Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Πλάκι(ε)ς, πα(γ)ϊδάκια κ.ά θηρευτικά

(Παλιές «θηρευτικές» συνήθειες των χωριατόπαιδων του Πηλίου)
Χειμώνας κι οι μνήμες πηγαίνουν στα παλιότερα χρόνια…  Τότε, που εφευρίσκαμε συνεχώς παιχνίδια κι απασχόληση… Τότε που τα αγόρια των πηλιορείτικων χωριών απ’ την ηλικία του δημοτικού και μεγαλύτερα, ως κι οι άντρες, ασχολούνταν τις χειμωνιάτικες μέρες με την «άγραν» των φτερωτών θηραμάτων! Τα πουλιά, ήταν ο στόχος, που κατέβαιναν απ΄ τις χιονισμένες κορυφές του βουνού μας, ψάχνοντας τροφή στα χαμηλότερα μέρη !
Σκοπός «των κυνηγών χωρίς όπλο» ήταν να πιάσουμε αρκετά «πετούμενα» κι όχι βέβαια «στον αέρα»! Και τα πουλιά αυτά ήταν κυριάρες(=κίχλαι, τσίχλες), κοτσύφια, τζαρτζόνια(=σπουργίτια), τσιόνια(=σπίνοι), τσουμπουγιάννοι(=κοκκινολάιμηδες) κ. ά. μικρά ενδημικά «τσιροπούλια».
Το «άθλημα» αυτό ήταν γνωστό απ’ τους αρχαίους καιρούς. Το ίδιο και τα απλούστατα θηρευτικά εργαλεία ιδιοκατασκευές, αποτέλεσμα της εφευρετικότητας των ανθρώπων. 
Στα μεσαιωνικά χρόνια τα γνωστά, τα ονόμαζαν «βροχίν»(από βρόγχος) και «ξόβεργον» (από  ιξόβεργον).
Στα δημοτικά μας τραγούδια υπάρχουν -αλληγορικά- τα βρόχια κι οι ξόβεργες, όχι για τα πουλιά, αλλά για την προσέγγιση-κατάκτηση του άλλου φύλου, για τον έρωτα. Για οτιδήποτε δηλ. λειτουργεί σαν θέλγητρο για την παγίδευση κάποιου, συνήθως κοπέλας, αφού η ενασχόληση ήταν ...αρσενικού γένους! Και το «άθλημα» αυτό επίσης, πάντα θα  ανθεί! 
Να δυο δημοτικά: 
                               «Μια πέρδικα καυχήθηκε σ’ ανατολή και δύση 
πως δεν ευρέθη κυνηγός, να την εκυνηγήσει. 
Στήνει τα δίχτυα στα βουνά, τα ξόβεργα στη δύση, 
το δίχτυ το μεταξωτό μες στου πασά τη βρύση. 
Πάει η πέρδικα να πιει νερό και πιάνεται απ’ τη μύτη.» (Σαρακατσάνικο)

«Άιντε θα στήσω βρόχια στα βουνά και ξόβεργες στις βρύσες
για να περάσει η Βαγγελιώ» (Θεσσαλίας)

Κι ο Παπαδιαμάντης στο «Ο Έρωτας στα χιόνια»:
«Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια. Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.»
Σήμερα, αν συνέχιζαν να το κάνουν αυτό τα παιδιά κι οι μεγαλύτεροι, θα υπήρχε –και δικαιολογημένα- η κατηγορία  για  αμοραλισμό ή βαρβαρότητα, αλλά κι ασέβεια στο περιβάλλον. 
Τα χρόνια εκείνα όμως, τα θηρευτικά εργαλεία τους δηλ. οι γνωστές σφεντόνες ή λάστιχα, οι πλάκες, τα δίχτυα, τα παϊδάκια περισσότερο και λιγότερο τα βρόχια(=θηλιές που χρησιμοποιούνται για την παγίδευση πουλιών ή μικρών θηραμάτων) και τα ξόβεργα (=παγίδα που κολλούν πάνω τα πουλιά, και φτιάχνεται από ένα κλαδί ή μια βέργα αλειμμένα με ιξό,  ή κόλλα από κρεπ κ.ά), καλώς ή κακώς, ήταν μέρος της καθημερινής ενασχόλησης των χωριατόπαιδων … Ίσως και για κάποιους ήταν εξασφάλιση μέρους της τροφής τους!
 Έτσι:
α)  Μετά το σχόλασμα το απόγευμα ή το μεσημέρι τις μέρες που είχαμε μόνο πρωί μάθημα, πηγαίναμε στις άκρες του χωριού, στα περιβόλια, και στις «βατλιές»(=μέρη με βάτα) και «στέναμε  τ’ς πλάκι(ε)ς».
Η διάταξη: Η πλάκα ακουμπά στο οριζόντιο ξυλάκι.
Αυτό ακουμπά στο πάνω μέρος της αγκούλας με την εγκοπή του
 για να μην γλιστρά. Το δεύτερο ξυλάκι περνά από κάτω απ' την αγκούλα
και στο μυτερό άκρο του στηρίζει τη βέργα με την ελιά.
Όταν κουνηθεί η βέργα, απελευθερώνεται το «σκανταλίδ'»
και με τη βοήθεια του βάρους της πέτρας όλο το σύστημα σωριάζεται.
Οι πλάκες ήταν σχιστόλιθοι, που υπήρχαν σ’ όλο το Πήλιο και χρησιμοποιούνται για σκεπόπλακες και στρώσιμο δαπέδων. Κουβαλούσαμε τέτοιες «πλακαριές» όπου ήταν το καταλληλότερο μέρος, όπου δηλ. υπήρχαν πουλιά. Εκεί καθαρίζαμε κι ισιάζαμε το μέρος και «στέναμε» με τα «σκανταλίδια». (Στο Πήλιο έχει και άλλη σημασία το «σκανταλίδ’» =η χειρολαβή της πόρτας, το χερούλι με πετούγια) 
Τα σκανταλίδια κατασκευάζονταν από ξύλο λεπτό γερό (=τσάκνο) συνήθως ελιάς ή καστανιάς. Ήταν μια απλούσταστη διαδικασία, αφού ο σουγιάς δεν έλειπε από καμιά τσέπη, παρόλο που το κόψιμο των χεριών ήτανε συχνό! 
Πάνω έμπαινε η πλάκα-παγίδα για να πιαστεί το πουλί που θα πήγαινε να φάει το δόλωμα.
Αυτό ήταν συνήθως μια ώριμη ή «ζαρουμένη»ελιά. Τότε από το τσίμπημα του πουλιού -που έμπαινε αναγκαστικά κάτω απ’ την πλάκα- κουνιόταν η «βέργα» και το «σκανταλίδι» απελευθερωνόταν. Επόμενο τότε, ήταν το πλάκωμα του πουλιού!
«τα σκανταλίδια»
Το «κοίταμα»(=έλεγχος) των πλακών-παγίδων έπρεπε να γίνει καθημερινά, γιατί αν είχε πιαστεί πουλί κι έμενε εκεί θα μύριζε. Τα πουλιά συγκεντρώνονταν και μετά γύρω στη φωτιά απ’ τα παιδιά και τους γεροντότερους της οικογένειας, «γένουνταν του μάδ’μα»(=ξεπουπούλιαμα) κι αμέσως η τηγανιά, συνήθως και μ’ αυγά για να «φτ’ρίξ’νι»(φτουράω, φτουρίσουν=επαρκώ, επαρκέσουν)!
"παϊδάκι ξέστ΄στο"
"παϊδάκι στ'μένο" 
β)  Κάποιοι είχαν και σιδερένια «παϊδάκια» (=μικρές παγίδες) όπου έβαζαν μια ελιά και τα «έστεναν» πάλι σε μέρη περάσματος πουλιών, όπου και τα έπιαναν. Το πουλί πάταγε ή τσιμπούσε την ελιά και κουνιόταν η ντίζα. Τότε απελευθερωνόταν το ελατήριο και το παγίδευε.
γ)  Ένας άλλος τρόπος των «τροφοσυλλεκτών» χωριατόπαιδων ήταν το στήσιμο του διχτυού ή της σίτας. Όταν χιόνιζε και το έστρωνε για καλά και τα παιδιά δεν πήγαιναν στο σχολείο, πάλι οι μικροί έβρισκαν με τη βοήθεια των μεγαλύτερων απασχόληση, στήνοντας δίχτυα ή ταψί ή κόσκινο ή και πλάκες  για να πιάσουν τα πουλιά. Στην αυλή των χωριατόσπιτων συνήθως σ’ ένα ξύλινο ορθογώνιο τελάρο έβαζαν ένα παλιό δίχτυ ή λινάτσα ή σίτα και κάτω απ’ αυτό έριχναν «σκύβαλα», σιτάρι, καλαπόκι, ψίχουλα. Πήγαιναν τα πουλιά να βοσκήσουν κι από μέσα απ’ το παραθύρι, τα παιδιά τραβούσαν το σκοινί που ήταν δεμένο στο μικρό υποστύλωμα που κρατούσε όρθια την παγίδα. Αυτή έπεφτε και καταπλάκωνε όσα απ’ τα «πετούμενα» δεν ξέφευγαν.
Η συνέχεια …είναι η ίδια με την παραπάνω!
  
Υ.Γ. 
1.  Η φίλη και τακτική αναγνώστρια του ιστολογίου, βολιώτισσα κ.Έλενα Π.  βλέποντας το χιονισμένο τοπίο του τόπου κατοικίας της, θυμήθηκε και μου θύμισε κάποια απ’ τα παραπάνω! Ευκαιρία βρήκα λοιπόν, να τα ξαναθυμηθώ, να τα διηγηθώ  και να τα …ξαναστήσω, όπως κάναμε τότε, στην εποχή μου! Την ευχαριστώ!
 2.  Κι όπως είπε κι η ίδια, θα πάω να ταΐσω κι εγώ τα πουλάκια για να τα εξευμενίσω!  Ίσως εξιλεωθώ…
 3.  Όταν κάποιος μαθητής δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο ή έμενε στην ίδια τάξη, τότε τον επιτιμούσαν λέγοντάς του: Τι πιρίμενι(ε)ς, αφού ούλουν του χ'μώνα έστενε πλάκι(ε)ς!
 4.  Ένα από τα πηλιορείτικα παρατσούκλια ήταν και το «Σκανταλίδ'». Δινόταν σε νεαρό μικρόσωμο, λεπτοκαμωμένο και αεικίνητο! 

3 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ενδιαφέρον. Τα παιδιά της πόλης στα νειάτα μου είχαν μόνο σφεντόνες.
    Είχα βέβαια ακούσει για τις παγίδες αλλά δεν ήξερα τις μηχανικές τους λεπτομέρειες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μνήμες όμορφες, αλλά με τα πουλάκια ήμασταν άπονοι με τη σημερινή αντίληψη των πραγμάτων. Ο πατέρας μου στον τόρνο μου έφτειαξε μια θανατηφόρα φούρκα (σφεντόνα) που σταμάτησε τη ζωή σε πολλά πουλιά. Τότε καμαρώναμε κι ήταν για φάγωμα. Ξεπουπούλιασμα και στο τηγάνι

    ΑπάντησηΔιαγραφή