Η Διευθύντρια (Καλλιρόη Παρέν) της εβδομαδιαίας αθηναϊκής έκδοσης "Εφημερίς των Κυριών", (Ιουλίου 1895, Τεύχη 403 ως 408) στο σε πέντε συνέχειες άρθρο της "Απ' Αθηνών εις Βώλον" έφτασε και στα Άνω Λεχώνια. Διαβάστε την περιγραφή στις σελίδες 4-5 από την εφημερίδα ή από αντιφραφή σε μονοτονικό:
[…] Αλλά δεν θα μεταβώμεν εις την Πορταριάν κατά
τα προσυμφωνηθέντα. Μόνον εις τα Λεχώνια, την ώραν μόλις απέχουσαν, του Βώλου,
μικράν ταύτην κώμην, θα διαθέσωμεν τας μεταμεσημβρινάς μας ωρας.
Η άμαξα είναι προ της
θύρας. Μας αναμένει η καθήκοντα πλέον ευγενούς φιλοξενίας αναλαβούσα απέναντι
μας φίλη μας συνεργάτις μας κ. Παλαμήδου μετά του νεαρού αδελφου της John Μουσούρη. Αληθής ιππότης ο νέος αυτός
κύριος, με τρόπους αβρούς, με συμπεριφοράν και λεπτότητα τελείου ευπατρίδου, καθαυτό
αρχοντόπουλον, το οποίον ουδέν άλλο προδίδει την εις επαρχίαν διαμονήν του ή
το ωραίον κι ευγενές της φιλοξενίας αίσθημα.
Ο μέχρι Λεχωνίων περίπατός
μας τελείται υπό όλους τους όρους των εξοχικών περιπάτων οίας δήποτε εις φυσικά
κάλλη προνομιούχου μεγαλοπόλεως. Οδός αμαξιτή πολύ καλή, άμαξα αναπαυτική
διασχίζουσα εν καλπασμώ την ωραιοτάτην
παραλιακήν πεδιάδα των Λεχωνιών. Από το εν μέρος τα ήρεμα του Πελασγικού κόλπου
κύματα κυλιόμενα μαλακά επί της αμμώδους ακτής, με θωπείαν τρυφεράν ης πάσαν των
προσοχθίσιν, με στεναγμόν μουσικώτατον εις πάσαν των από της ακτής απώθησιν. Ο
φλοίσβος των ο δειλός, ο ρυθμικός, ο κανονικώτατος, ομοιάζει προς παρατεταμένην
πολλών φιλημάτων απήχησιν, σβεννυμένην υπό πέπλον όλον αδαμάντων, ους η
αντανάκλασις του ηλίου εκκοκίζει επί της γαλανής και δροσεράς της θαλάσσης
επιφανείας.
Από το άλλο μέρος μεγάλη
κατάφυτος πεδιάς, ην καλύπτουν άμπελοι με θαλερά φυλλώματα, και σκεπάζουν δένδρα
πλούσια εις καρπούς ποικίλους. Βερύκοκκα μεγάλα ως μήλα και
ροδοκόκκινα ως πυρίκαυστα τοπάζια. Τα κεράσια από του κατερύθρου μέχρι του αποστίλβοντος
μέλανος ως βότρυς πυκνοί και λάμποντες μεθυστικώς υπό τον ήλιον αναρτώνται
πλουσίως εις ποικίλα συμπλέγματα, ενώ οι κλάδοι κάμπτονται υπό το βαρύ φορτίον
των, το οποίον μεταφέρεται μετά την συγκομιδήν εις πολλοίς της Μεσογείου λιμένας.
Ολίγον
περαιτέρω ολόκληρος ελαιών με το αργυρόφαιον φύλλωμά του, το οποίον εις πάσαν
του ανέμου πνοήν φρικιά και μεταβάλλει χρώματα. Από του πρασινομέλανος μέχρι
του αργυροφαίου, όλη η κλίμαξ των σχετικών αποχρώσεων εκτυλίσσεται εδώ, και μακρόθεν
υπό τας αλλεπαλλήλους των φωτοσκιάσεων εναλλαγάς νομίζει τις ότι απέραντος
αργυροΰφαντος οθόνη κυματίζει εκεί εις μεγάλην έκτασιν. Εις πάσαν της αμάξης
στροφήν και νέα της εικόνος θελκτική μεταβολή. Εδώ ρυάκια κυλίοντα ηρέμα τα αφρίζοντα
αυτών νάματα, και κατωτέρω σπεύδοντα να ριφθώσι παταγωδώς εις τους γαλανούς
κόλπους του Παγασητικού. Εκεί πλάτανοι και λεύκαι παχύσχιοι παρά καλύβην
ασβεστόχριστον αγροτικήν, προ της θύρας της οποίας ευτραφέστατα αλλά ρυπαρά και
γυμνόποδα μικρά διακόπτουν τα παίγνιά των, ίνα με περίεργα βλέμματα
παρακολουθήσουν την νέφη κονιορτού ανατινάσσουσαν επί των κεφαλών των αμαξάν
μας.
«Γαίης μεν
πάσnς το Πελασγικόν Άργος έμεινον» είχεν
είπει εν τη αρχαιότητι το μαντείον των Δελφών. Αλλά δεν ήτο βεβαίως ανάγκη να
είναι τις Πυθία, ίνα θαυμάση τον πλούτον και την γονιμότητα των Θεσσαλικών
πεδιάδων. Η των Λεχωνίων μάλιστα είναι η υπό του Δικαιάρχου φημιζομένη ως η
μεγίστη, και λασιωτάτη ρίζα του Πηλίου. Είναι πλουσιωτάτη και γόνιμος πεδιάς, ην
ο δεσπότης Μιχαήλ κατά τους Βυζαντινούς χρόνους υπέσχετο ως προίκα προς τον
πρίγκηπα της Αχαΐας Βιλλαρδουίνον, προς ον προσέφερε και την χείρα της
περικαλούς θυγατρός του Αγνής. Φαίνεται ότι η αξία τοιαύτης προικός ήτο μεγάλη,
αφού αντ’ αυτής ανέκτα την συμμαχίαν του γαμβρού κατά του τότε αυτοκρατορεύοντος
Λασκάρεως Ιωάννου Παλαιολόγου.
Το Πήλιον,
ως τείχος γιγάντειον, ως φρούριον, το οποίον η καλλίτεχνος φύσις ύψωσεν εκεί
και εστόλισε με τόσην φιλαρέσκειαν και χάριν προφυλάσσει την κώμην των Λεχωνίων
μετά των απεράντων περιοχών της από τους σφοδρούς ανέμους και τας παγεράς
χιόνας. Υπό τας γιγαντίους πλατάνους μικράς τινος του χωρίου πλατείας
εσταθμεύσαμαν. Ο κορμός ενός των γηραιών τούτων δένδρων κοιλωθείς κατά
περίεργον τρόπον, σχηματίζει κάθισμα, είδος θρόνου, επί του οποίου ο διαβάτης
δύναται και να αναπαυθή εν ανάγκη. Εκαθίσαμεν εκεί υπό την δροσεράν και
ευεργετικήν του σκιάν, ης το ποιητικόν ψιθύρισμα, συνώδευε παταγωδώς το από
μικρού ύφους αποτόμως κρημνιζόμενον ύδωρ.[…]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου