§ Αγαπούσι η Μάρου του χουρό, πήρι άντρα ζουρνατζή. (ο ζουρνατζής=οργανοπαίχτη του ζουρνά-πίπιζας).
§
Άγνεστα κι αύφαντα στην τέμπλα κριμασμένα. (τέμπλα=απλώστρα)
§
Άγρια –ούρμα , τάμασει. (άγρια-ούρμα=ανώριμα-ώριμα)
§
Άι παλ’κώσ’ !
(παλουκώνομαι= δε σαλεύω, μένωι στη θέση μου)
§
Ακριβός στα πίτυρα κι φτ'νός σ' αλεύρ'
§
Άλλα λέει η θεια μ’, άλλα ακούν τ’ αυτιά μ’
§
Άλλα
τα μάτια τ’ λαγού κι άλλα τ’ς κουκουιάβας
§
Άλλους έχ’
τ’ όνουμα κι άλλους τ’ χάρ’.
§
Άμα άκουε ι Θιός τα κουράκια θα ψοφούσαν ούλα τα γουμάρια.
§
Άμα δεν
κλα΄ψ’ του πιδί , η μάνα τ’ β’ζί δεν τ’ δίνει.
§
Άμα στου Καραμπάσι γαμπρός θέλ’ς να γίν’ς πρέπ’ κουρόμπλα να λες
κι τσίπ’ρου να πίνεις (κουρόμπλα=αερολογίες, πολλή φλυαρία, Καραμπάσι= Άγιος
Βλάσης)
§
Άμα τσιάζ’ απού ψάργια, τρώει κι τ’ς τσέρουλις. (τσιάζου=επιθυμώ)
§
Ανύπαντρους
προυξενητής για ελόγου του γυρεύει.
§
Απ’ τη ζέστα κι την πύρα, σ’ είδα αγάπη μ’ κι σι πήρα. (πύρα=
κάψα)
§
Απόμ’νει πανί μι πανί (=είναι απένταρος)
§
Απού έξου μπέλα μπέλα κι απού μέσα κατσιβέλα. (μπέλα=άσπρη-ωραία,
κατσιβέλα=μελαμψή- τσιγγάνα)
§
Απού του ντιπ τ’ ουλότιλα, καλή ν’ κι η Παναγιώτινα
§
Ας πάει κι
του παλιάμπιλου.
§
Αυτός έχει γιρό πιπίνι. (=είναι καλλίφωνος)
§
Αυτός ζ΄γιάζ’ απ’ τσ’ αλαφριές. (=είναι ελαφρόμυαλος)
§
Αυτός σι πιρνάει άβριχουν απού πέρα
§
Αυτός σι πιρνάει άβριχουν στα Τρίκιρ’. (άβριχουν=άβρεχτον,
Τρίκιρ’=Τρίκερι)
§
Αυτός του
χαβά τ’.
§
Αυτού απ’
είσι ήμανε κι ιδώ απ’ είμι θάρθεις.
§
Βαράει του
σαμάρ’ ν’ ακούσει του γουμάρ’.
§
Βγάν’ απ’
τη μύγα ξίγκι.
§
Βρήκι τουν όντο τσ’. (όντος=το ταίρι)
§
Για ψάλτ’ τουν στείλαμι, ζουρνατζής βγήκι
§
Γίν΄κι η
κ’λιά τ’ νταούλι.
§
Γίν’κι άσπρους σαν πανί. (=φοβήθηκε)
§
Γίν’κι παντζιάρ’ απ’ τ’ ντρουπή τ’. (=κοκκίνησε)
§
Γιος ι
γαμπρός δε γίνιτι κι η νύφη θυγατέρα.
§
Γράψι κι
κλάψι.
§
Δ’λειά δεν
είχι ι διάουλους, γ*μ**σι τα πιδιά τ’.
§
Δε δίν’
νιρό στουν Άγγελό τ’.
§
Διάουλους
να σι χουρέψ’.
§
Δώθι παν
κι άλλοι.
§
Έβαλι του
κιφάλ’ τ’ στου ντουρβά.
§
Έβαλι του
λύκου να φ’λάξει τα πρόβατα.
§
Είδι ι σαλός του μιτσ’σμένον κι φουβήθκι. (σαλός=τρελός,
μιτσ’σμένος=μεθυσμένος)
§
Είδι τουν ουρανό σφουντύλι κι τ’ άστρα μακαρόνια.
§
Είμαστι πάτσι κι πόστα.
§
Είνι
αλλ’νού παπά βαγγέλιο.
§
Είνι για τα παγγύρια.
§
Είνι για
του γάιδαρου καβάλα.
§
Είνι για
του διάουλου πισκέσι.
§
Είνι ντινικές ξιγάνουτους
§
Έκανι τ’ν τρίχα, τριχιά.
§
Έκανι του υνί σουβλί κι του ζουρνά καΐκι.
§
Εμ μαλάτα, εμ γαλάτα, εμ τ’ αρνί θηλ’κό
§
Εμ φτιξής, εμ μπασλής (φτιξής=φταίχτης, μπασλής=φωνακλάς)
§
Έμαθα
γδυτός κι ντρέπουμι ντυμένους.
§
Έμαθα να μπελονιάζου κι κατρώ (ή γ*μ*) του μάστορή μου.
(μπελονιάζου=βελονιάζω)
§
Έπισι του νιρό στου ζάχαρη
§
Έφαγι τα
λυσιακά τ’.
§
Έφαγι τουν
αγλέουρα.
§
Έφκιασι του καλάμ’ τ’φέκι.
§
Έχ’
απλουμένουν τραχανά.
§
Έχ’
χισμένη τ’ φουλιά τ’.
§
Έχασι η Βινετιά βιλόνι
§
Έχασι τ’
αυγά κι τα κουφίνια.
§
Έχι τα
πόδια σου ζιστά την κιφαλή σου κρύα, γιατρού δεν έχεις χρεία.
§
Η αλπού ικατό χρονού, τ’ αλπόπλο ικατόν δέκα
(αλπόπλο=αλεπόπουλο)
§
Η κυρά η Παπαντή μαζών’ τ’ς γιουρτές μες στου σακκί.
§
Ή τέτχιους, ή πάντγιους (υβριστικό) (=ο ακατονόμαστος)
§
Η τιμή
τιμή δεν έχ’ κι χαρά στουν που την έχ’.
§
Ήθελέ στα
κι παθέ στα.
§
Ήλιους κι
βρουχή, παντρεύουντι οι φτουχοί. Ήλιους κι χιόνι παντρεύουντι οι γειτόν’.
§
Θα μας ξιδουκ’μάσει η Θιός. ( ξιδουκ’μάσει-ξεδοκιμάσει
=τιμηρήσει)
§ Πάγει η κουλιγιά. (κολιγιά= συνεταιρισμός)
§ Πάγει η κουλιγιά. (κολιγιά= συνεταιρισμός)
§
Θα σι
λιανίσου.
§
Θα φάμι τα
μ’στάκια μας.
§
Ι
βασιλ΄κός κι αν μαραθεί τη μυρουδιά την έχει.
§
Ι γέρους είνι κλειδουνιά στου σπίτ’. (η κλειδουνιά=κλειδαριά)
§
Ι γέρους
θα πάει ή απού πέσ’μου ή απού χέσ’μου.
§
Ι κ’φός τα ουντίζει. (κ’φός=κουφός, ουντίζι=ταιριάζει)
§
Ι καλός ι μύλους ούλα τ’ αλέθ’
§
Ι κόσμους το ’χει τούμπανου κι αυτός κρυφό καμάρι.
§
Ι λόγους σου
μι χόρτασι κι του ψουμί σου φάτου.
§
Ι λύκους κι αν ηγέρασι κι άσπρισι του μαλλί τ’, μήτι τη γνώμη τ’
άλλαξι μήτι κι τ’ν κιφαλή τ’.
§
Ι μουφλούης άμα μουφλουέψ’, τα παλιά διφτέρια ανοίγει.(ο
μουφλούζης= κακοπληρωτής, μουφλουζεύου=χρεωκοπώ)
§
Ι παθός είνι γιατρός (ή μαθός).
§
Ι παπάς
πρώτα βλουγάει τα γένια τ’.
§
Ι παράς κι
ι βήχας δεν κρύβουντι.
§
Ι ποίσιους κι ι δείξιους (υβριστικό) (=ακατονόμαστος)
§
Ι φόβους φ’λάει τα έρμα.
§
Ι
χουρτάτους δεν π’στεύει τουν πεινασμένου.
§
Ιμείς μαζί δεν κάνουμι κι αχώργια δε μπουρύμι.
§
Κ’κιά έφαγι, κ’κιά μαρτράι. (κ’κιά=κουκιά)
§
Κάηκι η γρια απ’ του κουρκούτ, τώρα φ’σάει κι του γιαούρτ’
§
Κάθ’ αμπόδιου για καλό. (αμπόδιου-εμπόδιο)
§
Καθ’ αρνάκ’ απ’ ν’ αγκούλα τ’ κρέμιτι . (αγκούλα= κλείδωση
ποδιού,άτζα)
§
Κάθι χώρα κι ζακόνι , κάθι μαχαλάς κι τάξ’. (το ζακόνι=έθιμο,
συνήθεια)
§
Κακό σκ’λί ψόφου δεν έχει.
§
Κάλιου
πέντι κι στου χέρι παρά δέκα κι καρτέρει.
§
Καλόμαθι η γριά στα σύκα τρώει κι τα σκόφ’λλα. (σκόφ’λλα= φύλλα
της συκιάς)
§
Καλόμοιρους απ’ τα πέρασι κι αλιά απ’ τα καρτεράει.
§
Κάν’
μνημόσυνου μι ξένα κόλυβα.
§
Κάνει του
σκατό τ’ παξ’μάδ’.
§
Κάνι παγγύρ’ μι του μυαλό τ’. (το παγγύρ’= το πανηγύρι)
§
Κατά μάνα
κατά κύρη κατά γιο κι δυχατέρα.
§
Κατά τουν
κιρό κι του χουρό.
§
Κάτσι στ’ αυγά σ’.
§
Κι ι φούρνους έχει αυτιά.
§
Κι τα καλά διχούμινα κι τα κακά
§
Κινούργιου κουσκινάκι μου κι πού να σι κριμάσου;
§
Μ’κροί -μιγάλοι στου μαγαζί.
§
Μαζί
μιλάμι, αχώρια καταλαβαίνουμι.
§
Μαθ΄μένου
του β΄νό απ’ τα χιόνια.
§
Ματαγύρσι για ψόφου. (ματαγύρσι=συνήλθε-επέστρεψε,
ψόφος=θάνατος)
§
Μάτχια απ’ δε βλέπουντι γλήγουρα λησμουνιούντι.
§
Μη ξυόσει μι τα χέρια σ’ κι πιρίμινι να σι ξύσνι άλλοι.
§
Μη ξυόσι στ’ τσουμπάν’ τ’ν αγκλίτσα. (ξυόμ’ι=ξύνομαι)
§
Μι βγήκι του φαΐ ανά’λμα. (=ταράχτηκα)
§
Μι στραβό αν θα κοιμθείς του προυί θα γκαλιουρίζ’ς.
(στραβός=τυφλός, γκαλιουρίζου=αλλοιθωρίζω)
§
Μι τ’ς πουρδές δε βάφτ’ς αυγά
§
Μι του στόμα μπάρα μπάρα, μι τα χέργια ξιραμάρα
§
Μπάτε σκύλοι κι αλέστι κι αλεστ’κά μη δώστι.
§
Μπρος στα
κάλη τ’ είνι ι πόνους;
§
Να λείπ’ του δύσσινου (το δύσσινου=βύσσινο)
§
Να λιλί δο μ’ τσιτσί. (λιλί=χρήμα, τσιτσί=κρέας)
§
Να πιδιά μ’ από ν’ αυγό, δόμ’τι μ’ κι μένα απού μ’σό. (δόμ’τι
μ’=δώστε μου)
§
Να του σκαμνί κι κάτσι, να κι του θρουνί κι ακούμπα.
§
Νηστ’κό
αρκούδ’, δε χουρεύει.
§
Ξένου άλουγου καβαλ’κεύ’ς , μ’σουστρατίς θ’ απουμείν’ς
§
Ξηρακιανός γάιδαρους, ξιπατουμός σ’ ν αχυρώνα.
(ξιπατουμός=αφανισμός)
§
Ξίκ’ να γιένει. (κατάρα) (ξίκι=λειψό)
§
Ξιπατουμός να σι μάσει (να σι μάσει=να σε μαζέψει)
§
Ό,τ’
δίνεις παίρν’ς.
§
Όλα τα ’χει η Μαριορή, ου φιριτζές τσ’ έλειπι.
§
Όμορφ’ στ’ γκούνια, άσχημην στ’ ρούγα. (ρούγα=αυλή)
§
Όντας ισύ πάηνες , ιγώ γύρ’ζα
§
Όποιους ανακατεύιτι μι τα πίτυρα, τουν τρων οι κότις.
§
Όποιους δεν έχει μυαλό έχει πουδάρια
§
Όποιους έχει τα γένια έχει κι τα χτένια
§
Όποιους τ’ νύχτις πιρπατεί λάσπις κι σκατά πατεί
§
Όπους σι
βαράν’ χουρεύεις.
§
Όσα ξέρει η νοικουκύρ’ς δεν τα ξέρ’ ου κόσμους όλους
§
Ούλα ιδώ
πληρώνουντι.
§
Ούλοι γιαλούσανι μι τ’ ιμένα, έσκαζα κι γω στα γέλια.
§
Ούλοι οι
καλόι χουράνε. Ένας στραβός όχ’.
§
Ούλου του βόι του φάγαμι σ’ν ουρά θα απουστάσουμι; (βόι=βόδι,
αποσταίνω=κουράζομαι)
§
Ουχιά να σι φάει
§
Όχι
Γιάν’ς, Γιαννάκ’ς.
§
Π’λεί τ’ς κουλουφουτιές για φανάργια. (π’λώ=πουλώ,
κουλουφουτιά= πυγολαμπίδα)
§
Παπά πιδί διαόλ’ αγγόνι.
§
Παπίλα έβγαλι του στόμα τ,’ απ’ τ’ γκουβέντα. ( παπίλα=ασπρίλα,
αφρούς από την πολυλογία)
§
Παραγίν’κι του κακό.
§
Παρηγουριά
στουν άρρουστο, ώσπου να βγει η ψ’χή τ’.
§
Πάρτουν στου γάμου σ’, να σ’ πει κι του χρόνου.
§
Πέθανι να σ’ αγαπάου, ζήσι για να σ’ έχου αμάχ’. (η αμάχη=έχθρα)
§
Πέσι πίτα
να σι φάου.
§
Πήγι σαν
του σκ’λί στ’ αμπέλι.
§
Πήρι γ’ρούνι στου σακί
§
Πήρι
γ’ρούνι στου σακί.
§
Πήρι τσ’ πίσους (= έχει αρνητική πορεία, πισωγυρίζει)
§
Πίτα, κότα του Γινάρ’ κι παπί τουν Αλουνάρ. (Γινάρης=Ιανουάριος,
Αλουνάρης=Ιούλιος)
§
Πιτχιόσι ικεί απ’ δε σι σπέρνει (πιτχιόσι =πετάγεσαι)
§
Πνίγ’κι σι
μια κουταλιά νιρό.
§
Πότι σ’ έλυσα Γιάννη μ’ κι σι βρήκα άχιστον;
§
Πουνέντ’ς κι γαρμπής, θα φέξει κι θα ιδείς. (πουνέντες= δυτικός
άνεμος, γαρμπής=νοτιοδυτικός)
§
Πρώτα βγαίν’
η ψ’χή κι μιτά του χούι.
§
Σκ’λί απ’ γαβγίζει δε σι δακώνει
§
Σκουρδουκαΐλα
μ’!
§
Σκουρπίσανι σαν του λαγού τα τέκνα
§
Σόι πάει
του βασίλειου!
§
Στ’ βράσ’
κουλλάει του σίδηρου.
§
Στ’ν
πουλλή τ’ν αναβρουχιά, καλό είν’ κι του χαλάζ’.
§
Στα γκισέμνια βάλνι τα κουδούνια. (το γκισέμ’= το πρώτο τραγί ή
κριάρι του κοπαδιού)
§
Στάσ’ αγά μ’ να γκουζουτίσου (γκουζουτίζω-ου=γεμίζω το όπλο)
§
Στέκιτι στου ζιγκί (ζιγκί= ο αναβολέας της σέλας)
§
Στου τέλους ξυρίζνει του γαμπρό
§
Στουλίστ'κι η νύφ’ κι απόμεινι
§
Στουν κόμπου κι στου στάχυ, γ*μ* τη μάνα απ’ τάχει.
§
Τ’ Αϊντωνιού τ’ Αϊθανασιού η καρδιά του χειμωνιού
§
Τ’ Αντριά αντρεύει η μέρα.
§
Τ’ Αντριά τα χιόνια σίδιρα, του Γιναργιού λιθάρια, του Φλιβαργιού
κι του Μαρχτιού σάπια σαν κουλουκύθχια. (Αντριάς=Δεκέμβρης)
§
Τ’ αψύ του ξίδ’, χαλνάει τ’ αγγειό
§
Τ’ Βαγγιλισμού κι τ’ Βαϊού μπαίν’ ι δγιάουλους στου γιαλό
§
Τ’ γίνηκι
ι κούκους αηδόνι!
§
Τ’ Μαρτιού οι δρίμις στα πανιά, τ’ Αυγούστ’ για τα ξύλα. (δρίμες=
υπερφυσικές δυνάμεις)
§
Τ’ φτουχού τ’ εύρημα, καρφί ή πέταλου.
§
Τ’ς Αγια- Μαρίνας σύκου κι τ’ Αϊ Λια σταφύλ’ κι τ’ Αϊ
Παντιλιήμονα κίνα μι του κουφίν’. (κουφίνι=κόφφα, καλάθι)
§
Τ’ς νύχτας τα καμώματα τα βλέπ’ η μέρα κι γιαλάει.
§
Τα ‘κανι
ρόιδου.
§
Τα θ’κά μας είνι σύκα κι πατσιάζουντι. (θ’κά=δικά,
πατσιάζουντι=πλακώνονται)
§
Τα κιερατά
σ’ τα τράια!
§
Τα λέει στ’ν πιθιρά να τ’ ακούσει η νύφ’ .
§
Τα μυαλά σ’ κι μια λίρα.
§
Τα ξιχαντρώματα τρών’ τ’ τσιουπάν’ τα πρόβατα. (ξιχάντρωμα
=ξάνοιγμα του καιρού)
§
Τα σάβανα
δεν έχ’νει τσέπις.
§
Τά 'χαμι μιργιά κι τα κάναμι φόρτουμα. (μεριά=πλευρά σαμαριού-μισό
φορτίο, φόρτωμα=ολόκληρο φορτίο)
§
Τ’ κώλου
τα ιννιάμερα.
§
Ταμάμ κουλουκ’θόπ’τα.
§
Τι είνι η κάβ’ρας τι του ζμί τ’. (κάβ’ρας=κάβουρας)
§
Τι κάν’νι τα π’λιά σ’ κόρακα; Όσου πάνι κι μαυρίζ’νι!
§
Τι κάνις Γιάννη; Κ’κιά σπέρνου.
§
Τι πιτχιόσι σαν αλπουπουρδή; (αλπουπουρδή=είδος μανιταριού,
πιτχιόσι =πετάγεσαι)
§
Του ‘παν πως καλά χουρεύ’, κάθιτι κι συγκαθάει.
(συγκαθάει=κινέιται καθιστός στο ρυθμό)
§
Του γουδί
του γουδουχέρι.
§
Του γύφτου
κάναν βασιλιά κι ικειός κοίταζι τα ρείκια.
§
Του ινάτ’ βγάνι ματ’.
§
Του λύκου τουν κουρεύανι κι απού πίσου μάλλιαζι
§
Του μ’σιακό του κριές του τρώει του σκ’λί.
(μ’σιακό= συνεταιρικό, κριές=κρέας)
§
Του πιδιού
μου του πιδί, είνι δυο φουρές πιδί.
§
Του πουλύ το Κύργιε ελέησον του βαριέτι κι η
Θιός
§
Του πουλύ του ταμάχι χαλνάει του στουμάχι. (το
ταμάχι=πλεονεξία)
§
Του τσαπί κι του θ’κέλλ’ η καρδιά μ’ δεν
του θέλει. (θ’κέλλ’=δικέλλι –σκαπτικό εργαλείο)
§
Τουν έβγαλι στου γουμαρουπάζαρου.
§
Τουν κώλου
σ’ βάνε μάγειρα, σκατά θα σ’ μαγειρέψ’.
§
Τουν
χόριψει στου ταψί.
§
Τραβάτι μι
κι ας κλαίου.
§
Τράκα τρούκα του πουρτέλι όπχοιος είν’ κι τι
θέλει. (πουρτέλι= πόρτα αυλής)
§
Τράνιψι του γουμάρ’, μίκρυνι του σαμάρ’.
(τρανεύω=μεγαλώνω)
§
Τσιράκια βγάν’ς, τα μάτχια σ’ βγάν’ς, (τα
τσιράκια=μαθητευόμενοι)
§
Τώρα στα
γιράματα, μάθι γέρου γράμματα..
§
Φάι λάδ’ κι έλα βράδ’
§
Φάι τραχανά, να μην πας π’θανά. (π’θανά=πουθενά)
§
Φάνηκι ι κόλους τσ’ μαϊμούς
§
Φάτι μάτια
ψάρια κι κοιλιά πιρίδρουμου.
§
Φέξανι τ’
αυτιά τ’.
§
Φυτρών’ ικεί απ’ δεν τουν σπέρνεις
§
Χέσ’κι η
φουράδα στ’ αλώνι
§
Χουρεύ’ς γειτόνισσα; Στα νύχια στέκουμι!
§
Χουριό απ’ φαίνετι κουλαούζο δε θέλει
§
Ψοφ΄σι του γουμάρ’, πάει η κουλιγιά (κουλιγιά=συνεταιρισμός)
§
Ως ιδώ κι
μη παρέκια.
§ Ό,τ' πιδουμαθαίνεις, δε γι(ε)ρουνταφήνεις!
§ Σαλβάρ' ή ντουβάρ' (=αναφέρεται στην επιλογή γαμπρού, όπου διακρίνεται η οικονομική επιφάνεια από τα ρούχα ή το σπίτι του)
§ Ό,τ' πιδουμαθαίνεις, δε γι(ε)ρουνταφήνεις!
§ Σαλβάρ' ή ντουβάρ' (=αναφέρεται στην επιλογή γαμπρού, όπου διακρίνεται η οικονομική επιφάνεια από τα ρούχα ή το σπίτι του)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου