήδη ήλιον και τας υπό το εσπερινόν σκιόφως διαγραφομένας γραμμάς, αποτελεί μοναδικήν των οφθαλμών πανήγυριν. Ο ουρανός είναι ωραίος, καθαρός ως κρύσταλλος και ωσεί αποπνέων έτι την θερμότητα της ημέρας. Το Πήλιον απομακρύνεται σοβαρόν, μεγαλοπρεπές και απέριττον, αποβάλλον ήδη την ιανθή χροιάν του και ως Πατριάρχης της Γραφής καλυπτόμενον υπό γλυκυτάτου κυανού χρώματος καλύπτραν.
Ο αήρ συμπυκνούμενος ήδη ως εκ της αποστάσεως παρεμβάλλεται μεταξύ ημών και του όρους ωσεί αραχνοειδές διάφραγμα, ενώ η υπό τους πόδας μας κατάφυτος πεδιάς αποτελεί το κοσμητικόν της όλης εικόνος εξάρτημα. Έχει και η φύσις τους αριστοκρατικούς τύπους της, μεταξύ των οποίων ό,τι βλέπω αυτήν την στιγμήν φέρει την σφραγίδα υπερτάτης ευγενείας. Εφ’ όσον κατερχώμεθα και η πλησιάζουσα νύξ σκιάζη επί μάλλον τον ορίζοντα, ο ήχος του Πηλίου ομοιαζει απεράντων διαστάσεων γυναίκα, ης η πλουσία αμαζών σχηματίζει τούς γραφικωτέρους κυματισμούς και τας μεγαλοπρεπεστέρας πτυχάς, ας ηδυνήθη να συλλάβη ποτέ καλλιτέχνου φαντασία.» 

(Κ. Παρρέν)

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Και πάλιν ...Πήλιον

«Σπίτια στο Πήλιο με κατσίκες στο πρώτο πλάνο» 1899
Λεμπέσης Πολυχρόνης (1848 - 1913)
Λάδι σε μουσαμά , 62 x 40 εκ.
Συλλογή Ιδρύματος Ευρ. Κουτλίδη-
Εθν. Πινακοθήκη 
Μία ακόμη καταγραφή -στην καθαρεύουσα- του Πηλίου (και του Βόλου) στα 1882, στο περιοδικό ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ:

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Οδοιπορικές διαδρομές

Τώρα που φεύγει η Άνοιξη κι έρχεται Καλοκαίρι, τελειώνουν οσονούπω κι οι εκλογές, είναι ευκαιρία για πεζοπορία στα πηλιορείτικα παλιά μονοπάτια και καλντερίμια της περιοχής μας! 
Η παλιά διαδρομή από Άνω Λεχώνια ως τον Αϊ-Γιώργη, περνάει δίπλα από τον Άγιο Βλάσιο και μέσα από τον οικισμό του Στρόφιλου. 
Είναι αντιγραφή από το σπουδαίο βιβλίο του αείμνηστου βολιώτη γιατρού Νικ. Χαρατσή "Οδηγός Πηλίου για περιπατητές", Τυποκόρ, 2000:
Το τσιμεντένιο γεφυράκι που αναφέρεται στη β' παράγραφο,
στα "Λαμπογιανέϊκα"

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Το βουνό Πήλιο

Από τον "Αρχαιολογικό και Ιστορικό Οδηγό Θεσσαλίας" 1998 
των Βαγγέλη Σκουβαρά-Κίτσου Μακρή